Η Κούλα και ο Γιάννης Τοπαλούδης μιλούν στον Σταύρο Θεοδωράκη

Καλησπέρα καλησπέρα

Η γυναίκα που έχω απέναντί μου έχει μπει πολλές φορές στα σπίτια μας τους τελευταίους μήνες. Την έχουμε ακούσει να φωνάζει - να ουρλιάζει κάποιες φορές – να παρακαλάει και να απειλεί.

Σήμερα φορά μια μαύρη μπλούζα. «Ρωμανία» γράφει στο πέτο και δίπλα κεντημένος ο ποντιακός αετός. Καπνίζει μανιωδώς. Οι γιατροί την προειδοποίησαν να το κόψει αλλά αυτή επιμένει.

Δίπλα της ένας άντρας, μισό μέτρο ψηλότερος και λίγα χρόνια μικρότερος. Ο άντρας της. Με νεύματα προσπαθεί να την ησυχάσει κάθε φορά που ξεσπά.

Στο βάθος ο γιος τους, ο Πέτρος – ένα «κύριε Σταύρο», μου είπε, και σιώπησε. Οι εφιάλτες από τη μέρα που σκότωσαν την αδελφή του, την αγαπημένη του Ελένη, έχουν πυκνώσει.

Μουσική

Κούλα Τοπαλούδη: Βιώνω κάθε στιγμή και κάθε λεπτό τον πόνο του παιδιού μου. Τον πόνο του παιδιού μου. Τα βασανιστήρια, τις τσιρίδες της, τις φωνές της, τον τρόμο της. Να παρακαλάει, να ζητάει έλεος για ζωή και να μην…

Μουσική

Κ.Τ: Τι, τι , τι μου αφαίρεσαν απ’ τη ζωή;

Σταύρος Θεοδωράκης: Εγώ δεν λέω αν θα συγχωρούσες

Κ.Τ: Την ψεύτικη κούκλα, την ψεύτικη κούκλα, θα πάω να την ξαναπάρω, θα τη ζωντανέψω φου, φου, φου, με το ραβδάκι μου το μαγικό και θα δώσω ζωή και φως στο παιδί μου; Δεν τους συγχωρώ, τους μισώ.

Μουσική

Σ.Θ: Πες μου λίγο για τη ζωή σου. Παλιά.

Κ.Τ: Παλιά. Προέρχομαι από μια οικογένεια βιοπαλαιστών. Πολύ φτωχών ανθρώπων. Περιττό να σου πω ότι ο πατέρας μου 7 χρονών το ζεύανε το αλέτρι και έσκαβε τη γη. Μια σταλίτσα, ασχημάτιστο κορμί να σέρνει το αλέτρι μέσα στα χωράφια. Βιοπάλη από τα 7 του χρόνια.

Σ.Θ: Εσύ όμως, εσύ όμως τα κατάφερες. Σπούδασες.

Κ.Τ: Τ᾽ όνειρο του μπαμπά μου, παρόλο που ήτανε ούτε καν το δημοτικό σχολείο δεν τελείωσε και η μαμά μου, το όνειρό του ήταν να σπουδάσει και τα τρία του παιδιά. Γιατί δεν είχε άλλα μέσα. Δηλαδή δεν ήμασταν εμείς από τη γενιά των πολιτικών και των λεφτάδων και των βιομηχάνων και των εφοπλιστών, οπότε να είχα εγώ μια περιουσία και μια βάση για να ξεκινήσω τη ζωή μου, οπότε επιβαλλόταν να κάνουμε κάτι στη ζωή μας. Και δόξα το Θεούλη και οι τρεις μας κάτι κάναμε στη ζωή μας. Ο αδελφός μου αξιωματικός απόστρατος είναι, με βαθμό στρατηγού. Η αδελφή μου στην Εφορία, οικονομικό τελείωσε, εγώ Νηπιαγωγών τελείωσα. Δηλαδή, στο χωριό μας, στην Αναγέννηση Σερρών, θεωρούμαστε… του φτωχού, του φτωχού του Χρήστου τα παιδιά! Πλην όμως και στα φροντιστήρια μας έστειλε και ιδιαίτερα μας έκανε, αρκεί να κάνουμε κάτι. Εμένα μου έλεγε πάντα, πήγαινε να κάνεις και μουσική. Να πάω στο Ωδείο Σερρών να πηγαινοέρχομαι με το λεωφορείο, να μάθω μουσική, γιατί αγαπούσε πολύ τη μουσική.

Σ.Θ: Τα ποντιακά;

Κ.Τ: Τα ποντιακά. Ό,τι ήθελα. Πιάνο ήθελα; Αρμόνιο ήθελα; Ακορντεόν ήθελα; Ακορντεόν μου έλεγε. Να μάθω ακορντεόν. Έκανε πάρα πολλές προσπάθειες ο καημένος ο πατέρας μου και είμαι πολύ ευγνώμων. Στέρησε τον εαυτό του από πολλά, αλλά δεν στερήθηκα τίποτα. Δεν έχω δηλαδή κάτι να πω απωθημένο. Ίσα – ίσα με ενισχύανε και με σπρώχνανε να μάθω, να μάθω. Βιβλία να αγοράζει ο πατέρας μου κάθε φορά από τις Σέρρες από τα βιβλιοπωλεία. Ακόμα υπάρχει του Δρούγκα το βιβλιοπωλείο που περνάω κάθε φορά και συγκινούμαι. Γιατί εκεί περνούσε ο πατέρας μου, κάθε φορά που πήγαινε και του έλεγα φέρε μου Λουντέμη, φέρε μου εκείνο. Και έλεγε καλά δεν σου φτάνουν τα γράμματα που μαθαίνεις στο σχολείο; Δεν είναι αρκετά και ζητάς όλο βιβλία; Και δεν μου στερούσε τίποτα. Αρκεί να ήθελα να μάθω.

Σ.Θ: Και τα ίδια όνειρα είχες και εσύ για τα παιδιά.

Κ.Τ: Φυσικά. Και μεγαλύτερα. Και μεγαλύτερα είχα εγώ. Εγώ δεν ήθελα η Ελένη να γίνει νηπιαγωγός. Εγώ ήθελα να κάνει κάτι πιο καλύτερο από εμένα. Γιατί είχε, είχε γονείς που την τροφοδοτούσαν και την ενισχύανε και τη σπρώχνανε προς τη γνώση για να μάθει και εκείνο και να μάθει και το άλλο. Της ανοίγαμε συνεχώς δρόμους. Τη στέλναμε στο taekwondo, τη στέλναμε στη μουσική, τη στέλναμε στα γερμανικά, τη στέλναμε στα αγγλικά, τη στέλναμε… μέχρι και στα κατηχητικά πήγαινε. Δηλαδή ήθελα να ανοίξω δρόμους στο παιδί και να απορρίπτει μετά. Ό,τι δεν της αρέσει να το απορρίπτει. Αυτής της λογικής ήμουνα και είμαι.

Σ.Θ: Και στους χορούς;

Κ.Τ: Και στους χορούς ναι, πήγαινε και στους χορευτικούς συλλόγους εκεί και στους Θρακιώτικους και  ποντιακούς. Αγαπούσε τα ποντιακά πολύ. Πάρα πολύ. Μιλούσε και ποντιακά. Τη διάλεκτό μας. Την είχα κάνει να αγαπήσει τόσο πολύ τον Πόντο και τους Πόντιους. Πηγαίναμε στην Αναγέννηση Σερρών και αγαπούσε τους συγχωριανούς μου. Είχε φίλους,  φίλες, είχε παιδάκια που παίζανε, βγαίνανε.

