Γιάννης Κωνσταντινίδης
Παραμονές προεδρικών εκλογών με δύο μόνο υποψηφίους. Πόσο δύσκολο να είναι να προβλέψεις άραγε δύο μόνο ποσοστά, ακόμα και αν αντικειμενικά η κατανομή των προτιμήσεων των εκλογέων είναι εξαιρετικά συμμετρική; Μήπως οι δημοσκόποι είναι κομπογιαννίτες ή έστω φιγουρατζήδες που αρέσκονται να δημιουργούν θόρυβο γύρω από τις εκτιμήσεις τους για ένα αμφίβολο αποτέλεσμα; Η αλήθεια είναι ότι λόγω του εκλογικού συστήματος που εφαρμόζεται στις ΗΠΑ, η πρόβλεψη για τον νικητή ακόμα και όταν οι υποψήφιοι είναι δύο δεν έχει απλώς 50% πιθανότητα να είναι σωστή (και ας διαβάζεις απλώς τη γυάλινη σφαίρα χωρίς να έχεις κάνει δειγματοληψία), αλλά περιορίζεται πιο χαμηλά από το 10%, καθώς ο δημοσκόπος θα πρέπει να προβλέψει σωστά τον νικητή σε κάθε μία από τρεις έως και επτά από τις «κρίσιμες πολιτείες».
Ο Αμερικάνος δημοσκόπος λοιπόν δεν έχει την τύχη με το μέρος του. Το διάβασμα της γυάλινης σφαίρας δεν του δίνει ούτε καν 10% πιθανότητα επιτυχίας. Πόσο εύκολο όμως είναι να βελτιώσει τις εκτιμήσεις τους όταν αφήσει τη σφαίρα και πάρει το χαρτί, το μολύβι και τον υπολογιστή του;
Οι σύγχρονες δημοσκοπήσεις -από τη στιγμή που έχουν εξασφαλίσει την αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος βεβαίως- στηρίζονται σε δύο παραδοχές. Πρώτον, ότι ο ερωτώμενος δεν διστάζει να δώσει την ειλικρινή του απάντηση στο ερώτημα της πρόθεσης ψήφου. Η παραδοχή αυτή έχει αποδειχθεί συχνά αβάσιμη, καθώς ψηφοφόροι κομμάτων της Άκρας Δεξιάς ή υποψηφίων που αποκλίνουν από τις παραδοσιακές νόρμες συμπεριφοράς αποκρύβουν την πραγματική πρόθεση ψήφου τους, με την προφανή συνέπεια της υπό-εκτίμησης του ποσοστού που τελικά λαμβάνει στην κάλπη ένα τέτοιο κόμμα ή ένας τέτοιος υποψήφιος. Η αστοχία των δημοσκόπων για το ποσοστό του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2016 και του 2020 αποδίδεται σε αυτήν ακριβώς την τάση απόκρυψης ψήφου. Ωστόσο, καθώς τα χρόνια περνούσαν και οι οπαδοί του πρώην προέδρου ένιωθαν όλο και πιο ασφαλείς στη δημόσια διατύπωση της προτίμησης τους, το φαινόμενο εκμηδενίστηκε. Σήμερα ο Αμερικανός δημοσκόπος είναι σε θέση να εντοπίσει με την κλασική ερώτηση πρόθεσης ψήφου τον πραγματικό αριθμό εκείνων που αύριο θα ψηφίσουν τον Τραμπ.