Προκλήσεις του 2025: Οι πόλεμοι, το κλίμα, η Ευρώπη
Σταύρος Θωμαδάκης
Η διεθνής τάξη που κυριαρχούσε στην κορυφή της εποχής της παγκοσμιοποίησης ρευστοποιείται εμφανώς. Η διαδικασία της «από-παγκοσμιοποίησης» δεν είναι δυστυχώς ειρηνική. Σοβούν πόλεμοι που εμπλέκουν ηγεμονικές δυνάμεις του πλανήτη και μετατρέπουν ανθρώπινη εργασία, απαραίτητες πρώτες ύλες, τρόφιμα, ενέργεια, κεφάλαια σε εργαλεία πολέμου. Αυτά παράγουν πρόσθετη αναστάτωση και χάσματα στην παγκόσμια οικονομία και τις αγορές.
Οι πόλεμοι, παρά τις ελπιδο-ευχές που πολλοί διατυπώναμε τέτοιο καιρό πέρυσι, συνεχίσθηκαν και διευρύνθηκαν σε όλο το 2024. Μολονότι διαφαίνονται και σήμερα ελπίδες ειρήνευσης για το 2025, η ευόδωση ή διάψευσή τους είναι πιθανολογικά ισοδύναμες. Σε κάθε περίπτωση όμως , είτε επιτευχθεί ειρήνευση είτε όχι, οι οικονομικές συνέπειες των πολέμων θα μας συνοδεύουν όχι μόνον στο 2025 αλλά και για αρκετά χρόνια στο μέλλον.
Πέραν από τις καταστροφές σε υποδομές, οικονομικούς ιστούς, και ανθρώπινες ψυχές που προκαλούν, οι πόλεμοι θα επιδράσουν σημαντικά στην μεταπολεμική οικονομική κατάσταση με δέσμευση μεγάλων οικονομικών πόρων σε προγράμματα ανασυγκρότησης αλλά και σε πολεμικούς εξοπλισμούς. Αυτά αφορούν όχι μόνον στους εμπολέμους αλλά και στα δίκτυα των συμμάχων τους.
Κάθε μεγάλη κρίση δημιουργεί νέες απαιτήσεις τόσο για την αποκατάσταση των καταστροφών που επέφερε όσο και για την μελλοντική αποτροπή επανάληψής της. Οι μεταπολεμικές καταστάσεις πάντα απαιτούν διασφαλίσεις της ειρήνης, και επαναφορά των όρων βιωσιμότητας των εμπόλεμων κοινωνιών. Σημαντικό θέμα είναι κατά πόσον οι διασφαλίσεις ειρήνης θα προκύπτουν από διπλωματικά/πολιτικά/οικονομικά «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης», ή από εμφανείς και μεγάλες εξοπλιστικές δαπάνες με στόχο την αποτροπή.
Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι επιτυγχάνεται ειρήνη αμέσως, θα τερματισθεί μεν η φρίκη των συρράξεων και του αίματος – κάτι που φυσικά όλοι ευχόμαστε – αλλά όχι η κούρσα των εξοπλισμών, που πιθανότατα θα επιταχυνθεί. Η δεύτερη συνιστώσα – ανασυγκρότηση και ανοικοδόμηση των ερειπίων του πολέμου – θα απαιτήσει διαχρονικά προγράμματα βοήθειας για τις χώρες που έγιναν πεδία μαχών και καταστροφών.
Από την σκοπιά της αναβίωσης των οικονομιών, οι πόλεμοι στην Ουκρανία, τη Γάζα, το Λίβανο, τη Συρία θα αφήσουν μεγάλο αποτύπωμα στις επενδυτικές ανάγκες για μεγάλο διάστημα μετά την ειρήνευση. Στα μεγέθη «μερικών τρισεκατομμυρίων» που ακούμε λόγου χάριν τον τελευταίο καιρό για τις ανάγκες επενδύσεων με στόχο την ευρωπαϊκή ειρηνική ανάπτυξη (βλ. έκθεση Draghi), θα προστεθούν νέα γιγάντια ποσά για εξοπλισμούς και ανασυγκρότηση.
Αυτά θα συμβαίνουν ακριβώς σε περίοδο που η διεθνής κοινότητα ασθμαίνει για να αντιμετωπίσει την άλλη οξυνόμενη «υπαρξιακή κρίση», την κλιματική αλλαγή. Αυτή επιφυλάσσει νέες καταστροφές που θα πυκνώνουν χωρίς παύση. Ισοδυναμεί με εντεινόμενο πόλεμο εναντίων όλων των κοινωνιών του πλανήτη. Τα επίπεδα δαπανών και επενδύσεων για αυτόν τον πόλεμο προβλέπονται επίσης σε μεγέθη τρισεκατομμυρίων. Αυτή η άμυνα όμως κινδυνεύει να γίνει θύμα των συμβατικών πολέμων, που πιέζουν για ανακατάταξη προτεραιοτήτων στην χρήση των πόρων.
Η κλιματική απειλή κινδυνεύει να υποβιβασθεί σε δεύτερη μοίρα. Και όμως η άμυνα σε αυτόν τον πόλεμο, όπου όλη η ανθρωπότητα μπορεί να βρεθεί στην πλευρά των ηττημένων, είναι πρωταρχική. Η έγκαιρη και επαρκής πλανητική αντίδραση στην κλιματική απειλή φαίνεται να χάνει ταχύτητα, να συσκοτίζεται από αμφισβητήσεις και βραχυπρόθεσμες νοοτροπίες, να υποσκάπτεται από συνωμοτικές θεωρίες. Πολιτικές δυνάμεις και κοινωνικές ομάδες – από την επερχόμενη κυβέρνηση των ΗΠΑ μέχρι τα ακροδεξιά κινήματα σε όλη την Ευρώπη και αλλού – πιέζουν για υποβιβασμό της κλιματικής αλλαγής σε περιοχή χαμηλής ή μηδενικής προτεραιότητας. (παρεμπιπτόντως, αν ο Trump πραγματοποιήσει τις απειλές περί κατάργησης των πράσινων πολιτικών του Biden, θα ανοίξει ευκαιρία στην Ευρώπη να γίνει πόλος προσέλκυσης «πράσινων κεφαλαίων» διεθνώς).