Σ.Θ: Όταν δεν κυριαρχεί ο πόνος, τις λίγες στιγμές που μέσα σου δεν κυριαρχεί ο πόνος, ποιες εικόνες από το παρελθόν σκέφτεσαι έτσι και χαίρεσαι;

Κ.Τ: Σκέφτομαι όταν είχα μείνει έγκυος τι χαρά που είχα. Τα όνειρα που έκανα, γι’ αυτό το παιδί που θα γεννούσα, γιατί ήμουνα 33, 34 χρονών όταν τη γέννησα την Ελένη. Δεν ήμουνα μικρό κοριτσάκι. Ήμουνα μια ώριμη γυναίκα και ήξερα τι ήθελα μέσα από αυτή την εγκυμοσύνη. Σκέφτομαι τις ωραίες στιγμές που ήταν παιδί των εκπλήξεων πάντα. Από το χαρτζιλίκι της πάντα έπαιρνε δώρα σε όλους μας. Από τις εκδρομές που πήγαινε έφερνε πάντα ρούχα, μας έφερνε κούκλες. Εμένα ήξερε ότι μου αρέσουν οι πορσελάνινες κούκλες. Τις είχα αδυναμία πολύ. Είχε πάει εκδρομή με τη Γ’ Λυκείου που πήγανε και με έφερε μια κόκκινη κούκλα. Κόκκινα φορέματα, πορσελάνινη και του πατέρα της μπλούζα και τον Πέτρο δυο μπλούζες.

Σ.Θ: Τον Γιάννη αγαπούσε πιο πολύ ή εσένα;

Κ.Τ: Και τους δυο. Αλλά είχε και αδυναμία στο μπαμπά της. Ο μπαμπάς της δεν της χαλούσε χατίρια. Εγώ ήμουνα λίγο πιο αυστηρή. Ο Γιάννης όχι τόσο. Εγώ γιατί..

Σ.Θ: Ε, τα κορίτσια είναι του μπαμπά

Κ.Τ: Ναι, ναι. Είχε « Μπαμπάκα, μπαμπάκα. Ναι, μπαμπάκα». Εγώ εάν της έκανα καμία παρατήρηση, έλεγε «ναι μητέρα, ναι μητέρα, ναι μητέρα». Θυμάμαι διαβάζαμε. Έλεγα, έλεγα σαν υποψήφια για τις πανελλήνιες. Ξενυχτούσα στο τραπέζι εκεί στην τραπεζαρία μας. Δεν κοιμόμουνα. Και όταν τελειώσαμε τις εξετάσεις, αφού έδωσε και το τελευταίο μάθημα, ήμουνα μέσα στην κρεβατοκάμαρα και ήρθε και μου λέει «μαμά σε ευχαριστώ για όσα έκανες για μένα.» Ποιον ευχαριστείς; Τη μαμά; Δεν είναι… δεν διάβαζα εγώ με το παιδί του γείτονα, μαζί σου Ελένη διάβαζα. «Όχι κι είχες μάθει τόσο καλά την ύλη που θα μπορούσες και εσύ να έπαιρνες μέρος στις εξετάσεις. Να ήμασταν και οι δύο υποψήφιες».

Σπικάζ

Η υπόθεση Τοπαλούδη
Τι μικρή λέξη;
Άκου εκεί… υπόθεση…
Το έγκλημα, λοιπόν, ο σφαγιασμός της 20χρονης κοπέλας είναι το θέμα αυτού του επεισοδίου.
Και μαζί οι βιασμοί, τα ένοχα μυστικά της κοινωνίας μας, το χρήμα ως παράγοντας εκμαυλισμού…
Είχαμε αρχίσει να μαζεύουμε λόγια από ειδικούς – αναλύσεις από επιστήμονες.
Και ξαφνικά όλα στα σκουπίδια.
Η συνάντησή μου με την Κούλα και τον Γιάννη – τους γονείς της Ελένης – τα άλλαξε όλα.
Και τώρα ακόμη αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν μια μάνα και ένας πατέρας που είδαν σκοτωμένη την κόρη τους να λένε όλα τα σωστά.
Όχι γι’ αυτούς αλλά για μας!

Σ.Θ: Το σχέδιο για τη Ρόδο ποιο ήταν;

Κ.Τ: Το σχέδιο για τη Ρόδο ήταν να πήγαινε σε αυτή τη σχολή, που της έδινε ευκαιρίες για ξένες γλώσσες. Ήδη, η Ελένη, τα αγγλικά της ήταν σε πολύ καλό επίπεδο. Τα γερμανικά πήγαινε 4 χρόνια και είχε πάρει το πρώτο επίπεδο. Και διάλεξε, από τις γλώσσες της σχολής, αραβικά και τουρκικά. Μάλιστα της βρήκαμε και μια καθηγήτρια από το Κουβέιτ, όπου έκανε 2ωρα κάθε τόσο. Και τουρκικά που της άρεζαν και τα λάτρευε. Και το πλάνο ήταν να αξιοποιήσει την αραβική γλώσσα, μέχρι έλεγε στον πατέρα της κάποια στιγμή να πηγαίνανε στην Ιορδανία καλοκαιρινούς μήνες, ο μπαμπάς της μπορούσε, και να αξιοποιούσε την αραβική γλώσσα.

Σ.Θ: Ήταν χαρούμενη που είχε αυτή την ευκαιρία.

Κ.Τ: Πάρα πολύ, πάρα πολύ. Και πάρα πολύ ήθελε να πήγαινε στο προξενείο της Αδριανούπολης, αφιλοκερδώς, να μάθαινε τη δουλειά ήθελε. Όταν έκανε την πρακτική της εδώ στην Αθήνα πήγαινε με τόσο ενθουσιασμό στο Υπουργείο Εξωτερικών και ερχόταν θυμάμαι πάντα χαρούμενη. Και ερχόταν με φωτοτυπίες. Μαμά η κυρία πρέσβης, αυτή η όμορφη κυρία μας είπε αυτό, μας είπε εκείνο, μας είπε να μπούμε στις ιστοσελίδες τις τάδε. Εδώ έχω τα μυστικά του κράτους. Δεν θα ξεχάσω την κουβέντα της. Ήθελε να μαθαίνει. Στο Διπλωματικό Σώμα μου έλεγε θα δώσω, έτσι να δω το είδος των εξετάσεων μόνο. Να, στο γραφείο εκεί που ήμουνα ήταν ο τάδε διπλωμάτης από την Κέρκυρα. Έτσι έλεγε. Ένας ωραίος κύριος. Με τα ωραία τα κοστούμια και τις γραβάτες. Δυστυχώς δεν την αφήσανε να κάνει τα όνειρά της πραγματικότητα. Τα ξημερώματα βλέπω τις φωτογραφίες και τα βιντεάκια και λέω πού είσαι πουλάκι μου. Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Γιατί; Να μου απαντήσει κάποιος στα γιατί μου. Τόσα προσόντα, τόσες προσπάθειες. Και να μας τη στείλουν στον τάφο;

Σ.Θ: Τόση ομορφιά!

Κ.Τ: Τι να πω. Και τόση βία και κακία έχουν οι άνθρωποι. Δεν μπορώ να το διανοηθώ. Ούτε αυτό που κάνει η πονεμένη μάνα δεν έκανα. Ούτε καν τη νεκροφίλησα. Δεν είχα το κουράγιο. Μόνο η γιαγιά της την προσκύνησε, ο νονός της ο Βάιος και η νύφη μας η Μαρία. Οι άλλοι δεν αντέξαμε. Γιατί είπε ο ιατροδικαστής να μην ανοίξουμε το φέρετρο. Εγώ δεν άντεχα να δω πολτοποιημένο το παιδί μου. Οι δύο δύτες που τη βγάλανε αντικρίσανε ένα κορμί παραμορφωμένο και σακατεμένο. Και εγώ αυτό πώς να το αντέξω και να το ζήσω; Πώς να υπάρχω σε αυτή τη ζωή; Πώς; Πώς; Είχε όνειρα να πραγματοποιήσει, να προσφέρει κι αυτή σε αυτή την κοινωνία κάτι. Και να μου τη στείλουν στον τάφο; Μέσα στα χώματα και στα φέρετρα; Γιατί; Χτυπούσαν και το πόδι της στο τέλος και τη κλωτσούσανε να τη ρίξουν και τους είπε θα σας βρει ο πατέρας μου. Οι τελευταίες της κουβέντες αυτές ήταν. «Θα σας βρει ο πατέρας μου». Και το είπανε μες στα δικαστήρια αυτά τα τέρατα και τα δυο τα θεριά. Τα ανήμερα θεριά.

Σ.Θ: Το δεχτήκανε αυτό ότι;

Κ.Τ: Ναι, ναι.

