Αμαλία, η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας

Ελένη Λετώνη

Στο σημερινό επεισόδιο θα συμπληρώσουμε ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του παζλ της εποχής για την οποία συζητάμε. Θα μιλήσουμε για μια γυναίκα που είναι αρκετά οικεία και σαν όνομα και σαν φυσιογνωμία σε όλους μας – την Αμαλία.

Όταν ακούμε το όνομα «Αμαλία» ο νους μας νομίζω πηγαίνει αμέσως στην σύζυγο του Όθωνα, την πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας. Καλά, τα τελευταία χρόνια πηγαίνει και στην «Αμαλία» του «Παρά Πέντε», οκ.. Την original Αμαλία την συνδέουμε κυρίως με τον νυν Εθνικό και τέως Βασιλικό Κήπο, που αποτελεί ίσως το πιο γνωστό της δημιούργημα. Προς τιμήν της άλλωστε ο δρόμος που περνά μπροστά από τον Κήπο ονομάστηκε «Λεωφόρος Αμαλίας» – ενώ του καημένου του Όθωνα ουσιαστικά ένα στενό του δώσαμε – σε καλή θέση, δεν μπορώ να πω, πάνω στην πλατεία Συντάγματος, αλλά όσο να πεις σχεδόν 30 χρόνια βασίλεψε, θα μπορούσαμε να δώσουμε το όνομά του σε κανέναν πιο εντυπωσιακό δρόμο.

Τελοσπάντων, γενικά τα κριτήρια με τα οποία γίνεται η ονοματοδοσία των δρόμων πολύ θα ήθελα να τα μάθω κάποια στιγμή – και θα το ψάξω. Γιατί σε ορισμένες περιπτώσεις έχουν λογική, σε άλλες πάλι…ας μη σχολιάσω καλύτερα.

Λοιπόν, στο θέμα μας γιατί ξέφυγα πάλι. Σήμερα θα πιάσουμε το νήμα της ιστορίας της Αμαλίας πριν από την εποχή του Κήπου. Γιατί ελάχιστοι γνωρίζουμε πως όταν η Αμαλία ήρθε στην Ελλάδα έφτιαξε πρώτα έναν άλλον κήπο, που ουσιαστικά δεν υπάρχει πια. Ο κήπος αυτός βρισκόταν μπροστά από τα προσωρινά Ανάκτορα, στα οποία Αμαλία και Όθωνας έμεναν τα πρώτα έξι χρόνια του γάμου τους. Δυστυχώς, στη θέση εκείνου του κήπου υπάρχει πλέον μια γκρίζα πλατεία, με λίγα δέντρα, να θυμίζουν ίσως τί υπήρχε εκεί παλιά : πρόκειται για την πλατεία Κλαυθμώνος… Πάμε όμως να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Μιλήσαμε στο προηγούμενο επεισόδιο για την ενηλικίωση του Όθωνα και τις αλλαγές που αυτή συνεπαγόταν, με τη βασιλική εξουσία να περνά στα χέρια του νεαρού βασιλιά. Παράλληλα όμως προέκυψε και το ζήτημα του γάμου του. Ο
βασιλιάς, όντας πλέον ενήλικος, έπρεπε να αποκτήσει μια σύζυγο – και η Ελλάδα την πρώτη της βασίλισσα. Και βέβαια, έναν διάδοχο του θρόνου, που θα εδραίωνε τη δυναστεία των Βίττελσμπαχ.

Και μπορεί για τους κοινούς θνητούς το ζήτημα της επιλογής συζύγου να είναι προσωπικό θέμα, στην περίπτωση ενός βασιλιά όμως τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Τότε οι βασιλιάδες δεν ήταν διακοσμητικοί, όπως είναι τώρα στις χώρες που εξακολουθούν να είναι βασιλευόμενες δημοκρατίες. Τότε οι βασιλείς διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και, γενικότερα, ασκούσαν εξουσία. Οπότε, η επιλογή συζύγου για έναν μονάρχη σήμαινε δημιουργία συγγένειας εξ αγχιστείας με άλλες βασιλικές οικογένειες τηςΕυρώπης, άρα και συμμαχίες. Κατά συνέπεια, η απόφαση για γάμο αποκτούσε πολιτική βαρύτητα.

Και μπορεί, όπως είδαμε, οι Συνθήκες με τις οποίες ιδρύθηκε το ελληνικό κράτος να απαγόρευαν ο βασιλιάς της Ελλάδας να προέρχεται από κάποια από τις βασιλικές οικογένειες των τριών προστάτιδων δυνάμεων, δεν υπήρχε όμως κανένας απολύτως περιορισμός για την καταγωγή της συζύγου του.