Πως θα χρηματοδοτηθούν οι μεταπολεμικές ανάγκες; Από φόρους, από νέο δημόσιο δανεισμό, από διάθεση νέων χρηματοδοτικών εργαλείων στις αγορές κεφαλαίου, από μειώσεις άλλων δημόσιων δαπανών, από νέα κοινωνικά πλεονάσματα και «μερίσματα ειρήνης»; Είναι προφανές ότι θα γίνουμε μάρτυρες ενός παγκόσμιου διαγκωνισμού για συγκέντρωση επενδυτικών πόρων. Σε όρους παγκοσμίων μεγεθών, οι επενδυτικοί πόροι δεν είναι μεν αμελητέοι αλλά ούτε απεριόριστοι. Περιορίζονται από τα μεγέθη ανάπτυξης και ιδιωτικών ή δημόσιων αποταμιεύσεων. Οι χρήσεις των πόρων για τον μετριασμό μίας ή άλλης «υπαρξιακής απειλής» θα αμιλλώνται και θα διαγκωνίζονται. Αυτόν τον ανταγωνισμό δεν θα τον επιλύσουν μόνοι οι μηχανισμοί αποδόσεων στις κεφαλαιαγορές. Θα τον επιλύσουν οι οικονομικές πολιτικές δημιουργώντας κίνητρα και προστασίες που προσανατολίζουν τις επενδυτικές προτιμήσεις. Αυτές οι κατευθύνσεις είναι οι μοχλοί που πιέζουν από καιρό προς την εμφανή αναβίωση «νέων βιομηχανικών πολιτικών».
Υπάρχουν βέβαια ήδη εγκατεστημένοι θεσμοί, λειτουργούσες ρυθμίσεις, πραγματοποιούμενες μεγάλες επενδύσεις και εγκατεστημένη πράσινη παραγωγική ικανότητα που λειτουργούν και θα λειτουργούν ως πόλοι υποστήριξης και μεγέθυνσης της θωράκισης απέναντι στις απειλές της κλιματικής κρίσης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποτελέσει τη τελευταία δεκαετία θεσμικό φάρο και πρακτικό οδηγό στις παγκόσμιες πολιτικές προώθησης και χρηματοδότησης προγραμμάτων – ιδιωτικών ή δημόσιων – κλιματικής προστασίας. Στο ερχόμενο έτος αυτή η θέση θα δοκιμασθεί από την αυξημένη αίσθηση ανασφάλειας απέναντι στη Ρωσία και την ανάλογη πίεση για αύξηση των εξοπλισμών. Αναπόφευκτα ένα μέρος των επενδυτικών πόρων που χρειάζονται για την αναβάθμιση της Ευρωπαϊκής ειρηνικής ανάπτυξης, κατά τον Draghi, θα ανακατευθυνθούν σε εξοπλιστικές δαπάνες απέναντι σε εξωτερικές απειλές.
Ο διαγκωνισμός χρήσης πόρων μεταξύ προστασίας της ειρήνης και κλιματικής θωράκισης δεν είναι ωστόσο απλή περίπτωση ανταγωνισμού μηδενικού αθροίσματος. Οι δαπάνες για την ειρήνευση μπορούν να συνδυασθούν και με κλιματικούς στόχους. Οι ανασυγκροτούμενες εμπόλεμες ζώνες μπορούν να γίνουν πράσινες οικονομίες. Οι επενδύσεις ανασυγκρότησης μπορούν να προάγουν ανθεκτικότητες σε επικίνδυνα φυσικά φαινόμενα. Οι διασυνοριακές συμπράξεις γειτονικών χωρών σε έργα κλιματικής προσαρμογής μπορούν να μειώσουν τους εξοπλισμούς για «προστασία από τον γείτονα» και να αποθαρρύνουν την απεγνωσμένη μετανάστευση.
Τέλος είναι δυνατόν, όπως η ιστορία διδάσκει, να αναπηδήσουν από πολεμικές δαπάνες τεχνολογικές καινοτομίες που θα εφαρμόζονται σε μη-πολεμικούς τομείς αυξάνοντας την παραγωγικότητα. Η μεταλαμπάδευση πολεμικών καινοτομιών σε ειρηνικές χρήσεις ήταν σημαντικό χαρακτηριστικό των εξελίξεων στις δεκαετίες μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Είναι και αυτή μία πηγή ελπίδας για την υποχρεωτικά επανεξοπλιζόμενη Ευρώπη η οποία σήμερα υστερεί στον τομέα του καινοτομικού δυναμισμού. Πρόκειται για ενδιαφέρουσα προοπτική σε μακρά διάρκεια, που δεν αρκεί όμως για άμεση ελευθέρωση πόρων υπέρ των μεγάλων μη-πολεμικών προτεραιοτήτων.
(*) Ο Σταύρος Β. Θωμαδάκης είναι Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών του ΕΚΠΑ, πρώην Πρόεδρος του International Ethics Standards Board for Accountants που εδρεύει στην Νέα Υόρκη.