Σ.Θ: Αυτό τους είπε;

Κ.Τ: Ναι. Και μάλιστα ο Αλβανός και του Κούκουρα ο γιός είπε «τον πατέρα της η Ελένη τον αγαπούσε πολύ». Και γιατί; Τρεισήμισι ώρες βασανίζανε το παιδί μου. Λίγη ενσυναίσθηση, λίγη αγάπη, λίγο έλεος, λίγο… και να διαβάζεις τώρα, αυτά τα μαρτύρια που τράβηξε το παιδί μου. Μάνα εγώ που το γέννησα, 9 μήνες πόνεσα να το φέρω στη ζωή. Ξενύχτια, αρρώστιες, να μεγαλώσει, να μάθει να μιλάει, να σκέφτεται, να του δίνεις χιλιάδες ερεθίσματα και να σου το, να σου το πολτοποιούνε. Να σου το πολτοποιούνε στο δώμα επάνω, τα δεινά του Χριστού πέρασε στου Κούκουρα το δώμα, αυτού του μεγάλου, του ευυπόληπτου πολίτη που τον αποκάλεσε έτσι ο πρώτος δικηγόρος. Αν είναι λέω έτσι οι ευυπόληπτοι πολίτες, οι δολοφόνοι πατεράδες ποιοι είναι; Γιατί αυτός δολοφόνησε πρώτος το παιδί του και το παιδί του στη συνέχεια δολοφόνησε το δικό μου το παιδί. Αν ήταν γονιός σωστός  και η μάνα σωστή…

Σ.Θ: Ναι,  κοίτα, αναρωτιέμαι πάντα τι είναι ρε παιδί μου; Τι είναι; Η ανατροφή; Το σχολείο; Ο κοινωνικός περίγυρος;

Κ.Τ: Πολλοί λόγοι συντρέχουν.

Σ.Θ: Ο κοινωνικός περίγυρος; Το χρήμα;

Κ.Τ: Πολλοί λόγοι συντρέχουν.

Σ.Θ: Τι, τι είναι αυτό;

Κ.Τ: Εγώ δηλαδή έτσι όπως το καταλαβαίνω όλο αυτό….

Σ.Θ: Τι είναι αυτό. Γιατί δεν είναι ατύχημα. Δηλαδή πέρναγα, έτρεχα στο δρόμο και το σκότωσα. Φοβερό, τραγικό, αλλά μπορείς να το καταλάβεις. Όλοι έχουμε κάνει μια βλακεία.

Κ.Τ: Έτσι.

Σ.Θ: Αλλά το άλλο, το μεθοδικό. Χτυπάω.

Κ.Τ: Σχέδιο. Με σχέδιο. Την πήγανε να την πολτοποιήσουνε.

Σ.Θ: Μια κοπέλα.

Κ.Τ: Ναι, ναι, ναι. Δεν είχανε συναισθήματα.

Σ.Θ: Καταλαβαίνεις τι λέω. Προσπαθώ να βρω, πάντα προσπαθώ να βρω μια δικαιολογία. Δηλαδή μαλώνεις με κάποιον στο δρόμο, του κάνεις ένα χτύπημα. Τον χτυπάς, πέφτει κάτω, παπ μπορείς να το δικαιολογήσεις στο μυαλό σου. Αλλά μια κοπέλα; Τη χτυπάς; Τη ρίχνεις στη θάλασσα;

Κ.Τ: Αυτοί από το προφίλ τους, δηλαδή από την ψυχοσύνθεσή τους, ειδικά του πολιτικού του ευυπόληπτου πολίτη, του Κούκουρα, του Κούκουρα ο γιος, παρουσίαζε παραβατική συμπεριφορά. Μπορεί να συντρέχουν πολλοί λόγοι στην παραβατική συμπεριφορά. Να έχουμε βία μέσα στο σπίτι. Να μην έχουν προσεχθεί τα παιδιά. Να υπάρχουν διάφορα πρότυπα άσχημα.

Σ.Θ: Εσύ, εσύ που τους έζησες στο δικαστήριο τι πιστεύεις ότι υπερτερούσε;

Κ.Τ: Ότι δεν, ότι δεν.. δεν προσέξανε τα παιδιά τους αυτές οι δυο οικογένειες όσο έπρεπε. Μα, έδειχνε μια παραβατική συμπεριφορά του επιχειρηματία ο γιος από τα μικρά του. Κούρευε τους συμμαθητές του.

Σ.Θ: Αυτό που σήμερα λέμε bullying.

Κ.Τ: Ναι, και εγώ ρίχνω και μεγάλες ευθύνες και στο σχολείο, που όταν κάνεις συστάσεις έτσι, σε ένα γονιό που δεν θέλει να κοιτάξει κατάματα την αλήθεια της ψυχής του και της ζωής τους, γιατί αυτοί όλοι θεωρούν τους εαυτούς τους επαρκείς, καλούς γονείς, με πολλά προσόντα. Μπορεί, μπορεί να είσαι χαρισματικός στο να στήνεις μια επιχείρηση, στο να στήνεις το γυράδικό σου, στο να πουλάς το σουβλάκι, το καλαμάκι σου, στο να κάνεις το κινέζικό σου εντάξει, να έχεις το χρήμα και..

Σ.Θ: Δεν, δεν, δεν είναι αυτά τα προσόντα.

Κ.Τ: Γονείς όμως, γονέας σημαίνει κάτι πολύ σοβαρό και πολύ ιερό και δεν μπορεί όλοι να είμαστε καλοί γονείς. Να αναγνωρίζουμε την ανεπάρκειά μας και να τρέχουμε να βοηθηθούμε. Υπάρχουνε, υπάρχει ειδικευμένο προσωπικό.

Σ.Θ: Ξέρεις όμως τι γίνεται; Να μου επιτρέψεις. Γονέας σημαίνει αφοσίωση.

Κ.Τ: Έτσι. Ώρες ωρών να ασχολείσαι με αυτό το παιδί που έχεις φέρει.

Σ.Θ: Έτσι, να ασχολείσαι εσύ, εσύ. Όχι να ασχολείται το χρήμα σου. Όχι να ασχολείται το χρήμα σου

Κ.Τ: Η νταντά, η νταντά, η νταντά και να πληρώνεται. Εσύ. Να αφιερώνεις ώρες ωρών.

Σ.Θ: Πολλές φορές, πολλές φορές όχι πάντα, μην το… δεν είναι οριζόντιο, τίποτα δεν είναι οριζόντιο στη ζωή, αν έχεις πολύ χρήμα πιστεύεις ότι έχεις κάνει το καθήκον σου για τα παιδιά σου. Δεν χρειάζεται να τα φροντίσεις. Έχουν τα λεφτά, έχουν τη νταντά, θα έχουν αύριο το μαγαζί για να δουλέψουν. Άρα νομίζεις ότι ξέμπλεξες με τα παιδιά.

Κ.Τ: Ναι. Ναι, έτσι.

Σ.Θ: Καμία φροντίδα.

Κ.Τ: Αγάπη.

Σ.Θ: Καμία αγάπη. Το παιδί σου πού πάει; Τι γίνεται; Μέχρι και δολοφόνος.

Κ.Τ: Έτσι. Εγώ πιστεύω ότι δεν τα προσέξανε τα παιδιά και δεν αναγνωρίσανε το πρόβλημα του παιδιού τους, γιατί αυτός νόμιζε ότι με το χρήμα και ο άλλος με το χρήμα, γιατί και οι δυο αποδείχτηκε ότι έχουνε λεφτά. Μας παρουσιάστηκε ο Αλβανός ότι είναι παιδί εργολάβου, ότι είναι σε οικονομική κατάσταση καλή. Και αφού ήταν σε οικονομική κατάσταση καλή γιατί δεχόταν να είναι το δόλωμα, ο ομορφονιός που προσέγγιζε κορίτσια για να τα πηγαίνουν στο σπίτι στο δώμα στο εξοχικό στους Πεύκους, στου Κούκουρα το εξοχικό, για να τα βιάζουν και να δείχνουν τις τσόντες. Και ότι… θα κάνετε μετά αυτό που βλέπετε, τις απειλούσαν τις κοπελίτσες. Ο ένας έδινε το χρήμα και ο Αλβανός, ο Αλβανός τα έπαιρνε και ήταν η μόστρα. Ήταν η μόστρα στα στέκια της Ρόδου.