Έτσι, Γάλλοι και Ρώσοι το καλοσκέφτονταν να προωθήσουν ως υποψήφιες νύφες μέλη των δικών τους βασιλικών οίκων. Μέσω μίας Γαλλίδας ή Ρωσίδας βασίλισσας της Ελλάδας, η αντίστοιχη χώρα – μοιραία – θα αύξανε την επιρροή της στα εσωτερικά δρώμενα της χώρας.

Ταυτόχρονα, είχαμε κι άλλο «προξενιό», το οποίο ετοιμαζόταν στο εσωτερικό της χώρας. Και ποιος ήταν ο ιθύνων νους; Έλα, πείτε: Ποιος φαντάζεστε ότι θα προωθούσε την κόρη του ως μέλλουσα βασίλισσα της Ελλάδας, εξασφαλίζοντας έτσι αυξημένη πολιτική ισχύ και για τον ίδιο; Ναι, ναι ο Άρμανσμπεργκ. Αυτός ο άνθρωπος (!!!) – τον έδιωχναν απ’ την πόρτα, προσπαθούσε να ξαναμπεί από το παράθυρο – τί να πεις…

Εν τω μεταξύ, από κάπου και πέρα άρχισε να συζητιέται και να σχολιάζεται ευρέως ότι ο Όθωνας έδειχνε μια πιο… ιδιαίτερη συμπάθεια στην κόρη του πρώην ισχυρού άνδρα της Αντιβασιλείας και νυν Αρχιγραμματέα της Επικρατείας.

Ήρθε όμως στην Ελλάδα ο πατέρας του Όθωνα και κοπήκανε αυτά. Όπως έχουμε καταλάβει, ο Λουδοβίκος δεν ήταν κανένα χαϊβάνι να τον πιάσουνε κορόιδο. Σιγά μην άφηνε τον Άρμανσμπεργκ να στήσει το έργο όπως ήθελε. Ό,τι είχε ξεκινήσει λοιπόν ανάμεσα στον Όθωνα και την κόρη Άρμανσμπεργκ διακόπηκε με συνοπτικές διαδικασίες, οριστικώς και αμετακλήτως, και ο Λουδοβίκος βάλθηκε να βρει εκείνος την κατάλληλη σύζυγο για τον γιο του. Και δε σκόπευε να επιλέξει από τους βασιλικούς οίκους των προστάτιδων δυνάμεων. Ήξερε καλά πως αν επέλεγε νύφη από τη μία χώρα, αμέσως θα δυσαρεστούσε τις άλλες δύο. Δεν είναι να μπλέκεις…

Οπότε ο Λουδοβίκος σκέφτηκε «παπούτσι από τον τόπο σου», και αποφάσισε να επιλέξει Γερμανίδα νύφη. Γερμανία ενωμένη δεν υπήρχε τότε, διάσπαρτα γερμανικά βασίλεια και δουκάτα υπήρχαν. Και η Βαυαρία άλλωστε ένα πρώην γερμανικό δουκάτο ήταν αρχικά, που μόλις επί Λουδοβίκου έγινε βασίλειο.

Αποφάσισε λοιπόν ο μπαμπάς του Όθωνα να επιλέξει για σύζυγο του γιού του Γερμανίδα πριγκίπισσα, διατηρώντας με αυτό τον τρόπο και τις ισορροπίες ανάμεσα στις Προστάτιδες Δυνάμεις.

Ο Λουδοβίκος λοιπόν επέλεξε μια νεαρή και πολύ χαριτωμένη κοπέλα, που άκουγε στο όνομα Αμαλία και ήταν η κόρη του μεγάλου δούκα του Ολδενβούργου. Ο Αύγουστος, ο πατέρας της Αμαλίας, αρχικά δεν ενθουσιάστηκε με την προοπτική να γίνει η κόρη του βασίλισσα της Ελλάδας. Ίσως επειδή η απόσταση που θα τους χώριζε θα ήταν αρκετά μεγάλη. Η Αμαλία είχε μείνει ορφανή από μητέρα σε πολύ μικρή ηλικία, με αποτέλεσμα πατέρας και κόρη να είναι πολύ δεμένοι.

