2012. Χειμώνας. Έκανα και τότε τους «Πρωταγωνιστές» στην τηλεόραση. Και είπα θα κάνω ένα αφιέρωμα στην ποίηση! Άκου τώρα! Ίσως ήταν οι ενοχές. Ότι γεμίζουν τα μυαλά μας με άχρηστες κουβέντες και χάνουμε τις σκέψεις μας. Αλλά και από τους ποιητές τι περίμενα να βρω; Μεγάλη κουβέντα.
Τώρα όμως, τώρα που έμαθα ότι πέθανε ο Γκανάς είπα να ανατρέξω σε εκείνη την συζήτηση που κάναμε πριν 12 χρόνια. Σας παρουσιάζω εκτενή αποσπάσματα λοιπόν. Και αν θέλετε διαβάστε την ακούγοντας τους Καλογεράκηδες (τον Μιχάλη και τον Παντελή) να τραγουδούν εξαίρετα κάποιους από τους στίχους του:
«Αυτοί παιδί μου δεν / δεν σου χαρίζουν ούτε τη νύστα τους. Όλο δεν και δεν και δεν – τρο δε φύτεψαν τα χέρια τους.
Δε χάιδεψαν σκυλί, γατί, πουλάκι πληγωμένο,
γυναίκα άσχημη και στερημένη.
Αυτοί παιδί μου δεν /
δεν δίνουν τ’ αγγέλου τους νερό (…)»
Ραντεβού μου έδωσε στην γειτονιά του, στην Πανόρμου σε ένα από αυτά τα καφενεία που προσπαθούν να γίνουν σαν τα παλιά μπακάλικα. Την επόμενη μέρα θα έφευγε για την Θεσσαλονίκη με το αυτοκίνητο για την παρουσίαση του νέου του βιβλίου. Αυτός, η γυναίκα του και οι Καλογεράκηδες από την Κρήτη που «τραγουδάνε» ποιήματα του. Συναντηθήκαμε ξανά στην επιστροφή. Μιλήσαμε και μετά πήγαμε το σπίτι του Νίκου Ξυδάκη στην Πλάκα. Να ακούσουμε στο πιάνο τα ποιήματα του.
Από ένα χωράφι στη Θεσπρωτία, στα σαλόνια της ποίησης της Αθήνας.
– Ναι αν και το όνειρο του πατέρα μου ήταν η νομική. Η μάνα μου έλεγε «ο γιός μου ο δικηγόρος». Αυτό εμένα με έκανε κομμάτια. Γιατί ήξερα ότι δεν θα γίνει πραγματικότητα.
Ο δρόμος της ποίησης ήταν προδοσία γι΄αυτούς;
– Αυτό που ήθελαν ήταν να είμαι ένας επιτυχημένος δικηγόρος στην Ηγουμενίτσα. Ή στα Γιάννενα ακόμη καλύτερα… Αλλά να μη φύγω, να μη κατεβώ στην Αθήνα.
Και τώρα τι λένε στο χωριό;
– Τώρα άμα ακούν τραγούδια μου με τον Νταλάρα και την Αρβανιτάκη τι να πούνε, κακό θα πούνε; Αλλά το δύσκολο είναι μέχρι να φτάσεις εδώ.
Σε ποιό Θεό πιστεύετε;
– Δε μπορώ να πω ότι πιστεύω σε κάποιον συγκεκριμένο. Ούτε στο Θεό των γραφών με τα γένια που παίζει με εμάς, μας βασανίζει ή γελάει…
Η ζωή σας είχε πολλές ξαφνικές αλλαγές πορείας. Θεσπρωτία, μετά απαχθής στην Ουγγαρία, μετά Αθήνα…
– Ναι θα μπορούσαν οι ράγες να γυρίσουν, να γυρίσει ο κλειδούχος που λέει κι ο Ελύτης. Γι΄αυτό πιστεύω στην τύχη.
Ο ποιητής όμως δεν πρέπει να έχει και μια καταραμένη ζωή; Εσείς είστε καθωσπρέπει οικογενειάρχης.
– Κανονικά. Παππούς μιας εγγονής και μιας δεύτερης που έρχεται.
Χωρίς πάθη…
– Με αβυσσαλέα πάθη! Οι καταραμένοι ποιητές ιντριγκάρουν και τον κόσμο. Άνθρωποι που καίγονται. Δηλαδή ο Ρεμπώ στα 19 του έγραψε ότι ήταν να γράψει, και χαράκωσε βαθιά την παγκόσμια ποίηση.
