ΜΕΤΑΔΩΣΤΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ, ΟΧΙ ΤΟΝ ΙΟ!
Δημοσιεύτηκε στις 10/04/20
Τoυ Θανάση Πάτρα
Η κυρία Ευτυχία, παρά τις στιγμές τιμάει το όνομα της.
Περνάει δύσκολα κλεισμένη στο σπίτι της με τον σύζυγό της, που μέσα στην παράνοια των ημερών, έχει να αντιμετωπίσει την άνοια. Τυχερός μες την ατυχία του θα πεις, γιατί σίγουρα είναι μια εποχή που δεν θα θες ούτως η άλλως να τη θυμάσαι.
Λαλίστατη η κυρία Ευτυχία, ενημερωμένη αλλά όχι πανικόβλητη, ψάχνει να βρει το νήμα του αύριο μες τους τέσσερις τοίχους του σπιτιού της. Ευτυχισμένη η κυρία Ευτυχία μες στη συννεφιά των ημερών. Πως να μην είναι άλλωστε, όταν ο εγγονός της ο Γιώργος, εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά σκέφτεται συνέχεια τη γιαγιά του. Τι να κάνει άραγε, πώς να υφαίνει τον ιστό της καθημερινότητας της χτυπημένη από το αναπάντεχο;
Κερκυραία η κυρία Ευτυχία, όνομα και πράγμα, ευλογημένη για την αγάπη που δέχεται και αποφασισμένη να σχεδιάσει το αύριο παρά τα χρονάκια της, με νέα υλικά. Το καλοκαίρι στο νησί της με την οικογένεια της, που της λείπει σαν το νερό στη διψασμένη γη.
Την πήρα τηλέφωνο και πήρα κουράγιο, μου έδωσε δύναμη να σκεφτώ καθαρότερα, να ελπίσω στο καλύτερο.
Σαν την κυρία Αγγελική με την υπέροχη φωνή και την παροιμιώδη ηρεμία.
Μοναχή, αλλά όχι μόνη σε ένα διαμέρισμα του Βύρωνα χωρίς παρέα. Σκασμένη που δεν μπορεί να βγει να πιει το καφεδάκι της, χολωμένη με τον καιρό, αλλά όχι με την τύχη μας. «Θα το περάσουμε και αυτό» μου λέει αποφασιστικά, «περάσαμε χειρότερα, απλώς ξέραμε τι παλεύαμε, ενώ τώρα έχουμε άγνοια, αν όχι άγνοια βαδίζουμε στα σκοτάδια.
Θέλω να δω τον γιο μου, να ξαναπάω στην πλατεία, να περπατήσω αμέριμνα, να χαρώ τον ήλιο, να πάρω βαθιές αναπνοές χωρίς να φοβάμαι, να γελάσω με την ψυχή μου.»
Την κυρία Αγγελική που χάρηκε που άκουσε μια άγνωστη, αλλά και οικεία φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής και στο τέλος χάρηκε που το έζησε και αυτό. Να συνομιλεί αναπάντεχα με κάποιον που δεν περίμενε ποτέ.
Όπως και η Ιλιάννα που ενώ περίμενα να είναι μια ακόμα σχετικά ηλικιωμένη κυρία – τηλεφώνησα κατόπιν προτροπής μιας φίλης της, χωρίς περαιτέρω στοιχεία – ανακάλυψα έκπληκτος ότι ήταν μια νεαρότατη φοιτήτρια, κλεισμένη λόγω των συνθηκών στο πολύχρωμο διαμέρισμα της προσπαθώντας να απεικονίσει το σήμερα στο περιβάλλον του υπολογιστή της, εξασκώντας την τέχνη της.
Η ωριμότητα και η συγκρότησή της με ξάφνιασαν ευχάριστα και πήρα τη θέση ενός 22χρονου εαυτού που προσπαθεί να ερμηνεύσει το ανεξήγητο των ημερών και να συμφιλιωθεί με ένα νεανικό εαυτό, που τα τελευταία δέκα χρόνια προσπαθεί να βγάλει το κεφάλι από το νερό παρά τις δυσχέρειες και τα καταφέρνει σίγουρα πολύ καλύτερα από πολλούς μεγαλύτερους, που παρά την εμπειρία ζωής, σαστίζουν στο ακατανόητο της νέας απειλής.
Η Ιλιάννα που σίγουρα στο μέλλον θα έχει να διηγείται στα παιδιά της και περήφανα θα περιγράφει ότι την τρόμαξε, αλλά δεν την παρέλυσε. Την αποδιοργάνωσε, αλλά δεν την αποπροσανατόλισε. Η πυξίδα της παραμένει σε σταθερή πορεία και η αδυναμία της, της έδωσε τελικά δύναμη.
Με γέμισε αισιοδοξία ο τρόπος σκέψης της και κατέρριψε το στερεότυπο ενός ανυπάκουου νέου που αισθάνεται άτρωτος και δεν πειθαρχεί στο συλλογικό καλό.
Τέλος, η κυρία Νίκη σε ένα χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη, με τα σκυλιά της και την όρεξή της για ζωή. «Θέλω να βγάλει ήλιο για να βγω να παλέψω με τον κήπο μου» μου έλεγε συνεχώς. «Να βγω να σκαλίσω, να φυτέψω τα λαχανικά μου, να φωνάξω καλημέρα στο γείτονα, να ξορκίσω το φόβο και να νομίσω ότι όλα είναι κανονικά. Δεν με τρομάζει το σήμερα, το αύριο σκέφτομαι, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου και επειδή τα σκέφτομαι, μένω μέσα για να μπορώ αύριο να βγω και πάλι έξω. Κάνω υπομονή και ελπίζω ότι ο ήλιος θα κάψει και πάλι το πρόσωπό μου όπως πριν, οι μέρες θα ξαναγίνουν κανονικές και οι νύχτες θα μυρίσουν γιασεμί. Σε ευχαριστώ που με πήρες, είναι πολύ καλό αυτό που κάνετε, ευχαριστώ το γιο μου που με σκέφτεται από την ξενιτιά και εσείς κάνετε την σκέψη του πράξη. Για κάτι τέτοια αξίζει να ζούμε.»
Την άκουγα σαν να την ήξερα χρόνια, ένιωθα σαν να μιλούσα σε δικό μου άνθρωπο.
Μα τι λέω όμως; Όλοι δικοί μας άνθρωποι είναι.
Αδέρφια που δεν μεγαλώσαμε μαζί.
Μάνες που δεν μας γεννήσαν.
Φωνές που συναντήθηκαν τυχαία, κάποια στιγμή σε κάποιο μέρος, κουρασμένα πρόσωπα πίσω από ακουστικά τηλεφώνου, άγνωστα, αλλά ταυτόχρονα τόσο οικεία.
Θα το περάσουμε και αυτό ξανασκέφτηκα. Θα έρθουν κι άλλα καλοκαίρια, καλύτερα από αυτά που ζήσαμε. Σε λίγο καιρό θα αγκαλιαζόμαστε ξανά και σίγουρα θα γελάμε και πάλι με την ψυχή μας.
Θα το θυμόμαστε σαν κακό όνειρο. Ένα ακόμα κακό όνειρο.
– «Θέλω να σε συμπεριλάβω σε μια ομάδα για να τηλεφωνούμε σε ανθρώπους που το έχουν ανάγκη λόγω των ημερών, τι λες;» μου είπε ο Σταύρος όταν μου τηλεφώνησε.
– Το συζητάς; του είπα, εννοείται. Θα είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που θα έχω κάνει στη ζωή μου!