Όταν όμως η Αμαλία έμαθε ότι επρόκειτο να παντρευτεί τον Όθωνα πέταξε από τη χαρά της. Δήλωσε στον πατέρα της ότι ήταν ήδη ερωτευμένη με τον νεαρό βασιλιά της Ελλάδας, δίχως να τον έχει δει ποτέ από κοντά, παρά μόνο από προσωπογραφίες του. Μία μάλιστα την είχε από καιρό στο δωμάτιό της. Έτσι, οι όποιες αντιρρήσεις του Αυγούστου, κάμφθηκαν.

Οι γάμοι του Όθωνα και της Αμαλίας τελέστηκαν τελικά στις 10 Νοεμβρίου (π.η.) 1836 στο παλάτι του Ολδενβούργου. Και όταν λέμε γάμοι – πληθυντικός αριθμός – κυριολεκτούμε. Δύο τελετές έγιναν. Μία σύμφωνα με το λουθηρανικό δόγμα, που ακολουθούσε η οικογένεια της νύφης, και μία σύμφωνα με το καθολικό, χάριν της οικογένειας του γαμπρού.

21 ο γαμπρός, 18 παρά ενός μηνός η νύφη.

Ωραία όλα αυτά αλλά υπήρχε και μία μικρή λεπτομέρεια… Η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε ιδέα για τον γάμο του βασιλιά. Είναι αυτό που λες «Bρε ποιόν ξεχάσαμε να ενημερώσουμε, ποιόν ξεχάσαμε να ενημερώσουμε; Α ναι καλέ – την κυβέρνηση…».

Είχε περάσει ενάμιση μήνας από τους γάμους Όθωνα και Αμαλίας όταν οι ελληνικές εφημερίδες «Αθηνά» και «Ελληνικός Ταχυδρόμος» δημοσίευσαν την είδηση. Και διαβάζοντας το πώς παρουσιαζόταν, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι δεν το πήραμε πολύ καλά που ούτε καν μπήκαν στον κόπο να μας ενημερώσουν εγκαίρως. Αφήστε που οι Έλληνες έτσι κι αλλιώς προτιμούσαν βασίλισσα ορθόδοξη – αφού από βασιλιά ατύχησαν σε αυτό το ζήτημα, σου λέει τουλάχιστον να αποκτήσουμε βασίλισσα ομόδοξη. Ήταν μάλιστα τόσο έντονη η δυσαρέσκεια στην Ελλάδα, που δεν φάνηκε να αμβλύνεται ούτε όταν εκδόθηκε επίσημη ανακοίνωση που διαβεβαίωνε πως τα αγόρια που θα προέκυπταν από τον γάμο – άρα θα αποτελούσαν διαδόχους του Όθωνα στο θρόνο – θα ακολουθούσαν το ορθόδοξο δόγμα, και μόνο τα κορίτσια θα ακολουθούσαν το καθολικό.

Όταν όμως έφτασε το ζευγάρι στον Πειραιά, στις 2 Φεβρουαρίου (π.η.) 1837, και την επόμενη μέρα στην Αθήνα, χαράς ευαγγέλια. Ενθουσιασμός στο πλήθος. Η νεαρή και όμορφη βασίλισσα καταγοήτευσε τους Έλληνες κι έτσι η προκατάληψη που είχαν μέχρι να τη δουν, εξαφανίστηκε.

Το βασιλικό ζεύγος, όπως έχουμε πει, δεν εγκαταστάθηκε στην οικία Κοντόσταυλου όπου έμενε έως τότε ο Όθωνας. Ε, μη στριμωχτούν – νιόπαντρα παιδιά.. Ο Όθωνας λοιπόν είχε φροντίσει να νοικιαστούν δύο επαύλεις, οι οποίες ήταν χτισμένες δίπλα-δίπλα. Η οικία Δεκόζη-Βούρου και η οικία Αφθονίδη. Αυτές βρίσκονταν στη λεγόμενη πλατεία Νομισματοκοπείου – η οποία σήμερα ονομάζεται πλατεία Κλαυθμώνος.

Αυτές τις δύο επαύλεις λοιπόν τις ένωσαν και έκαναν τις απαραίτητες παρεμβάσεις ώστε να γίνουν όσο το δυνατόν πιο κατάλληλες για να φιλοξενήσουν το βασιλικό ζεύγος μέχρι την ολοκλήρωση της κατασκευής των Ανακτόρων, που είχε ξεκινήσει την προηγούμενη χρονιά. Εκεί λοιπόν, Όθωνας και Αμαλία, έζησαν τα πρώτα έξι χρόνια του έγγαμου βίου τους – μέχρι τον Ιούλιο του 1843 δηλαδή, που μετακόμισαν στα ημιτελή ακόμα Ανάκτορα, το σημερινό κτίριο της Βουλής των Ελλήνων.