Σ.Θ: Μήπως πρέπει να ανοίξουμε λίγο την ακτίνα της ευθύνης; Δηλαδή δεν το ήξερε κανείς;

Κ.Τ: Όλοι το ξέρανε.

Σ.Θ: Δεν το είχε αντιληφθεί κανείς;

Κ.Τ: Όλοι το ξέρανε. Όλοι το ξέρανε αλλά μάθανε να σιωπούνε και να κρύβουν ένοχα μυστικά. Δεν τους αρέσει που τα λέω, γιατί πολλά τα γράφουν και μεταβιβάζονται. Και γιατί η μαμά της Ελένης μιλάει έτσι, όλοι είμαστε βρωμίλοι; Όλοι είμαστε…Φυσικά δεν είπα εγώ ότι όλοι. Όλοι… Για όνομα του Θεού.

Σ.Θ: Και ούτε είναι το συγκεκριμένο μέρος. Θα μπορούσε να συμβεί και στην Αλεξανδρούπολη, να συμβεί και στις Σέρρες.

Κ.Τ: Έτσι, έτσι, έτσι.

Σ.Θ: Δηλαδή παντού μπορεί να υπάρχουν αυτά.

Κ.Τ: Αλλά και μάλιστα οι Λινδιακοί λέγανε γι΄ αυτό τον Μανώλη του Κούκουρα, ότι ήταν καμένο χαρτί. Ένας δεν βρέθηκε να τον υπερασπιστεί και να πει ήταν καλό παιδί. Σε αντίθεση μαζί μας. Ας έρθει, τους προκαλώ όλους, ας έρθουν μέσα στο Διδυμότειχο να πει κάτι αρνητικό για την Ελένη και για μας σαν οικογένεια. Ας πάει στις Σέρρες, ας πάνε στα μπαράκια της Μυτιλήνης, ας πάνε στη Θεσσαλονίκη… Να πούνε μια κακή κουβέντα για μας. Ή να πούνε για τον πατέρα της μια κακή κουβέντα.

Σ.Θ: Άρα, αυτό που έλεγε η εισαγγελέας ότι υπάρχουν και άλλα θύματα…

Κ.Τ: Ναι, φυσικά.

Σ.Θ: Υπάρχουν και άλλα θύματα πιστεύεις;

Κ.Τ: Πιστεύω πως ναι.

Σ.Θ: Γυναίκες δηλαδή που βιάστηκαν, που κακοποιήθηκαν και που είπανε πού να τα βάλω τώρα με αυτούς, άστο ας ξεχαστεί.

Κ.Τ: Ναι. Βιάζανε κοπέλες. Κοπέλες τις βιάζανε. Δασκάλα του παιδαγωγικού. Ήρθε άτομο στο σπίτι μου και μου λέει για μια δασκάλα η οποία αρραβωνιάστηκε και παντρεύτηκε και βγάζει ψυχολογικά προβλήματα. Τη βιάσανε στη Ρόδο. Αλλά είναι κοινό μυστικό ολονών. Το κρατάνε ένοχο μυστικό.

Σ.Θ: Η κακοποίηση και ο βιασμός είναι πολύ μεγάλη πληγή και μη φανερή δυστυχώς για ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας

Κ.Τ: Βιάζονται κάθε χρόνο πάνω από 5.000 κοπελίτσες, γυναίκες και πόσες καταγγελίες έχουμε; Ούτε 200. Ναι. Αλλά γιατί; Γιατί; Γιατί όταν πηγαίνεις εκεί μέσα στα δικαστήρια…

Σ.Θ: Γιατί φοβάται να το ξαναζήσει η κοπέλα.

Κ.Τ: Μέσα στο δικαστήριο ξαναζείς το βιασμό σου και.. σε κάνουν να αισθάνεσαι άσχημα. Δηλαδή κάπου…

Σ.Θ: Και ένοχη.

Κ.Τ: Ναι, ναι. Με τις ερωτήσεις. Τι, τι ντύσιμο είχες; Μήπως προκάλεσες; Και δηλαδή ρε φίλε επειδή προκάλεσα εσύ πρέπει να με βιάσεις; Δεν το κατάλαβα. Τι σημαίνει το προκάλεσα;

Σ.Θ: Το προκάλεσα μπορεί να είναι ένα σφύριγμα στο δρόμο, αλλά ο βιασμός δεν είναι ότι σε προκάλεσε κάποιος. Είναι ότι εσύ βγάζεις μια κτηνωδία απέναντι σε έναν άνθρωπο.

Κ.Τ: Ναι. Θα απαγορεύσει σε μια γυναίκα ξερω γω να φορέσει μια τιράντα, να φορέσει μια βερμούδα, ένα σορτς; Δεν το κατάλαβα. Και από τις ερωτήσεις που κάνουν πολλά κορίτσια δεν θέλουν να εκτεθούν, να το ξαναζήσουν, να πληγωθούν και να απογοητευθούν. 

Σ.Θ: Σιωπούν.

Κ.Τ: Σιωπούν. Σιωπούν

Σ.Θ: Τι εννοούσε η εισαγγελέας όταν έλεγε ότι ήταν ευάλωτη η Ελένη; Το είπε πολλές φορές. Ήταν σε μια περίοδο που ήταν ευάλωτη. Τι εννοούσε; Επειδή ήταν μόνη της σε ένα νησί;

Κ.Τ: Στις επικοινωνίες που είχαμε μαζί, δεν έδειχνε κάτι τέτοιο το παιδί. Ισως ξεγελάστηκε. Αυτό εννοούσε και κατέβασε μια φορά το βλέμμα της τόσο χαμηλά και την πάτησε στη ζωή της. Δεν αξιολόγησε. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότι υπάρχουν διπρόσωπα άτομα. Δεν μπορούσε να καταλάβει, ίσως αυτό εννοούσε, ότι εμπιστεύτηκε.

Σ.Θ: Αλλά εσύ δεν είχες κάποιο δείγμα ότι;

Κ.Τ: Όχι, όχι.

Σ.Θ: Ότι η Ελένη ήταν αδύναμη. Φοβόταν στο νησί.

Κ.Τ: Όχι.

Σ.Θ: Τίποτα.

Κ.Τ: Δεν το είχα καταλάβει. Αφού έγινε αυτό όμως, αυτό που έγινε στο παιδί, μετά συνδύαζα κάποια πράγματα. Δηλαδή το βράδυ όταν γυρνούσε, όταν τελείωνε τα μαθήματα 10 και κάτι και την έπαιρνα εκείνη την ώρα η Ελένη σαν να αναστέναζε. Μετά τα συνδύασα.

Σ.Θ: Τι εννοείς;

Κ.Τ: Σαν να.. κάποιους έβλεπε και φοβόταν κι έτρεχε το παιδί, για να φτάσει Εθνικής Αντιστάσεως να μπει στο σπίτι.

Σ.Θ: Α, τo τηλέφωνο γινόταν όταν έφευγε..

Κ.Τ: Έφευγε απ’ τη Σχολή, βράδυ…

Σ.Θ: Στο δρόμο εννοείς…

Κ.Τ: Και, στο δρόμο.

Σ.Θ: Το ξαναπλάθεις και νιώθεις ότι είχε μια ανησυχία.

Κ.Τ: Κάτι, κάτι, έτσι λέω εγώ. Μπορεί να είναι και λάθος μου. Έτσι το φαντάζομαι, το συνδυάζω. Ποτέ όμως δε φάνηκε ότι κάτι έχει να μου πει. Και το παράπονό μου είναι, ότι αν η Ελένη ήταν ευάλωτη, υπήρχαν οι περιβόητες φίλες, που εκεί επένδυε η Ελένη. Η Ελένη όταν αγαπούσε, δεν πα να της έλεγες «μην κάνεις μ’ αυτήν παρέα, είναι έτσι», «όχι μαμά, μην κρίνεις τους ανθρώπους απ’ την εξωτερική εμφάνιση» μου έλεγε.