Εσάς σας έδινε ασφάλεια η οικογένεια.
– Ναι.
Και ο κίνδυνος να σας καταπιεί η ρουτίνα;
– Δόξα τω θεώ έχουμε τόσες κόντρες με τη γυναίκα μου – είναι πολύ δυνατή προσωπικότητα και εκδότρια πετυχημένη…. Ένα όργανο μπορείν να παίξει πολλές μελωδίες και με πολλούς τρόπους. Δεν είναι απαραίτητο αυτό να το κυνηγήσεις σε άλλα σώματα. Με κοιτάτε λίγο δύσπιστα…
Διερευνώ… Και κάπου εκεί στιχουργός κατά παραγγελία
– Όχι στο ξεκίνημά μου. Αυτό προέκυψε.
Για λεφτά το κάνατε;
– Όχι, δούλεψα 15 χρόνια βιβλιοπώλης στη Δωδώνη του Βαγγέλη του Λάζου… Δε το έκανα για λεφτά. Το έκανα γιατί μ΄ άρεσε να το ακούσω τραγουδισμένο.
Και μετά παίρνατε και μελωδίες και φτιάχνατε στίχους.
– Στην αρχή με ζόριζε πολύ. Οι ποιητές είχαν αντιρρήσεις σε αυτό, ακόμη έχουν : «Μιχάλη γιατί το κάνεις»; Θεωρούν την ποίηση κάτι πολύ υψηλό σε σχέση με το στίχο. Ένας νέος συγγραφέας είχε πει μια φορά: «Τι είναι αυτά τα ποιητικά του Γκανά που το αγρίμι, δε τρώει, δεν πίνει, δε ξαποσταίνει. Στίχος απλώς και ωραίος είναι το ‘’παιδί μου σόρυ βρήκα καλύτερο αγόρι’’». Εμείς που έχουμε τραγουδήσει πίνοντας ρετσίνα «της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», δε μπορούμε να μείνουμε στο σόρυ και το αγόρι. Κι αυτά παίζουν αλλά δεν είμαστε αυτού του κόμματος.
Είμαστε κάποιου κόμματος;
– Δεν είμαστε κανενός κόμματος, είχα βέβαια συμπάθεια στην αριστερά. Μολονότι η γιαγιά μου και μια θεία μου πέθαναν στην Ουγγαρία.
Είναι αλήθεια ότι περάσατε τα παιδικά σας χρόνια στο χωριό του Μπελογιάννη στην Ουγγαρία;
– Ναι η ιστορία της οικογένειας μου είναι λίγο τρελή. Με το που έπεσε η Μοργκάνα στα χέρια του στρατού, οι αντάρτες οπισθοχωρώντας πήραν μαζί τους κόσμο απ’ τα χωριά, ανάμεσά τους και γυναικόπαιδα. Κι έτσι βρεθήκαμε στην Ουγγαρία στη λίμνη του Μπάλατον που ήταν τα θέρετρα των πλούσιων Μαγιάρων. Και μετά θυμάμαι τις ντουντούκες στο χωριό να φωνάζουν «οι φασίστες στην Ελλάδα δικάζουν τον ήρωα Μπελογιάννη» και όταν τον εκτελέσανε δώσανε το όνομα του στο χωριό.
Εσείς όμως δεν γίνατε κομμουνιστές.
– Εμείς χαρακτηριστήκαμε απαχθέντες και δρομολογήθηκε ο επαναπατρισμός μας. Μολονότι είχα περάσει αυτά που πέρασα, φτάνοντας στην Αθήνα το ’62 με όλη αυτή την αδικία που είδα, με τις
διώξεις των αριστερών, τις εξορίες, εγώ συντάχθηκα με την Αριστερά. Τώρα διατελώ εν πλήρει συγχύσει, όχι αθώος που λέει ο Κατσαρός. Την ψήφο μου κάπου τη δίνω εν πάσει περιπτώσει, αλλά χωρίς καρδιά.
Είναι βάσανο αυτό πάντως. Αν έχεις κόμμα ξεφορτώνεις λίγο τις ελπίδες σου.
– Είναι μεγάλο βάσανο. Σκέφτομαι τους χριστιανούς οι οποίοι πιστεύουν στη μεταθάνατον ζωή… Έχουν καθαρίσει. Είναι μεγάλη παρηγοριά. Το να είσαι άστεγος είναι πολύ δύσκολο!