Τα πρώτα αυτά ανάκτορα, στην πλατεία Κλαυθμώνος, σώζονται μέχρι σήμερα και στεγάζουν το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών. Όποιος λοιπόν θέλει να μάθει περισσότερα για την ιστορία της Αθήνας μας, αλλά και να δει τα πάλαι ποτέ προσωρινά ανάκτορα όπου έμεναν Όθωνας και Αμαλία, δεν έχει παρά να το επισκεφθεί.

Εκεί λοιπόν, στον χώρο μπροστά από τα προσωρινά ανάκτορα, η Αμαλία φρόντισε να διαμορφωθεί χώρος πράσινου. Ήταν ουσιαστικά ο πρώτος – εντός εισαγωγικών – βασιλικός κήπος, και βρισκόταν εκεί όπου σήμερα υπάρχει η πλατεία Κλαυθμώνος. Πόσο διαφορετικό θα ήταν αυτό το σημείο της Αθήνας εάν αντί για την εντελώς αδιάφορη πλατεία που υπάρχει σήμερα, η οποία παίρνει ζωή ουσιαστικά μόνο σε κάθε προεκλογική περίοδο που στήνονται περίπτερα των κομμάτων, υπήρχε ένας χώρος πράσινου…Τελοσπάντων.

Η Αμαλία λοιπόν, η οποία λάτρευε τη φύση, ήταν απολύτως αναμενόμενο να έχει ως προτεραιότητα τη διαμόρφωση χώρων πράσινου στην Αθήνα. Ξεκίνησε από τον χώρο μπροστά από τα προσωρινά ανάκτορα διαμορφώνοντάς τον σε ανακτορικό κήπο και στη συνέχεια πρωτοστάτησε στη δημιουργία του βασιλικού κήπου – του σημερινού Εθνικού Κήπου – ως κήπου των μόνιμων Ανακτόρων.

Αλλά φρόντισε και για τη δημιουργία άλλων τριών κήπων. Ο πρώτος βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Συντάγματος και ονομαζόταν κήπος των Μουσών, ο δεύτερος ονομαζόταν κήπος του Λαού και βρισκόταν στη σημερινή πλατεία Κοτζιά και ο τρίτος ήταν στο Θησείο.

Το έργο όμως της Αμαλίας δεν περιορίστηκε στους κήπους – ήταν πολύπλευρο και πολυσχιδές. Όπως ήταν και η ίδια άλλωστε. Μια πολύ επιδραστική προσωπικότητα, η οποία επηρέασε ακόμα και σε ενδυματολογικό επίπεδο την Ελλάδα, καθιερώνοντας ως επίσημη στολή της Αυλής τη φορεσιά που φέρει το όνομα της. Αυτή που έγινε άλλωστε το εθνικό γυναικείο ένδυμα: η φορεσιά Αμαλία. Μέχρι σήμερα άλλωστε στις εθνικές γιορτές τα αγοράκια ντύνονται τσολιάδες και τα κοριτσάκια «Αμαλίες». Ένα άλλο πασίγνωστο έργο τη Αμαλίας είναι ο Πύργος Βασιλίσσης, στο Ίλιον. Η Αμαλία, σε κάποια βόλτα που έκανε με το άλογό της, ερωτεύτηκε το μέρος και αποφάσισε να αγοράσει εκεί μία μεγάλη έκταση και να φτιάξει ένα κτήμα και μια εξοχική έπαυλη.

Το κτήμα προέκυψε από την επιθυμία τα βασίλισσας να δημιουργήσει μια πρότυπη αγροτική εγκατάσταση, όπου θα δοκιμάζονταν νέες και καινοτόμες παραγωγικές μέθοδοι, βοηθώντας στον εκσυγχρονισμό της ελληνικής γεωπονίας. Έτσι προέκυψε η δημιουργία Κέντρου γεωργίας και κτηνοτροφίας.

Μικρή παρένθεση: ξέρουμε όλοι ότι Όθωνας και Αμαλία είχαν ενστερνιστεί τη Μεγάλη Ιδέα. Μάλλον… δεν την είχαν απλά ενστερνιστεί – είχαν φτάσει σε σημείο, θα μπορούσε να πει κανείς, να τους έχει γίνει κάτι σαν έμμονη ιδέα, γεγονός που κατέληγε κάποιες φορές σε πρωτοβουλίες που σήμερα μπορεί να μοιάζουν εντελώς γραφικές.