Σ.Θ: Έχεις θυμό και  για τις φίλες;

Κ.Τ: Πάρα πολύ. Πολύ μεγάλο. Πολύ μεγάλο…

Σ.Θ: Για εκείνη τη μέρα που δεν την προστάτευσαν;

Κ.Τ: Γενικώς, γενικώς. Η Ελένη ήταν αγνή. Η Ελένη ήταν αγνή. Δε μπορούσε να… να διανοηθεί ότι έχεις εσύ τόση πονηριά που μπορεί να την εκμεταλλευόσουν κιόλας. Άμα της έκανες διάφορα, η Ελένη την ψυχή της έδινε. Ήταν φιλότιμο παιδί.

Σ.Θ: Δεν ήταν καχύποπτη με τους ανθρώπους.

Κ.Τ: Όχι, όχι.

Σ.Θ: Άρα, λες ότι κάποιες φίλες μπορούσαν να προστατεύσουν την Ελένη και δεν το κάνανε.

Κ.Τ: Φυσικά, φυσικά. Και είμαι πολύ κακοκαρδισμένη και πολύ θυμωμένη μ’ αυτές. Πάρα πολύ θυμό έχω.

Σ.Θ: Πώς το μαθαίνεις;

Κ.Τ: Το μαθαίνω… Την παίρνουμε τηλέφωνο, δεν απαντάει, την παίρνουμε τηλέφωνο δεν απαντάει, κι ήταν η Παρασκευή. Λέω «Γιάννη, κάτι γίνεται». Το πρωί εγώ μπαίνω στο facebook, έρχεται και μια φίλη που έχει το παιδί στο Νηπιαγωγείο, λέω «Μαρία, δεν έγινε τώρα δύο μέρες την Ελένη», «έλα ρε» λέει, «θα είναι πουθενά…ξέρεις…».

Σ.Θ: Ξενύχτησαν πουθενά…

Κ.Τ: Ναι, ναι, ναι και αδιαφορεί. Λέω «όχι, δεν μας έχει συνηθίσει έτσι». Παίρνω σ’ ένα γνωστό μου στη Ρόδο, του λέω «το και το, πού είσαι;», λέει «στης κουνιάδας μου το σπίτι». Λέω «πόσο απέχει από Εθνικής Αντιστάσεως, εκεί που μένει το παιδί;». Λέει «800, 900 μέτρα». «Σε παρακαλώ πήγαινε, λέω, η Ελένη το και το τώρα δυο μέρες δεν τη βρίσκουμε, πού είναι;». Αχ, λέει «ανησυχείς ρε Κούλα; Έγινε λέει στην παλιά την πόλη ένα πάρτι, πως το λεν (μπορεί να ξενύχτησε) ναι, και να είναι σε καμία φίλη της». Λέω «πήγαινε». Μετά, αυτός φεύγει από κει και πάει στο Μεσογειακών Σπουδών, στη Γραμματεία. Εκεί στη Γραμματεία, πάνσοφοι όλοι εκεί μέσα, που και γι’ αυτουνούς τη γούνα έχω πολλά, λοιπόν, λένε «όχι, άμα γινόταν κάτι κακό θα είχαμε ενημερωθεί». Κάτι κακό στο παιδί… Παρασκευή γυρνάω από το Νηπιαγωγείο, εγώ έτσι αισθανόμουν περίεργα, πού είναι αυτό το παιδί δεν μας είχε συνηθίσει. Γιάννη… Ήρθε ο Γιάννης απ’ το Δικαστήριο, έχω έναν ανιψιό στην Ορεστιάδα, στις Καστανιές, στον έλεγχο των διαβατηρίων είναΙ. Τον ειδοποιούνε υπάρχει στο νεκροτομείο ας πούμε γυναικείο σώμα μ’ ένα τριαντάφυλλο – η Ελένη τον Ιούνιο είχε κάνει ένα τριαντάφυλλο..

Σ.Θ: Στο πόδι, στη γάμπα.

Κ.Τ: Εν τω μεταξύ όμως είχαμε πάει με το Γιάννη με φωτογραφία στο Αστυνομικό Τμήμα Διδυμοτείχου και θυμάμαι έτσι τη φιγούρα αυτού του αστυνομικού, ένα νεαρό όμορφο παλικάρι, οι αστυνομικοί φαίνεται έχουν ιστοσελίδα που αμέσως μπαίνουν μέσα και βλέπουν. Αυτό κατάλαβα, εκ των υστέρων τα συνδύασα, εκείνη την ώρα δεν τα συνδύασα, δε μπορούσα να τα συνδυάσω. Κοιτάει αυτός, προσπαθούσα να καταλάβω το βλέμμα του, αλλά κάτι δε μου άρεσε, παρ’ όλο που είπε «όλα θα πάνε καλά». Βγαίνω έξω στο διάδρομο και περπατάω βιαστικά πάνω-κάτω και λέω «Γιάννη, Γιάννη κάτι γίνεται, Γιάννη κάτι δε μου αρέσει, κάτι έχει συμβεί στο παιδί μου. Κι όταν πάμε στο σπίτι, ήμουν χαμένη στον κόσμο μου. Δεν ξέρω, προαίσθηση ήταν, το σοκ που θα δεχόμουν. Κατεβαίνει κάτω, έρχεται ο αστυνομικός, ο ανιψιός μας από την Ορεστιάδα και λέει του Γιάννη «η Ελένη είχε στη γάμπα της τριαντάφυλλο;». Λέει ο Γιάννης «ναι, τατουάζ». Και άρχισε να κλαίει. Έρχεται πάνω ο Γιάννης, ο Πέτρος, η Λίτσα, η συννυφάδα μου. Εγώ σκοτάδι. Και αρχίζουν και κλαίνε στην τραπεζαρία και φωνάζουν και μου λένε «πάει η Ελένη, τη βρήκαν». «Τί τι βρήκαν;» λέω. «Τη βρήκαν νεκρή». Από εκείνη τη μέρα χάθηκα. Τίποτα, τίποτα.  Μέσα στον εγκέφαλο μόνο σκοτάδι και σοκ και γιατί. Γιατί; Γιατί; ΓΙΑΤΙ; Τι να συνειδητοποιήσεις; Δεν το συνειδητοποιείς, με μήνες δεν το συνειδητοποιείς. Δε μπορείς να το συνειδητοποιήσεις ότι έγινε αυτό εις βάρος του παιδιού σου. Δε μπορεί ο εγκέφαλος να το επεξεργαστεί όλο αυτό

Σ.Θ: Δεν μπορεί

Κ.Τ: Και εκεί που γίνεται η μεγαλύτερη ζημιά είναι ότι λες, να την είχα άρρωστη στο κρεβάτι, να το ζήσω, να τρέξω, να πολεμήσω, να πουλήσω, να την πάω στους καλύτερους γιατρούς. Να το πολεμήσω. Κι αν δεν, κι αν βλέπεις κι υποφέρει, υποφέρει, ζητάς και τη λύτρωση στο τέλος. Ή ακόμα και θύμα τροχαίου.

Σ.Θ: Έκανε ένα λάθος

Κ.Τ: Έγινε κάτι…

Σ.Θ: Έκανε ένα λάθος

Κ.Τ: Το πήραν το παιδί, 3,5 ώρες το βασανίσανε, πέρασε του Χριστού τα πάθη; Ούτε ο Χριστός δεν πέρασε αυτά που πέρασε το δικό μου το παιδί. Αν διαβάσεις το τι γράφουν οι δύτες και το τι λένε, σοκάρεσαι. Και πώς εγώ να το αντέξω η μάνα;

Σ.Θ: Δεν υπάρχει αγάπη μου. Δεν υπάρχει, δεν υπάρχει. Όλοι έχουν σοκαριστεί. Όλη η κοινωνία έχει σοκαριστεί, όχι εσύ.

