Το κεφάλι του ψαριού

Παύλος Τσίμας - KReport

Στην Γερμανία, που ψηφίζει σε δύο εβδομάδες, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις βρίσκουν τους Χριστιανοδημοκράτες σε κάμψη, στο 28% από 32-33% που έμοιαζε μέχρι πρόσφατα να εξασφαλίζουν. Οι ακροδεξιοί του AfD τους πλησιάζουν, στο 22%, με καθαρή διαφορά από Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινους που βρίσκονται στο 13-15%. Κάτι τρέχει με την Γερμανία; Κάτι τρέχει, μάλλον, με την Ευρώπη συνολικά. Κάτι τρέχει με την Δημοκρατία, ίσως.

Στην Αυστρία, όπου συνεχίζονται οι δύσκολες διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης, το ακροδεξιό Κόμμα Ελευθερίας μετριέται στις δημοσκοπήσεις στο 35%, επτά μονάδες πάνω από το πρόσφατο εκλογικό του σκορ. Στην Γαλλία, η υποστήριξη στην προεδρική υποψηφιότητα της Μαρίν Λεπέν φθάνει το 38%, ποσοστό διπλάσιο από οποιονδήποτε άλλο πιθανό υποψήφιο. Στην Ολλανδία το κάποτε «καταραμένο» κόμμα του Βίλντερς, που μετέχει τώρα στην κυβέρνηση της χώρας, προηγείται με 38%, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο του μεγαλύτερου κόμματος της αντιπολίτευσης. Και στην Βρετανία, οι κλόουν του αντί-ευρωπαϊκού και ξενόφοβου Reform μετρήθηκαν στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις στο 25%, στην πρώτη θέση μαζί με τους Εργατικούς, τρεις μονάδες πάνω από τους Συντηρητικούς. Αλλά κι εδώ, στα μέρη μας, οι διάφορες παραλλαγές της εθνικιστικής, αντί-μεταναστευτικής, αντί-συστημικής τάχα ακροδεξιάς αθροίζουν σταθερά στις δημοσκοπήσεις πάνω από 20%.

Φαίνεται πως στις πρώτες ημέρες του 2025 επιβεβαιώνεται και ενισχύεται μια τάση που κυριάρχησε το 2024. Ήταν χρονιά εκλογών. Σε 70 χώρες στήθηκαν κάλπες για δύο δισεκατομμύρια ψηφοφόρους και το αποτέλεσμά τους ήταν, κατά κανόνα, μια ισχυρή ενίσχυση των πιο εχθρικών προς την φιλελεύθερη δημοκρατία δυνάμεων. Ριζοσπαστικά κόμματα, που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό μια ξενοφοβική εκδοχή εθνικισμού και μια ροπή, αλλού πιο ανοιχτή, αλλού πιο συγκρατημένη, προς τις αυταρχικότερες μορφές διακυβέρνησης, «νόμου και τάξης», ήταν οι κερδισμένοι της χρονιάς. Η ακροδεξιά συμμετέχει τώρα, για πρώτη φορά στην μεταπολεμική ιστορία, στην κυβερνητική πλειοψηφία οκτώ ευρωπαϊκών χωρών. Με αποκορύφωμα, φυσικά, τον θρίαμβό της στην ισχυρότερη δημοκρατία του κόσμου, τις ΗΠΑ.

Αυτή ακριβώς η θριαμβευτική επιστροφή Τραμπ στον Λευκό Οίκο μπορεί τώρα να γίνει επιταχυντής, καταλύτης για την ενίσχυση των ομοϊδεατών του στον κόσμο, στην Ευρώπη προπάντων. Δεν είναι απλώς υπόθεση «πολιτικής μόδας». Ούτε μόνον αποτέλεσμα της ανοιχτής ανάμιξης των συμμάχων του, των ολιγαρχών που ελέγχουν δια των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης τις συνειδήσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, στις πολιτικές και εκλογικές διαδικασίες ευρωπαϊκών χωρών (όπως του Μασκ στην Γερμανία ή την Βρετανία). Είναι, κυρίως, η διαλυτική επιρροή στο εσωτερικό των δυτικών δημοκρατιών που θα έχει η επιβολή της παγκόσμιας αταξίας, αυτή η μετατόπιση των διεθνών σχέσεων από ένα πεδίο όπου οι συνθήκες, οι συμφωνίες και οι κανόνες θέτουν κάποια όρια, σε ένα πεδίο όπου τα πάντα ορίζει η δύναμη, το δίκαιο του ισχυρού, η ικανότητά του να παράγει σοκ και δέος. Είναι σαν να αντιστρέφεται του κλασσικό «δόγμα Κλαούζεβιτς», που θέλει τον πόλεμο, γενικότερα την εξωτερική πολιτική, να είναι η προέκταση της εσωτερικής πολιτικής με άλλα μέσα. Αυτό που βλέπουμε τώρα είναι η εξωτερική πολιτική μιας μεγάλης δύναμης- αν αυτό το καθημερινό πανηγύρι απειλών, εκβιασμών, ανιστόρητων δηλώσεων και εξωφρενικών απόψεων μπορεί να ονομαστεί «πολιτική»- όχι απλώς να διαμορφώνεται με βάση κριτήρια εσωτερικής πολιτικής κυριαρχίας αλλά και, με την σειρά της, να επηρεάζει τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις σε άλλες χώρες.

