Τεχνητή Νοημοσύνη: Κινεζική έκπληξη και δημοκρατία
Θοδωρής Καρούνος - KReport
Όπως τη δεκαετία του 1990 η μαζική διάδοση του διαδικτύου πυροδότησε νέες ιδέες και καινοτόμες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, έτσι και σήμερα η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) αναπτύσσεται με ταχύτερους ρυθμούς και υπόσχεται ριζικές αλλαγές σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Τότε, η παγκόσμια τεχνολογική «έκρηξη» του διαδικτύου οδήγησε στη δημιουργία μιας «φούσκας» – της λεγόμενης dot-com – η οποία, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, κατέρρευσε, προκαλώντας οικονομική κρίση ύψους 5 τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Μέσα σε αυτό το κλίμα, πολλές μεγάλες εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου και τηλεπικοινωνιών βρέθηκαν σε αδιέξοδο, οδηγώντας σε απολύσεις, χρεοκοπίες και σημαντικές ανακατατάξεις στην παγκόσμια αγορά.
Σήμερα, δύο δεκαετίες αργότερα, η συζήτηση για ένα ανάλογο «κύμα» στην τεχνητή νοημοσύνη βρίσκεται στο επίκεντρο της επενδυτικής και επιστημονικής κοινότητας. Τα τελευταία χρόνια, κυβερνήσεις και ιδιώτες επενδυτές, κυρίως στις ΗΠΑ και την Κίνα, έχουν διοχετεύσει τεράστια κεφάλαια στην έρευνα και ανάπτυξη της ΤΝ. Αυτό το ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον δημιουργεί νέα δεδομένα όχι μόνο για την κερδοφορία αλλά και για την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Το γεγονός ότι κινεζικές εταιρείες κατάφεραν πρόσφατα να δημοσιοποιήσουν ανταγωνιστικά μοντέλα ΤΝ με κόστος σαφώς χαμηλότερο από εκείνο των δυτικών κολοσσών, προκάλεσε αναταράξεις στις αγορές, καθώς ανέδειξε την ικανότητα της Κίνας να καινοτομεί βασιζόμενη σε ανοιχτό λογισμικό και ερευνητικά αποτελέσματα που διατίθενται δημόσια.
Ωστόσο, ίσως θα έπρεπε να αναρωτηθούμε περισσότερο γιατί η Κίνα καθυστέρησε σχεδόν δύο χρόνια να παρουσιάσει μοντέλα αντίστοιχης εμβέλειας, δεδομένου ότι η δυναμική της σε επίπεδο επιστημονικού και επιχειρηματικού προσωπικού είναι τεράστια. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η χώρα διαθέτει περίπου 6.000 πανεπιστήμια, εκ των οποίων 140 θεωρούνται εφάμιλλα των κορυφαίων διεθνώς, ενώ στους κόλπους τους φοιτούν 44 εκατομμύρια σπουδαστές και εργάζονται 3 εκατομμύρια διδάσκοντες και ερευνητές. Παράλληλα, μόνο στον τομέα της πληροφορικής και των επικοινωνιών, συνεργάζονται περίπου 50.000 μεγάλες και μεσαίες επιχειρήσεις. Αυτά τα νούμερα είναι από μόνα τους εντυπωσιακά και υπογραμμίζουν τη γεωπολιτική σημασία που αποκτά η ΤΝ στον ανταγωνισμό Κίνας-ΗΠΑ.
Η ταχύτατη εξέλιξη της ΤΝ, όμως, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη δημοκρατία, ιδιαίτερα στην Ευρώπη. Η μέχρι τώρα εμπειρία με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχει δείξει πώς αυτά μπορούν να μετατραπούν σε όπλα παραπληροφόρησης, διασποράς ακραίων ή διχαστικών απόψεων, ακόμη και χειραγώγησης εκλογικών αναμετρήσεων. Αντίστοιχες πρακτικές μπορεί να ενταθούν με τη χρήση προηγμένων αλγορίθμων ΤΝ, διευκολύνοντας τη στοχευμένη προπαγάνδα και τη χειραγώγηση του δημόσιου λόγου. Η Ευρώπη, με τη δημοκρατική της παράδοση, θα βρεθεί σε ιδιαίτερα μειονεκτική θέση αν οι εταιρείες τεχνολογίας και οι κρατικοί φορείς δεν υποχρεωθούν, μέσω σαφών θεσμικών πλαισίων, να τηρούν κανόνες διαφάνειας και λογοδοσίας.