Κ.Τ: Να το κρατάει το παιδί ο ένας και να πολτοποιεί το κεφάλι, να παίρνουν και να λένε «χοντρόπετσο λαιμό έχεις», τ’ απάνθρωπα, τ᾽ανθρωπόμορφα τέρατα, κτήνη… Ήταν δυο μέτρα κοπελάρα, και κτήνος να έτρεχε από πίσω της θα σωζόταν.  Το κτήνος θα σταματούσε κάποια στιγμή, θ’ ανέβαινε η Ελένη σ’ ένα δέντρο, κάπου, θα προστάτευε τον εαυτό της. Αυτά την κρατούσαν. Αν ήταν ένας προς μία, θα τους είχε σακατέψει στο ξύλο. Αλλά την κρατούσαν χέρια-πόδια και τη χτυπούσε.

Σ.Θ: Και δειλοί. Και δειλοί.

Κ.Τ: Ναι, άνανδροι. Άνανδροι. Άνανδρα υποκείμενα αυτής της ζωής. Αν είναι να γεννιούνται τέτοια άνανδρα…να μη γεννιούνται. Η γιαγιά μου η πρόσφυγας ξέρεις τι έλεγε; Και το έλεγε η γιαγιά μου, μια θρησκόληπτη που έζησε πόνους και χαμούς παιδιών, και άντρες έχασε και παιδιά έχασε και έθαψε, και έλεγε η γιαγιά μου η Σοφία, αυτή η πρόσφυγας από’ τον Πόντο: Αν είναι να γεννιούνται καλά παιδιά, να έρχονται, μετά χαράς. Θες, στειλτα. Αν είναι να γεννιούνται συρκίμελα, κακής ποιότητας άνθρωποι, κακά παιδιά, κακόψυχα παιδιά, τέρατα, μη σώσει και γεννιούνται. Δε θα ξεχάσω τις κουβέντες αυτής της γιαγιάς μου της αγράμματης, της αναλφάβητης, αλλά έλεγε σοφίες ζωής. Συρκίμελα παιδιά μη γεννιούνται  Κι αυτά τέτοια ήταν. Παιδιά χωρίς αγάπη. Μόνο καλλιεργούσαν την ψεύτικη μαγκιά, την αλητεία, τον τεντιμποϊσμό, την προστυχιά, την ανανδρία. Άνανδρα παιδιά ήταν, δε φορούσαν παντελόνια. Εμένα αν μου κάνει μεθαύριο ο Πέτρος τέτοιο πράγμα, θα ντραπώ, θα κρύψω το πρόσωπό μου. Όχι θα το υπερασπιστώ. Πρώτα ξέρεις τι θα έκανα; Θα πήγαινα να κοιταζόμουνα καλά στον καθρέφτη και να έλεγα «τι δεν έκανες καλά ρε μάνα; Έχεις πρόσωπο να μιλάς;».

Σ.Θ: Αν ο γιος σου έκανε κάτι.

Κ.Τ: Αν ο γιός μου, ναι. Άρα εσύ έχεις κάνει λάθη. Έκανες φοβερά λάθη. Όταν σε καλούσαν στο σχολείο και σου έλεγαν «το και το», εσύ τι έκανες; Οι σειρήνες βοούσαν κι εσύ κώφευες, έκλεινες τ’ αυτιά σου στις σειρήνες που φώναζαν. Οι καθηγητές που τον είχαν, ξέρετε τι είπαν; «Το περιμέναμε, ήταν αναμενόμενο». Ήταν ένα θρασύτατο πλάσμα, ένα αναιδέστατο πλάσμα, ένα πλάσμα που προκαλούσε συνεχώς, που μέσα στην τάξη έπαιρνε κι έσερνε τα…

Σ.Θ: Δεν είναι, δεν είναι, αν μου επιτρέπεις, δεν είναι άμοιροι ευθυνών και οι καθηγητές όμως.

Κ.Τ: Ναι, εγώ ρίχνω και αιχμές και σ’ αυτούς.

Σ.Θ: Προφανώς, προφανώς δε μπορούσαν να διανοηθούν τι θα γινόταν.

Κ.Τ: Όχι, όταν έγινε, λέει… «ήταν αναμενόμενο, το περιμέναμε». Δεν προκάλεσε έκπληξη η βία αυτού του παιδιού.

Σ.Θ: Αφού λοιπόν το περίμενες, όταν το παιδί αυτό ήταν στο σχολείο τι έκανες; Τι έκανες; Έκανες μια χαλαρή προειδοποίηση στον γονέα; Δηλαδή δεν μπορούσες ένα μεγαλύτερο καμπανάκι;

Κ.Τ: Έτσι. Ρίχνω και ευθύνες γιατί όταν βλέπεις γονείς που δεν αποδέχονται το πρόβλημα του παιδιού τους, το επόμενό σου βήμα ποιο είναι; Δεν κάνεις κάτι. Δε, δεν κάνεις κάτι εσύ; Σύλλογος Γονέων δεν υπάρχει; Να το διευρύνεις, να το μεγαλώσεις. Αλλά προφανώς, δε θέλεις εσύ να ενσκήψεις στο πρόβλημα του παιδιού σου; Νίψου μετά και τα προβλήματα. Όταν αυτός ο Διευθυντής του ΕΠΑΛ μέσα στο Δεκέμβρη του ’18 πήγε και έδωσε κατάθεση και μίλησε, και μίλησε και πολύ ανώδυνα, τον πιάνει ο πατέρας του ο επιχειρηματίας και του λέει «έτσι και ξαναμιλήσεις για το γιο μου θα σε καθαρίσω, ναι, θα σε καθαρίσω και θα έχεις την τύχη της Τοπαλούδη, της Ελένης». Ο επιχειρηματίας, αυτός ο ευυπόληπτος, ο ατσαλάκωτος που μας ήρθε, αντί να σκύψει το κεφάλι και να ζητά συγνώμη και να σέρνεται στα γόνατα, ήρθε μ’ ένα στυλάκι μέσα στα Δικαστήρια και μετά προκλητικά τελείως έτρωγε σοκολάτα, πιο πέρα από μένα. Έτρωγε σοκολάτα. Φυσικά τον όρμησα και άκουσε τα χίλια μύρια, που ήταν αληθινά ό,τι είπα, δεν .. δεν είπα τίποτα, ούτε υπερέβαλλα.

Σ.Θ: Δεν έδειξε καμία μετάνοια;

Κ.Τ: Τίποτε, τίποτε, δεν έχουν αυτοί οι άνθρωποι συναισθήματα, δεν έχουνε. Και γιατί; Γιατί έχουν λεφτά, στηρίζονται στο χρήμα. Ότι όλα μπορούν να τ’ αγοράσουν.  Και όλα έχουν μια τιμή και αυτοί τ’ αγοράζουν με ευκολία. Έχουν πολλά μαγαζιά στη Λίνδο, έχουν ξενοδοχεία, έχουν επιπλοποιεία. Και πολλά άλλα. Και πολλά άλλα.

Σ.Θ: Ναι ρε παιδί μου, αλλά το παιδί σου κάνει ένα τέτοιο έγκλημα, δηλαδή τι πιο λογικό από το να συρθείς κάτω και να πεις «συγχωρέστε με»; Συγχωρέστε με γι αυτό που έκανα γι’ αυτό τον πόνο που σου έφερα. Συγχώρεσέ με».

