Το τριήμερο του προκάτ πατριωτισμού μας

Γιάννη Κωνσταντινίδης

Ημέρα Πέμπτη προ του τριημέρου. Η πτήση για την Θεσσαλονίκη καθυστέρησε πάνω από δύο ώρες να αναχωρήσει. Ο εναέριος χώρος πάνω από την πόλη είχε κλείσει ώστε να γίνουν οι δοκιμαστικές των μαχητικών για την ημέρα της παρέλασης. Ημέρα Παρασκευή προ του τριημέρου. Η διάλεξη στις αίθουσες του Πανεπιστημίου -το οποίο βρίσκεται απέναντι από τις Στρατιωτικές Σχολές- δεν ήταν δυνατόν να ακουστεί υπό τους ήχους των εμβατηρίων για τις δοκιμαστικές των αξιωματικών.

Ημέρα Σάββατο, το τριήμερο είχε ξεκινήσει. Οι δρόμοι της πόλης ήταν αδιάβατοι από αυτοκίνητα που αναζητούσαν χώρο στάθμευσης στο απέραντο ουζερί της πόλης και τα πεζοδρόμια ήταν αδιάβατα από τους χιλιάδες μαθητές που σκοτώνουν ήδη από την Πέμπτη τον χρόνο τους περιμένοντας να παρελάσουν. Ξημερώματα Κυριακής προς Δευτέρα, το τριήμερο κορυφώνεται.

Όσοι μένουν σε κάποια από τις κεντρικές οδούς ξυπνούν από τον ήχο των ερπυστριών που διασχίζουν την πόλη για να λάβουν θέση στην παραλιακή. Χρειάζεσαι μερικά λεπτά για να καθησυχάσεις τον εαυτό σου ότι δεν βγήκαν στους δρόμους τα τεθωρακισμένα, σαν «τότε». Το τριήμερο της Θεσσαλονίκης. Η ετήσια προκάτ εκδοχή του πατριωτισμού μας. Η συνήθεια που ισοπεδώνει τον ορθολογισμό, τον σχεδιασμό, αλλά και την κριτική μελέτη της ιστορίας μας.

Τα εορταστικά τριήμερα της Θεσσαλονίκης όχι απλώς νεκρώνουν την οποιαδήποτε μη ενταγμένη στους εορτασμούς δραστηριότητες και μάλιστα με τρόπο που παραπέμπει σε ανώριμες δημοκρατίες. Αλλά επιπλέον μας εγκλωβίζουν στη γυάλινη σφαίρα της αναπαραγόμενης ιδιαιτερότητάς μας. Οι μισές αλήθειες μάς αρκούν γιατί συντηρούν την εθνική αυτό-εικόνα μας ως του γενναίου θύματος, ίσως μάλιστα του μοναδικού θύματος της παγκόσμιας ιστορίας. Οι ολόκληρες, από την άλλη, αλήθειες θα έθιγαν την εικόνα του ενωμένου και αλάνθαστου έθνους που αποτελεί τη μόνιμη επωδό όλων των κλισέ μηνυμάτων πολιτικών ανδρών και γυναικών για την αξία της επετείου. Σε κανένα σχολείο και σε κανένα μικρόφωνο δεν ακούγεται λέξη για τον πόνο των ανθρώπων που χάνουν μέλος της οικογένειάς τους -ακόμα και αν είναι για την πατρίδα, ούτε για τον δοσιλογισμό ή τη δράση της μεταξικής νεολαίας, ούτε για την εξόντωση των 45.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης.

Ποτέ δεν ακούγεται καμία λέξη ή σκέψη για την τραγικότητα της φυγής ενός άνδρα στο πολεμικό μέτωπο, για την παραφροσύνη -αλλά και την πειθώ- του ολοκληρωτισμού, για το πανανθρώπινο πένθος του Ολοκαυτώματος. Ωσάν ο πόλεμος να είναι χαρά. Ωσάν οι φρικαλεότητες των στρατοπέδων συγκέντρωσης να μην είχαν ιδεολογική έμπνευση.

Ωσάν να μην υπήρχαν άλλοι νεκροί πέρα από τους Έλληνες Χριστιανούς. Κάθε εορτασμός της 28ης Οκτωβρίου που περνά είναι μια ακόμα χαμένη ευκαιρία πολιτικής συνειδητοποίησής μας. Γενιές και γενιές πολιτών αυτής της χώρας χάνουν την ευκαιρία να μισήσουν τον πόλεμο, να μισήσουν τον ναζισμό, αλλά και κάθε άλλη ιδεολογική ακρότητα, να μισήσουν τον αντί-σημιτισμό. Αυτή θα ήταν η ουσιαστική αξία της ημέρας. Όμως δε χάνουμε απλώς μια ευκαιρία. Βυθισμένοι στους στίχους του εθνικού ύμνου μας και εντυπωσιασμένοι από την πυγμή των στρατιωτικών δυνάμενων που παρελαύνουν, χάνουμε τελικά και την ίδια την αλήθεια.

Οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν στον πόλεμο με χαμόγελο. Ο ναζισμός δεν είναι μια οποιαδήποτε ιδεολογία. Οι Εβραίοι δεν έφταιγαν για τον τρόπο που πέθαναν. Τελικά όχι απλώς συζητούμε τις μισές αλήθειες, αλλά εθίζουμε τους εαυτούς μας στα μεγάλα ψέματα για την «κανονικότητα». Του πολέμου. Του ολοκληρωτισμού. Της ανισότητας των εθνών.

Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας

SHARE:

Εγγραφή στο Newsletter