Παράδειγμα: Στο κτήμα υπάρχουν έξι φυσικοί λοφίσκοι. Η Αμαλία λοιπόν έδωσε εντολή να κατασκευαστεί κι ένας ακόμη τεχνητός λοφίσκος, οπότε στο σύνολο έγιναν επτά, και τους ονομάτισε, δίνοντάς τους ονόματα Αργοναυτών: Ιάσωνας, Κάστωρας, Πολυδεύκης, Θησέας, Ηρακλής Πηλέας και Ορφέας. Το κτήμα δε το ονόμασε «Επτάλοφο», όπως ονομαζόταν και η Κωνσταντινούπολη…

Ο πύργος είναι χαρακτηριστικό δείγμα γοτθικού ρυθμού και χτίστηκε στα πρότυπα του κάστρου του Χόενσβανγκάου στη Βαυαρία, όπου γεννήθηκε και έζησε πολλά χρόνια ως παιδί ο Όθωνας . Η κατασκευή του πύργου, που αποτελεί μοναδικό μνημείο νεογοτθικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, διήρκησε μόλις 3 χρόνια και εγκαινιάστηκε το καλοκαίρι του 1854. Η Αμαλία μάλιστα φρόντισε τα εγκαίνια να πραγματοποιηθούν την ημέρα των γενεθλίων του πεθερού της, Λουδοβίκου Ά, σε ένδειξη σεβασμού – καλά, λογικά το έκανε και για να του φτιάξει λιγάκι το κέφι, γιατί ο Λουδοβίκος είχε αναγκαστεί, 6 χρόνια νωρίτερα, να παραιτηθεί από το θρόνο της Βαυαρίας, εξαιτίας ενός σκανδάλου – τα ‘φτιάξε με μια χορεύτρια και ηθοποιό ονόματι Λόλα Μοντέζ. Anyway…

Η Αμαλία συνεισέφερε σημαντικά ποσά στην ανέγερση του νοσοκομείου «Ελπίς», του πρώτου πολιτικού νοσοκομείου που λειτούργησε στην Ελλάδα, καθώς και του Οφθαλμιατρείου Αθηνών, που βρίσκεται επί των οδών Πανεπιστημίου και Σίνα.

Ένα άλλο έργο που επιβιώνει μέχρι σήμερα και έχει τη σφραγίδα της Αμαλίας είναι το Αμαλίειο Οικοτροφείο Θηλέων, στην ίδρυση του οποίο πρωτοστάτησε η βασίλισσα. Στις 8 Ιουνίου 1855 με βασιλικό διάταγμα που υπέγραφαν ο Όθωνας και ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ως Υπουργός Εσωτερικών, ιδρύθηκε φιλανθρωπική εταιρεία με την επωνυμία «Αμαλίειον Ορφανοτροφείον Κορασίων». Η ανάγκη για την ίδρυση του φορέα αυτού προέκυψε εξαιτίας του Κριμαϊκού Πολέμου και της επιδημίας χολέρας που είχε εκδηλωθεί ένα χρόνο νωρίτερα, κατά τη διάρκεια της αγγλογαλλικής κατοχής, και έπληξε κυρίως την
Αθήνα αλλά και την υπόλοιπη χώρα.

Τέλος, η Αμαλία πρωταγωνίστησε στην ίδρυση ασφαλιστικού φορέα για τους Έλληνες ναυτικούς. Πρόκειται για το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο – το γνωστό σε όλους μας ΝΑΤ – το οποίο ιδρύθηκε το 1861 και αποτελεί τον αρχαιότερο ασφαλιστικό φορέα στην Ελλάδα και τον δεύτερο αρχαιότερο στον κόσμο. Εδώ μιλάμε πραγματικά για μια ριζοσπαστική πρωτοβουλία.

Όθωνας και Αμαλία ήταν ένα ζευγάρι που αγαπιόταν πραγματικά και που μοιραζόταν κάποια κοινά στοιχεία. Ήταν και οι δύο πολύ πιστοί (η Αμαλία στο Λουθηρανικό δόγμα, ο Όθωνας στον Καθολικισμό), έτρεφαν μεγάλη αδυναμία στους πατέρες τους και αγαπούσαν με πάθος την Ελλάδα και τους Έλληνες. Αν όμως κανείς εξαιρέσει αυτά, Όθωνας και Αμαλία ήταν σαν τη μέρα με τη νύχτα. Εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες, σε βαθμό που ενδεχομένως να γίνονταν και συμπληρωματικοί.

