Κόμματα ατάκτως ερριμμένα

Ευτύχης Βαρδουλάκης - Καθημερινή

Στις πρώτες εκλογές του 2023, στις 21 Μαΐου, την είσοδό τους στη Βουλή εξασφάλισαν μόλις πέντε κόμματα (Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, Ελληνική Λύση). Η απλή αναλογική και η αυξημένη πιθανότητα να ακολουθήσουν νέες εκλογές επέτρεψαν σε κάποια μικρότερα ή και εντελώς άγνωστα έως τότε κόμματα να αποκτήσουν μεγαλύτερη πολιτική ορατότητα.

Στις εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023, με προεξοφλημένη τη νίκη της Ν.Δ., τα πέντε κοινοβουλευτικά κόμματα έγιναν οκτώ, καθώς προστέθηκαν οι Σπαρτιάτες, η Νίκη και η Πλεύση Ελευθερίας. Μετά την εκλογή Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ προέκυψε η ομάδα της Νέας Αριστεράς, οπότε φτάσαμε τις εννέα κοινοβουλευτικές ομάδες, ενώ αν καταφέρει να σχηματίσει Κ.Ο. το κόμμα του κ. Κασσελάκη, θα φτάσουμε τα δέκα. Αν σε αυτά προσθέσουμε και τη Φωνή Λογικής που έχει ήδη εκλέξει ευρωβουλευτή και δημοσκοπικά καταγράφεται σταθερά πλέον πάνω από το όριο του 3%, έχουμε πάνω από δέκα κόμματα να διεκδικούν ρόλο στα πολιτικά μας πράγματα. Πρόκειται σαφώς για το πιο πολυδιασπασμένο εκλογικό τοπίο της Μεταπολίτευσης.

Ανάλογος πολιτικός κατακερματισμός είχε παρουσιαστεί στις εκλογές του 2012. Μόνο που τότε τις πολιτικές εξελίξεις και διεργασίες επικαθόριζε η οικονομική κρίση, η οποία κλόνισε συθέμελα την ελληνική κοινωνία και ανέτρεψε όχι μόνον τις βεβαιότητες δεκαετιών, αλλά και το πολιτικό οικοδόμημα της εποχής.

Τα σημερινά σχήματα δύσκολα μπορεί να ειπωθεί ότι είναι απότοκα κοινωνικών διεργασιών. Η δημιουργία τους υποκινείται από ένα κράμα ατομικών φιλοδοξιών («γιατί αυτός και όχι εγώ;»), εσωκομματικών πολιτικών διεργασιών και συγκυρίας, ενώ ευνοείται ασφαλώς και από την αποδυνάμωση των μεγαλύτερων πολιτικών πόλων.

Η εκλογή Κασσέλακη, π.χ., ήταν προϊόν της κρίσης ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές του ’23. Η αδυναμία του ιδίου να προσδώσει κάποια δυναμική στον ΣΥΡΙΖΑ υπονόμευσε την ηγετική του εδραίωση. Οι διεργασίες που ακολούθησαν ωστόσο και προκάλεσαν δύο διασπάσεις δεν είχαν μόνο πολιτικό υπόβαθρο, κυρίως έπαιξαν ρόλο οι προσωπικές σχέσεις, οι αμοιβαίες αντιπάθειες και οι ατομικές στρατηγικές.

Στην άλλη μεριά του πολιτικού φάσματος, αν η κ. Λατινοπούλου δεν είχε αποπεμφθεί από τη Ν.Δ. (με αφορμή κάποιες αναρτήσεις της για τα γυναικεία πρότυπα ομορφιάς…), πιθανότατα θα παρέμενε ένα στέλεχός της που θα εξέφραζε το πιο συντηρητικό τμήμα της. Ενώ αν η Ν.Δ. είχε θωρακίσει λίγο περισσότερο τα «δεξιά» της και αν είχε προσέξει λίγο περισσότερο το ευρωψηφοδέλτιό της, ίσως είχε εμποδίσει την είσοδό της στην Ευρωβουλή (με ποσοστό 3,04%!) και την ανάδειξή της σε πολιτικό παράγοντα – με προοπτική, μάλιστα, να έχει καθοριστικό ρόλο μελλοντικά.