Ο παράγοντας Τραμπ μπορεί να είναι κρίσιμος. Αλλά δεν είναι αυτός που ορίζει τις εξελίξεις. Έρχεται να προστεθεί στην σειρά αιτιών που η ανάλυση έχει ήδη επισημάνει- τις αβυσσαλέες ανισότητες, την πολιτιστική αποξένωση, τον φόβο που προκαλεί η μετανάστευση ή την «αλγοριθμική ριζοσπαστικοποίηση» που συστηματικά καλλιεργούν τα social media στους χρήστες τους. Όλα αυτά έχουν την σημασία τους. Δεν αναιρούν, όμως, τον σημαντικότερο, τον καθοριστικό για την άνοδο της ριζοσπαστικής ακροδεξιάς παράγοντα. Την μακρά, πολύχρονη και μεθοδική προσπάθεια «αποδαιμονοποίησης», «κανονικοποίησής» της που είναι σε εξέλιξη εδώ και δύο τουλάχιστον δεκαετίες. Την μετατόπιση των κάποτε ακραίων στο πολιτικό mainstream.

Είναι μια διπλή κίνηση. Οι πρώην «ακραίοι» φορούν γραβάτα. Και εκείνοι που τους αφόριζαν ως ακραίους, οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ, τα μίντια και, κυρίως, τα μεγάλα συστημικά κόμματα της κεντροδεξιάς, τους νομιμοποιούν ως συνομιλητές. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Από την στιγμή που το παραδοσιακό κεντροδεξιό Λαϊκό κόμμα της Αυστρίας έσπασε το ταμπού και μπήκε σε συζητήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης με το καταγόμενο από ναζιστικές ρίζες Κόμμα Ελευθερίας, η δύναμη του κόμματος αυτού διαρκώς ανεβαίνει. Από την στιγμή που η Ολλανδική ακροδεξιά έγινε δεκτή στον κυβερνητικό συνασπισμό με τους συντηρητικούς, η απήχησή τους ενισχύεται. Από την στιγμή που το μπλοκ της Αριστεράς ψήφισε μαζί με την Λεπενική δεξιά μια πρόταση μομφής στην Γαλλική Εθνοσυνέλευση, η νίκη της Λεπέν στις επόμενες εκλογές άρχισε να μοιάζει κλειδωμένη. Και στην προεκλογική Γερμανία, λίγες μέρες μετά την κοινή ψήφο Χριστιανοδημοκρατών και ακροδεξιών (για την οποία έφριξε η Μέρκελ) υπέρ μιας πρότασης για την μετανάστευση, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι Χριστιανοδημοκράτες το πληρώνουν, ενώ η AfD ενισχύεται.

Η συνηθισμένη δικαιολογία που ακούγεται, όταν τα μετριοπαθή κόμματα της κεντροδεξιάς (και τα μίντια επίσης) υιοθετούν ή φλερτάρουν με απόψεις της ριζοσπαστικής δεξιάς, είναι πως οι απόψεις αυτές κυριαρχούν έτσι κι αλλιώς, είναι πλειοψηφικές. «Αυτά πιστεύει και θέλει ο λαός». Άρα είμαστε υποχρεωμένοι να τις υιοθετήσουμε και εμείς. Αλλά αυτό είναι απλώς ψέμα. Όπως έγραφε πρόσφατα ο Κας Μούντε, «οι ελίτ δεν υιοθετούν ακραίες απόψεις από υποχρέωση, αλλά από επιλογή». Ή όπως λέει ο ωραίος τίτλος μιας μελέτης του καθηγητή Μπάρτελς, του πανεπιστημίου Βλάντερμπιλτ, «η Δημοκρατία υπονομεύεται από πάνω». Δεν είναι ότι οι πολίτες παύουν να την υποστηρίζουν. Είναι ότι οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ παύουν να την υπερασπίζονται

SHARE:

Εγγραφή στο Newsletter