Ο μόνος τρόπος να περιοριστούν οι αρνητικές επιπτώσεις είναι η υιοθέτηση ριζοσπαστικών ρυθμιστικών μέτρων, πολύ αυστηρότερων από εκείνα που καθυστέρησαν να εφαρμοστούν στην περίπτωση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Κρίσιμη προϋπόθεση αποτελεί η πλήρης διαφάνεια: οι αλγόριθμοι, τα δεδομένα και οι κανόνες εκπαίδευσης των μοντέλων ΤΝ πρέπει να δημοσιοποιούνται πριν από τη χρήση τους στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Αν οι μεγάλες εταιρείες πληροφορικής, τηλεπικοινωνιών και οι κυβερνήσεις δεν υποχρεωθούν να άρουν την ασύμμετρη πληροφόρηση –δηλαδή να πάψουν να γνωρίζουν τα πάντα για εμάς, ενώ εμείς παραμένουμε στο σκοτάδι για τα δικά τους κριτήρια και τρόπους δράσης–, η κρίση εμπιστοσύνης θα επιδεινωθεί. Μόνο όταν οι κάτοχοι πολιτικής και οικονομικής εξουσίας δεσμευτούν σε συγκεκριμένους κανόνες ανοιχτότητας μπορεί να υποχωρήσει η αίσθηση ότι ο πολίτης είναι απλώς ένας «υπό παρακολούθηση» χρήστης της τεχνολογίας.
Ωστόσο, στο υπόβαθρο αυτής της έντονης συζήτησης για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα κρύβεται μια βαθύτερη αιτία: οι δ ευρυνόμενες οικονομικές ανισότητες και η διαρκής αβεβαιότητα για το μέλλον. Ο Αμερικανός πρόεδρος Franklin D. Roosevelt είχε επισημάνει ήδη από το 1944 ότι η πολιτική δημοκρατία δεν μπορεί να σταθεί χωρίς οικονομική δημοκρατία. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο σήμερα, σε έναν κόσμο όπου η τεχνητή νοημοσύνη συγκεντρώνει τεράστια δύναμη σε λίγα χέρια. Όσο οι ανισότητες βαθαίνουν, τόσο πιο ευάλωτοι γίνονται οι πολίτες σε ρητορικές μίσους, θεωρίες συνωμοσίας και διχασμό.
Για μια πραγματικά προοδευτική κοινωνία στην «εποχή της ΤΝ», οφείλουμε να βρισκόμαστε σε διαρκή εγρήγορση («woke», με την αρχική έννοια που αποδόθηκε στον όρο από τις αφροαμερικανικές κοινότητες της δεκαετίας του 1930). Η ετοιμότητα αυτή δεν σημαίνει απλώς την αδιακρίτως απόρριψη κάθε νέας τεχνολογίας, αλλά την απαίτηση για ρύθμισή της με τρόπο που θα υπηρετεί τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Καθώς η ταχύτητα των εξελίξεων στην τεχνητή νοημοσύνη ξεπερνά όσα γνωρίσαμε ακόμη και στη «χρυσή εποχή» του διαδικτύου, οφείλουμε να προστατεύσουμε τις κοινωνίες μας από τα δυστοπικά σενάρια. Μόνο έτσι θα διασφαλίσουμε ότι η ΤΝ θα λειτουργήσει ως εργαλείο προόδου και όχι ως μηχανισμός ελέγχου και περαιτέρω όξυνσης των ανισοτήτων. Έρχονται δύσκολες μέρες αν δεν αναλάβουμε δράση, όμως, όσο παραμένουμε ενεργοί, ενημερωμένοι και διεκδικητικοί, υπάρχει ελπίδα για μια καλύτερη και δικαιότερη ψηφιακή εποχή.
(*) Ο Θόδωρος Καρούνος είναι Ερευνητής του ΕΜΠ και μέλος του Δ.Σ. ΤΟΥ Οργανισμού Ανοιχτών Τεχνολογιών (ΕΕΛΛΑΚ)