Κ.Τ: Όχι, ούτε καν ζήτησε αλλά και να ζητούσε, εγώ δεν είμαι Γιάννης. Εγώ είμαι η μάνα της Ελένης. Δε συγχωρώ κανέναν και δε δέχομαι δικαιολογία. Να το πετάνε στα παγωμένα νερά, ζωντανό, πολτοποιημένο. Και να μου ζητήσουν συγνώμη. Τι εχω, τι, τι μου αφαίρεσαν απ’ τη ζωή;

Σ.Θ: Εγώ δεν λέω αν θα συγχωρούσες

Κ.Τ: Την ψεύτικη κούκλα, την ψεύτικη κούκλα, θα πάω να την ξαναπάρω, θα τη ζωντανέψω φου, φου, φου, με το ραβδάκι μου το μαγικό και θα δώσω ζωή και φως στο παιδί μου; Δεν τους συγχωρώ, τους μισώ. Και ο Γιάννης που τον πλησίασε τον Κούκουρα, του είπε: «Γιατί όταν έπρεπε δεν έκανες δουλειά μ’ αυτό το παιδί; Αυτή τη βία γιατί δεν την περιόρισες και δεν τη μαλάκωσες; Υπήρχαν φορείς, υπήρχαν ψυχοπαιδαγωγοί, ψυχοθεραπευτές, συνεδρίες να κάνεις εσύ κι η γυναίκα σου». Οι ανίκανοι, οι ανεπαρκείς, οι άχρηστοι γονείς, να πάρετε βοήθεια. Όλοι δε γεννιόμαστε γονείς με προσόντα. Υπάρχουν και αδυναμίες και πρέπει να τις βλέπουμε για να κάνουμε καλά παιδιά στην κοινωνία. Αυτοί  προφανώς είδαν τα λεφτά και με το χρήμα μαθαν να μιλάνε. Το χρήμα…

Σ.Θ: Δυστυχώς έχεις δίκιο. Δηλαδή, είναι όλα αυτά που λες, είναι και η αίσθηση, λέω γι’ αυτούς τους δύο τώρα, τους νέους, ότι και στη στραβή θα είχαν μια προστασία.  Δηλαδή δεν είναι το έγκλημα του απόκληρου, του πεινασμένου. Είναι η σιγουριά ότι ακόμα κάτι πάει στραβά, οι γονείς μου θα με καλύψουν.

Κ.Τ: Έτσι! Το μοντέλο της ελληνικής οικογένειας, ε; Τι κάνουμε; Δημιουργούμε ένα προστατευτικό δίχτυ, ένα θερμοκήπιο παραβατικών συμπεριφορών και νομίζουμε ότι πάντα τα λεφτά θα μας σώνουν. Δεν μαθαν αυτοί οι γονείς ότι η πιο ανώδυνη πράξη μας, οτιδήποτε κι αν κάνουμε, έχει ένα αποτέλεσμα. Χρησιμοποιώ γκλομπς, έχει αποτέλεσμα. Χρησιμοποιώ σουγιάδες, έχει αποτέλεσμα. Δεν το μάθανε αυτό. Και τώρα και με το χρήμα νόμιζαν θα γινόταν ανατροπή της δίκης. Γιατί αυτοί είχαν πολλά, πολλά κονέ, πολλά, πολλά πολλά που τη στηρίζανε, πολλές γνωριμίες.

Σ.Θ: Είναι αυτό που υπαινίχθηκε η Εισαγγελέας, ότι όσο κι αν πίεζαν…

Κ.Τ: Έτσι, φυσικά, φυσικά.

Σ.Θ: Έβαλε βέβαια ένα ερώτημα, «αν» πιέζανε, αλλά το είπε.

Κ.Τ: Ναι, «αν, θα, όταν, ίσως»…

Σ.Θ: Αλλά, το είπε, είπε δηλαδή «δε μ’ ενδιαφέρει όσο κι αν πιέζανε, αν πιέζανε, ας χαλάσει ο κόσμος όλος, ας γκρεμιστεί αλλά θα επικρατήσει η Δικαιοσύνη.

Κ.Τ: Η δικαιοσύνη. Φυσικά.

Σ.Θ: Άρα μου λες ότι ήταν κάτι παραπάνω από σχήμα λόγου αυτό που είπε η Εισαγγελέας.

Κ.Τ: Φυσικά, φυσικά. Άμα μπείτε σε σελίδες και ακούσετε το τι γνωριμίες έχουν αυτά τα άτομα, τα λένε τρανταχτά, ο τάδε, η τάδε, ο τάδε… Εντάξει; Και εκ των υστέρων προσπαθούσαν να σώσουν το γιο τους πάλι με το χρήμα, προσκομίζοντας ψεύτικη διάγνωση, ότι είναι τρελός, ότι πουλάει τρέλα.

Σ.Θ: Ξαφνικά αρρώστησε.

Κ.Τ: Ναι, ξαφνικά αρρώστησε. Δεν είναι όμως έτσι. Δε μπορεί οι ψυχίατροι των φυλακών να λένε ότι μια χαρά είναι σαν συμπεριφορά και ο ιδιώτης ο ψυχίατρος, ο πληρωμένος, να λέει ότι είναι νευρωτικό άτομο, κι έχει… Και πώς γίνεται όλοι οι δολοφόνοι αφού κάνουν την πράξη να είναι όλοι με ψυχολογικά προβλήματα; Χωρίς παπούτσια, να εμφανίζεται να πουλάει τρέλα σε όλο το μεγαλείο και θεατρινισμούς. Τον είπαν όμως και οι δικαστίνες… η έδρα. Φτάνει… φτάνει οι θεατρινισμοί. Οι θεατρινισμοί πήραν τέλος. Δεν έχεις θεατές, του είπανε. Η αυλαία έκλεισε. Έτσι ακριβώς. Δεν έχεις θεατές. Και να λέει ο διαταραγμένος, κάθε τόσο “πόσα χρόνια θα μου ρίξετε” αφού έχει  διατάραξη ρε εγκεφάλου, εδώ έχει τρέλα. Πώς γίνεται να ρωτάμε. Μας ενδιαφέρει το πόσα χρόνια θα καθίσουνε στη φυλακή. Εκεί έχουμε διαύγεια μυαλού; Και μετά έχουμε διαταραγμένες. Τι να πω. Όλοι οι δολοφόνοι έχουν ψυχολογικά προβλήματα και τρέλα.

Μουσική

Σ.Θ: Ο νοτιάς όμως ήταν με το μέρος μας…

Κ.Τ: Τι τραγικό θα ήταν..

Σ.Θ: Ο νοτιάς έφερε το σώμα στην ακτή.

Κ.Τ: Ο κόσμος τι μου είπε: «Κούλα, στην ατυχία σου ήσουν τυχερή». «Φαντάσου να μην τη βρίσκατε, τι θα έκανες»; Και γιατί την ρίξαν εκεί; Για να εξαφανίσουν τα ίχνη,

Σ.Θ: Μα θα ‘φευγε. Μίλησα, μίλησα με ανθρώπους του Λιμενικού, με ψαράδες, ήταν σπάνιο φαινόμενο. Δηλαδή λογικά έπρεπε να φύγει το άψυχο σώμα, να φύγει κάτω να πάει, να φύγει…

Κ.Τ: Στην Αίγυπτο.

Σ.Θ: Να πάει στην Αίγυπτο, ναι.

Κ.Τ: Βορά, βορά, βορά ψαριών..

Σ.Θ: Και ήρθε ο νοτιάς και την έφερε στην ακτή. Σκληρό για σένα αλλά μάλλον καλύτερα, γιατί πάντα θα ζούσες με μια απορία, τι έχει συμβεί…

Κ.Τ: Ε, βέβαια, θα τρελαινόμουν, στο ψυχιατρείο θα έμπαινα.

Σ.Θ: Και θα μπορούσαν και αυτοί να ισχυριστούν οτιδήποτε. Έτσι; Ότι ναι, μεν…

Κ.Τ: Σωτήριο που βρέθηκε το σώμα του παιδιού μου και οι κάμερες. Αν δεν υπήρχαν και οι κάμερες…

Σ.Θ: Που βρέθηκε ο πρώτος και κάρφωσε τον δεύτερο.

Κ.Τ: Ε, βέβαια, βέβαια. Και έκανε ο Λιμενικός πάρα πολύ καλή δουλειά, και  ο ιατροδικαστής έκανε πολύ καλή δουλειά και η κοπέλα από την Αστυνομία με το DNA, δηλαδή κάνανε πολύ καλή δουλειά. Αλλιώς θα ζούσαμε «πού είσαι Ελένη, πού είσαι Ελένη» και τώρα θα ήμουν έγκλειστη στο ψυχιατρείο σίγουρα.

Σ.Θ: Το καλοκαίρι θα πηγαίνατε στη Ρόδο.