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη παραδοχή πίσω από τις σύγχρονες δημοσκοπήσεις, η αστάθεια της οποίας δυσχεραίνει σημαντικά το έργο του Αμερικανού δημοσκόπου. Προκειμένου να βεβαιωθούν για την αντιπροσωπευτικότητα των εκλογικών επιλογών του παρελθόντος στο δείγμα τους, οι έρευνες ζητούν από τους ερωτώμενους να δηλώσουν την ψήφο τους στις προηγούμενες εκλογές και στη συνέχεια σταθμίζουν την πρόθεση ψήφου που έχουν καταγράψει βάσει της δήλωσης των ίδιων των ερωτώμενων για την προηγούμενη ψήφο τους. Αν λοιπόν η προηγούμενη ψήφος δεν έχει καταγραφεί σωστά (είτε γιατί ο ερωτώμενος δεν θυμάται σωστά, είτε γιατί έχει μετανιώσει για την επιλογή του και την αποκρύβει) ή ακόμα αν η προηγούμενη ψήφος δεν έχει καταγραφεί καθόλου (γιατί απλώς ο ερωτώμενος δεν είχε ψηφίσει την προηγούμενη φορά), υπάρχει σοβαρή πιθανότητα η τεχνική της στάθμισης να «χαλάσει» μια σωστή κατανομή πρόθεσης ψήφου. Το φαινόμενο αυτό παρατηρήθηκε στις δημοσκοπήσεις για το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015, όταν το σύνολο των εταιρειών μέτρησης κοινής γνώμης -με εξαίρεση την εταιρεία Prorata- στάθμισαν την πρόθεση ψήφου που κατέγραφαν βάσει της ψευδούς προηγούμενης ψήφου (παρατηρήθηκε σε όλο εκείνο το πρώτο εξάμηνο του ‘15 σημαντικής έκτασης απόκρυψη της προηγούμενης ψήφου για τη ΝΔ) με αποτέλεσμα να προβλέπουν οριακή επικράτηση του ΝΑΙ, παρότι πριν από τη στάθμιση ανίχνευαν την άνετη επικράτηση του ΟΧΙ. Γιατί όμως σήμερα υπάρχει σημαντικός κίνδυνος λανθασμένης χρήσης της στάθμισης από τον Αμερικανό δημοσκόπο;
Η απάντηση βρίσκεται στους μετριοπαθείς ψηφοφόρους των Ρεπουμπλικάνων που απομακρύνονται σε κάθε εκλογική αναμέτρηση και περισσότερο από την υποψηφιότητα Τραμπ, μέρος των οποίων δηλώνουν σήμερα ανοιχτά πρόθεση ψήφου για την Κάμαλα Χάρις. Ακολουθώντας τη συμβουλή του παλαιού πρώην Αντιπροέδρου των Ρεπουμπλικάνων Ντικ Τσένει, αλλά και οργανωμένων εκλογικών επιτροπών υποστηρικτών της φετινής αντιπάλου για το χρίσμα τ ων Ρεπουμπλικάνων Νίκι Χέιλι, ένα ποσοστό της τάξης του 5%-10% των Ρεπουμπλικάνων εκτιμάται ότι θα ψηφίσει την Χάρις. Πρόκειται για ψηφοφόρους που είχαν επιλέξει να απέχουν στις εκλογές του 2020 και για τον λόγο αυτό, όταν φτάνει η ώρα της στάθμισης από τον Αμερικανό δημοσκόπο, εξαιρούνται από το δείγμα ελλείψει του στοιχείου της προηγούμενης ψήφου τους. Με δεδομένο ότι οι ψηφοφόροι αυτοί δείχνουν πρόθυμοι να φτάσουν φέτος στην κάλπη και να στηρίζουν την υποψήφια των Δημοκρατικών, μοιάζει πιθανό ότι οι φετινές δημοσκοπήσεις κινδυνεύουν να υποεκτιμήσουν και το ποσοστό της Χάρις.
Τελικά ο δημοσκόπος, Αμερικανός ή άλλος, δεν είναι χαρτορίχτρα. Μοιάζει περισσότερο με τον γιατρό που συγκεντρώνει στοιχεία, κάνει εκτιμήσεις, αλλά δεν είναι ποτέ σίγουρος για την έκβαση της πορείας του ασθενούς. Ας τον κρίνουμε λοιπόν για την τρόπο που αξιοποίησε τα στοιχεία που είχε και όχι για τα ίδια τα στοιχεία που συνέλεξε.
Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας