Τακτικισμοί και (αν)ειλικρίνειες
Γιάννης Κωνσταντινίδης
Η έναρξη της σειράς των κοινοβουλευτικών ψηφοφοριών που απαιτούνται για την εκλογή του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση την απόφαση του Πρωθυπουργού να μην ανανεώσει τη θητεία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου και ταυτόχρονα να προτείνει στη θέση της έναν εν ενεργεία βουλευτή του κόμματός του, τον Κώστα Τασούλα. Παρότι οι πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες του αξιώματος μοιραία μειώνουν το ενδιαφέρον των πολιτών για το ζήτημα, ενώ η κομματική ιδιότητα του προταθέντος εγγυήθηκε τη γρήγορη και πλήρη αποδοχή της υποψηφιότητας από ένα μεγάλο μέρος του κοινού της ΝΔ, οι εξελίξεις γύρω από το ζήτημα είναι κομβικές για την κατανόηση των κινήτρων δράσης των πολιτικών ηγεσιών στη χώρα μας. Πώς αντιλαμβάνονται οι ηγεσίες τον ρόλο της τακτικής και τον ρόλο της ιδεολογικής συγκρότησής τους στις αποφάσεις τους; Και ποια αξία αποδίδουν οι πολίτες στα δύο αυτά κίνητρα;
Η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να προτείνει για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ένα πρόσωπο προερχόμενο από το βάθος της κομματικής επετηρίδας της ΝΔ ερμηνεύθηκε από όλους ως μια κίνηση τακτικής εν μέσω μιας γενικευμένης συντηρητικής στροφής σημαντικού τμήματος του εκλογικού ακροατηρίου. Η επιχειρηματολογία με την οποία απορρίφθηκε η προοπτική ανανέωσης της θητείας της νυν Προέδρου -ανάγκη επιλογής πολιτικού προσώπου λόγω της διεθνούς αστάθειας και πρόθεση της ΝΔ να ακυρώσει τη δυνατότητα επανεκλογής στο αξίωμα κατά την επόμενη συνταγματική αναθεώρηση- δεν αξιολογήθηκε ως πειστική, ωστόσο δεν ενόχλησε κανέναν, καθώς η εφεύρεση μιας κάποιας δικαιολογίας θεωρήθηκε δεδομένη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα ευρήματα της ερευνητικής πλατφόρμας ‘People of Greece’ της εταιρείας QED, ενώ πριν την ανακοίνωση του Κ. Μητσοτάκη για την υποψηφιότητα Τασούλα μόνο ένας στους έξι εκλογείς της ΝΔ δήλωναν ότι «θα πρέπει να προταθεί ένα πρόσωπο από τον δεξιό χώρο ώστε να στεγανοποιήσει της διαρροές της ΝΔ προς τα κόμματα στα δεξιά της», μετά την ανακοίνωση το ποσοστό εκείνων που υποστήριζαν μια «δεξιά υποψηφιότητα» διπλασιάστηκε, ενώ παράλληλα σημαντικό τμήμα των εκλογέων τη ΝΔ μετακινήθηκαν από την άποψη ότι «θα πρέπει να προταθεί ένα πρόσωπο από τον κεντρώο ή κεντροαριστερό χώρο» προς την άποψη ότι η επιλογή Προέδρου της Δημοκρατίας δεν είναι ένα θέμα που προσφέρεται για πολιτικές στρατηγικές. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι στην Ελλάδα ηγεσίες και πολίτες έχουν εμπεδώσει τους τακτικισμούς ως θεμελιώδες συστατικό του κομματικού μας συστήματος.
Η κυριαρχία των τακτικισμών μειώνει τον ζωτικό χώρο της ιδεολογικής συγκρότησης ως κινήτρου των πολιτικών αποφάσεων. Για παράδειγμα, η απομάκρυνση της Κ. Σακελλαροπούλου από το Προεδρικό Μέγαρο με πρωτοβουλία ενός ανθρώπου που την είχε επιλέξει στη βάση των κοινών αξιακών τους καταβολών μόλις πριν από πέντε χρόνια και είχε εξυμνήσει τη μετριοπάθειά της και την ανοικτότητα της σκέψης της προδίδει τη συρρίκνωση της πολιτικής ιδεολογίας και νοοτροπίας ως παραγόντων που καθορίζουν τις πολιτικές αποφάσεις. Αν βέβαια η τεκμηρίωση που προβλήθηκε το 2020 για την επιλογή της νυν Προέδρου ήταν και εκείνη μέρος ενός τακτικισμού, τότε η διαφορά βαρύτητας της τακτικής και της ιδεολογίας ή της νοοτροπίας ως παραγόντων διαμόρφωσης των επιλογών του Κ. Μητσοτάκη αποδεικνύεται τεράστια.
Και γιατί να είναι σημαντική η διαπίστωση ότι η επιλογή Προέδρου της Δημοκρατίας είναι προϊόν τακτικισμών; Δεν είναι άλλωστε κοινός τόπος ότι η πολιτική είναι ένα παιχνίδι; Δεν είναι αφελές να πιστεύουμε στα αγνά ιδεολογικά κίνητρα των πολιτικών πρωταγωνιστών; Η σημαντικότητα της διαπίστωσης βρίσκεται στην ασυμβατότητα τακτικισμού και ειλικρίνειας. Τα αγνά ιδεολογικά κίνητρα εγγυώνται την ειλικρίνεια των πολιτικών πρωταγωνιστών. Και η ειλικρίνεια είναι ζωτικό συστατικό για μια σχέση εμπιστοσύνης. Η αποχώρηση της Κ. Σακελλαροπούλου καθαυτή δεν είναι λοιπόν το πρόβλημα, όσο άκομψα και αν υλοποιήθηκε ή όσο άρτια και αν υπηρέτησε η ίδια τον ρόλο της. Το πρόβλημα είναι η αποχώρησή της επαναβεβαίωσε την ευκολία με την οποία οι πολιτικές ηγεσίες παρακάμπτουν την ειλικρίνεια για τον τακτικισμό. Ας μην αναρωτιόμαστε γιατί κανείς δεν πιστεύει πλέον στα κόμματα, στο κοινοβούλιο, στην πολιτική.
Αναπληρωτής Καθηγητής Πανεπιστημίου Μακεδονίας