Ο Όθωνας ήταν λεπτολόγος, αναποφάσιστος, αναβλητικός και, μεταξύ μας, δεν τον έλεγες ιδιαίτερα έξυπνο. Όσο για ηγετικά χαρίσματα, ούτε λόγος. Ταυτόχρονα όμως ο βασιλιάς ήταν πολύ εργατικός, μεθοδικός και ευσυνείδητος. Η Αμαλία από την άλλη ήταν γεννημένη για να ηγείται. Πανέξυπνη, αποφασιστική, και με γρήγορη αντίληψη. Παράλληλα όμως πολλές φορές η βιασύνη της την οδηγούσε σε επιπόλαιες κινήσεις και αποφάσεις, ενώ δεν έλειπαν και οι φορές που μελετούσε κάποια θέματα μόνο επιφανειακά. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που λεγόταν συχνά εκείνη την εποχή για να περιγράψει τη δυναμική του ζευγαριού: «Ο Όθωνας διαβάζει χωρίς να υπογράφει ενώ η Αμαλία υπογράφει δίχως να διαβάζει».

Όπως είδαμε λοιπόν η νεαρή βασίλισσα είχε αρκετά ενεργή παρουσία και κοινωνικό έργο – και όχι μόνο. Από την Επανάσταση της 3 ης Σεπτεμβρίου 1843 κι έπειτα η Αμαλία άρχισε να παίζει όλο και πιο ενεργό ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας. Εκείνη ήταν άλλωστε που απέτρεψε τον Όθωνα από το να εγκαταλείψει τότε την Ελλάδα, άρα και τον θρόνο.

Από εκεί κι έπειτα άρχισε μάλιστα να συμμετείχε και στα υπουργικά συμβούλια – με τη δικαιολογία ότι ο Όθωνας ήταν βαρήκοος, οπότε εκείνη ήταν υποτίθεται απαραίτητη ώστε να του μεταφέρει όσα λέγονται. Ο βασιλιάς από τη μεριά του, που είχε αδυναμία στη γυναίκα του και εκτιμούσε τη γνώμη της, τη συμβουλευόταν σε ζητήματα διακυβέρνησης. Και η Αμαλία, ενώ αρχικά δήλωνε ότι δεν γνώριζε το θέμα και δεν μπορούσε να έχει άποψη, μετά από λίγο όχι απλά εξέφραζε την άποψή της αλλά την παρουσίαζε και ως τη μόνη σωστή. Και ο Όθωνας συνήθως την ακολουθούσε.

Επίσης, να σημειωθεί πώς όταν ο Όθωνας έλειπε στο εξωτερικό – πράγμα που συνέβαινε αρκετά συχνά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα – άφηνε στο πόδι του την Αμαλία, η οποία εκτελούσε χρέη Αντιβασιλέα. Εξού και αν δει κανείς φύλλα της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως της εποχής θα διαπιστώσει ότι σε πολλά υπογράφει η Αμαλία και όχι ο Όθωνας.

Και μπορεί η Αμαλία, όπως είδαμε, να έγινε αμέσως συμπαθής στους Έλληνες, χάρη στην έμφυτη εξωστρέφεια του χαρακτήρα της, ωστόσο το γεγονός ότι πολλές φορές φαινόταν να υποσκελίζει τον βασιλιά, ούσα πιο δυναμική από εκείνον, καταλαβαίνουμε πόσο αρνητική εντύπωση έκανε στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της εποχής. Πού ακούστηκε άντρας που να τον «καπελώνει» η γυναίκα του;! Και μάλιστα βασιλιάς!

Αν σε αυτό προσθέσουμε και την ατεκνία του ζευγαριού, τα κακεντρεχή σχόλια και κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν, επιδεινώνοντας την εικόνας του ζευγαριού. Το γεγονός άλλωστε ότι Αμαλία και Όθωνας δεν κατάφεραν να αποκτήσουν διάδοχο αποτέλεσε έναν από τους λόγους που οδήγησαν στην έξωσή του, τον Οκτώβριο του 1862. Αλλά πριν πάμε εκεί, πρέπει πρώτα να δούμε τη σχέση του Όθωνα με τη Μεγάλη Ιδέα και τι συνέβη όταν θεώρησε ότι προέκυψε μια «χρυσή» ευκαιρία για πραγμάτωσή της.

Εγγραφή στο Newsletter