Οι πολιτικές και προγραμματικές διαφωνίες μεταξύ Ελληνικής Λύσης και Νίκης είναι δύσκολα διακριτές. Μεταξύ Νέας Αριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ (ειδικά μετά την απομάκρυνση Κασσελάκη) το ίδιο. Το κοινό του ΜέΡΑ25 μπορεί να μην ταυτίζεται, αλλά σχετίζεται με αυτό της Πλεύσης Ελευθερίας, εξ ου και η άνοδος του ενός στάθηκε μοιραία για το άλλο.

Το πιθανότερο, βεβαίως, είναι ότι κάποια από τα κόμματα αυτά δεν θα επιβιώσουν εκλογικά, καθώς η μεταξύ τους ανταγωνιστική σχέση θυμίζει «φιδάκια» που το ένα τρώει την ουρά του άλλου. Κάποια ίσως επιβιώσουν οριακά, άλλα θα εξαϋλωθούν και κάποια ίσως ενσωματωθούν νωρίτερα σε συνασπισμούς κομμάτων.

Το πολιτικό σκηνικό, πάντως, αρχίζει να θυμίζει τον ήπιο δικομματισμό της περιόδου της κρίσης, με κατακερματισμένες δυνάμεις και αποδυναμωμένους βασικούς πυλώνες, κάτι που ανοίγει ξανά ζήτημα πιθανών κυβερνήσεων συνεργασίας.

Η Ν.Δ. δύσκολα μπορεί να πείσει ότι ύστερα από αρκετά χρόνια διακυβέρνησης και με προφανή επιδείνωση σε μια σειρά από ποιοτικούς δείκτες αξιολόγησης μπορεί να προσεγγίσει ξανά ποσοστά άνω του 37%-38% που απαιτούνται για να έχει εκ νέου αυτοδυναμία. Κάτι που μοιάζει ακόμη δυσκολότερο για το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ξεκινάει από πολύ χαμηλότερο σημείο αφετηρίας.

Οι κυβερνήσεις συνεργασίας μοιάζουν σήμερα πολύ πιθανό μετεκλογικό ενδεχόμενο. Οσο η εκτίμηση αυτή εδραιώνεται, τα δύο παραδοσιακά κόμματα, που φαίνεται να αναδεικνύονται σε πυλώνες ενός νέου, υπό διαμόρφωση, εκλογικού τοπίου, θα πρέπει να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους.

Για τη Ν.Δ. μια πιθανή προοπτική συνεργασίας με κόμματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς ίσως θέσει σε κίνδυνο όλη τη στρατηγική επικράτησης στον «κεντρώο» χώρο, που εδώ και αρκετά χρόνια με συνέπεια ακολουθεί η ηγεσία της. Ενώ πιθανόν να δημιουργήσει και ευρύτερα πολιτικά ζητήματα σε σχέση με διαχρονικές επιλογές του κόμματος, κυρίως σε ζητήματα προσανατολισμού της χώρας.

Για το ΠΑΣΟΚ, αντίστοιχα, η ώσμωση με κόμματα που βρίσκονται στα αριστερά του επίσης ενέχει κινδύνους, καθώς η φθορά που τα χαρακτηρίζει μπορεί να ξυπνήσει αρνητικά αντανακλαστικά και να προκαλέσει αντισυσπειρώσεις που εκλογικά θα πλήξουν και εκείνο.

Πιέσεις, βεβαίως, και μάλιστα μεγάλες, θα ασκηθούν και στα μικρότερα κόμματα. Πλησιάζοντας στις επόμενες εκλογές θα πρέπει όλα να απαντήσουν στο καθοριστικό ερώτημα τι θα κάνουν την επόμενη μέρα. Με ποιον θα συνεργαστούν και υπό ποιες προϋποθέσεις.

Από την απάντηση που θα δώσουν θα προσδιοριστεί ο πολιτικός τους ρόλος. Αν θα αποκτήσουν κυβερνητική βαρύτητα ή αν θα παραμείνουν ευκαιριακά σχήματα διαμαρτυρίας. Αν θα γίνουν μέρος ενός νέου πολιτικού οικοδομήματος ή αν θα παραμείνουν «πλίνθοι και κέραμοι ατάκτως ερριμμένοι».

Σε μια χώρα χωρίς πολιτική παράδοση συνεργασιών, το εγχείρημα μοιάζει δύσκολο για τα περισσότερα κόμματα. Κυρίως, όμως, κρύβει κινδύνους για τη χώρα, η οποία δεν έχει την πολυτέλεια να μπει σε ένα νέο κύκλο πολιτικής αστάθειας, με όσα αυτό συνεπάγεται για την οικονομία και την ισχύ της.

SHARE:

Εγγραφή στο Newsletter