Κ.Τ: Ε, θα ταν και η ορκωμοσία. Δεν θέλω να ξαναπάω. Δεν θέλω να ξαναπάω σ´ αυτό το νησί. Πήγα να δώσω κατάθεση. Πέθανα, πέθανα μέχρι να φτάσουμε να φύγουμε, να φύγουμε, να φύγουμε. Θα μου πεις τι σου φταίνε οι υπόλοιποι άνθρωποι; Ο Γιάννης λέει, όταν έγινε αυτό ερχόντουσαν οι άνθρωποι και κλαίγανε και τον πιάναν και τον αγκαλιάζανε και λεν ντρεπόμαστε, ντρεπόμαστε πραγματικά…

Σ.Θ: Στη Ρόδο λες;

Κ.Τ: Ντρεπόμαστε, ναι. Ήρθαν Ροδίτες έξω απ τα δικαστήρια και με πιάσαν οι άνθρωποι και μου λένε, με την Ελένη, μπροστά στο ενυδρείο, εκεί που βγαίνανε και κολυμπούσανε… το γνωρίσαμε το κορίτσι, παίζαμε ρακέτες, γνωρίζαμε το παιδί.

Σ.Θ: Μα κι εγώ, με όσους μίλησα στη Ρόδο, είναι συντετριμμένοι, γιατί νιώθουνε μια μικρή, μικρή ευθύνη, ο καθένας απ’ αυτούς.

Κ.Τ: Ναι, ναι, ναι. Βλέπω και αναρτήσεις ποιοι είναι αυτοί, αυτά τα τέρατα που στιγμάτισαν το νησί μας. Γιατί πάντα αυτός ο θάνατος ο μαρτυρικός θα υπάρχει. Γιατί η συγκάλυψη είναι συνενοχή. Ξέρω και δεν μιλάω, είναι θάνατος. Ξέρω και δεν καταγγέλω, είναι θάνατος και σταματήστε πια να μεγαλώνετε βίαιους χαρακτήρες και να υποτιμάτε τον ρόλο της γυναίκας… Γυναικούλα και είναι για την κουζίνα, κι όλα αυτά… η ανισότητα των φύλων. Είμαστε ισότιμα μέλη αυτής της κοινωνίας και ισότιμα φύλλα.

Σ.Θ: Λες, λοιπόν, ότι στη βάση της αυτή η κτηνωδία κρύβει το ότι η γυναίκα είναι ένα πράγμα που μπορώ να το χρησιμοποιήσω όπως θέλω.

Κ.Τ: Έτσι, έτσι, έτσι, φυσικά. Να μάθουμε να σεβόμαστε την ανθρώπινη φύση, την ανθρώπινη υπόσταση, το γυναικείο κορμί. Όχι επειδή η Ελένη είπε όχι, έπρεπε να τη σκοτώσουνε. Το όχι να το πληρώσει με τη ζωή της; Το παιδί μου, το δικό μου. Με ποιο δικαίωμα αφαίρεσαν μια ανθρώπινη ζωή αυτά τα τέρατα; Γιατί; Γιατί δεν μάθαν να σέβονται, δεν μάθαν ν᾽ αγαπάνε. Αυτά είναι τεντιμπόηδες της συμφοράς. Αλήτες της συμφοράς. Αυτό μόνο τους αξίζει.

Σ.Θ: Μετά από είκοσι πόσα χρόνια που θα βγουν, πιστεύεις ότι θα χουνε…

Κ.Τ: Σωφρονιστεί; Όχι. Θα βγουν περισσότερο με βία και με κακία. Αυτοί χρησιμοποιήσανε όλες τις μορφές βίας. Πώς θα σοφρωνιστούν αυτά τα άτομα;

Σ.Θ: Άρα, τα ισόβια συν 15 χρόνια ήταν..

Κ.Τ: Πολύ λίγα. Και για μένα είναι πολύ λίγα.

Σ.Θ: Ναι, ο βιασμός πια, μπορεί να ‘ναι και ισόβια…

Κ.Τ: Ναι, αλλά εμείς είμαστε στο καθεστώς του προηγούμενου του Ποινικού Κώδικα. Με εκείνον τιμωρηθήκανε. Δεν είναι το σημερινό. Άμα ήταν το σημερινό…

Σ.Θ: Θα χανε δύο φορές ισόβια.

Κ.Τ: Δις ισόβια θα πήγαινε. Αλλά τώρα τι. Θα βγούνε ας πούμε μετά από πόσα χρόνια;

Σ.Θ: Τα ισόβια; Υποτίθεται τα ισόβια είναι δεκαεπτά χρόνια, δεκαοχτώ…

Κ.Τ: Ναι, και δεκαπέντε με το βιασμό. Τριανταδύο. Θα βγουν μετά από 32 χρόνια αυτοί. Και θα γίνουνε τι; Οι γλάροι οι λευκοί; Οι αθώες περιστερές; Πάντα βία θα έχουν αυτά τα άτομα.

Σ.Θ: Σ᾽ έχει ενοχλήσει πολύ, αν μου επιτρέπεις γιατί μίλησα και με τους συνηγόρους, η συμπεριφορά τους μέσα στο δικαστήριο. Δεν λέω ότι θα τους συγχωρούσες, αλλά ένιωθες την έπαρση μέσα στο δικαστήριο. Και ακόμα και τότε δεν είχανε ταπεινωθεί, δεν είχαν νιώσει το κακό που είχαν κάνει.

Κ.Τ: Όχι, όχι, Όταν εγώ μπήκα και λέω στον Αλβανό, γύρνα να δω διπρόσωπε το πρόσωπό σου. Έτσι καθότανε… Θαρρείς κι ήτανε…

Σ.Θ: Δεν τσάκισε

Κ.Τ: Όχι. Το μόνο που είπε, όχι σε μένα, εμένα δεν τολμούσε να γυρίσει τη φάτσα του για να τη δω. “Ντρέπομαι κυρία εισαγγελέα που βλέπω αυτό τον άνθρωπο, για τον πατέρα της Ελένης ντρέπομαι. Να μπω μέσα στο χώμα, στη γη”. Μπες, γιατί δεν μπαίνεις; Μπες. Και του Κούκουρα ο γιός τώρα με τις μάσκες δείξτε τα πρόσωπά σας δείξτε. Και κατεβάζει με αναίδεια. Και κατεβάζει για να δω το πρόσωπό του. Άκου το αναιδεστατο, το αναιδέστατο πλάσμα αυτό. Αναιδεστατο ακόμα και τώρα.

Σ.Θ: Δεν τολμήσανε στο δικαστήριο, δεν τολμήσανε βέβαια στο δικαστήριο να πούνε περί προκλητικότητας και λοιπά…

 Κ.Τ: Όχι, όχι, όχι.

Μουσική

Σ.Θ: Τί γράφεις λοιπόν;

Κ.Τ: Γράφω ένα βιβλίο για την Ελένη. διάφορες σκέψεις.

Σ.Θ: Τα βράδια;

Κ.Τ: Τα βράδια είναι εφιαλτικά. Το πρωί ξυπνάς λίγο, βλέπεις τα τριαντάφυλλα, τα λουλούδια, λέω θα μιλήσεις, θα κάνεις μια δουλειά αλλά τα βράδια είναι εφιαλτικά. Κατ’ αρχάς πονάει όλο το κορμί μου. Νιώθω να με χτυπάνε. Πονάω. Ο Γιάννης όλο μου κάνει εντριβές. Πονάει η μέση μου, πονάνε τα κόκαλά μου, πονάνε τα γόνατά μου, δε μπορώ ούτε ένα  σκαλί ν’ ανεβώ στην  τραπεζαρία, δυσκολεύομαι ν’ ανεβώ. Βιώνω κάθε στιγμή και κάθε λεπτό τον πόνο του παιδιού μου.  Τον πόνο του παιδιού μου. Τα βασανιστήρια, τις τσιρίδες της, τις φωνές της, τον τρόμο της. Να παρακαλάει, να ζητάει έλεος για ζωή και να μην… Ποιοι αποφάσισαν; Οι νταήδες, τα τσογλάνια, ν’ αφαιρέσουν μια ανθρώπινη ζωή. Ποιος τους έδωσε αυτό  το δικαίωμα; Είχαν τρεισήμισι ώρες περιθώριο να την πάνε στο νοσοκομείο και μπερδεύτηκε λέει ο Κουκουρας, του Κούκουρα ο γιος και αντί να πάρει το δρόμο για το νοσοκομείο πήρε το δρόμο για τα βράχια. Άκου δηλαδή, άκου τι λένε!

Σ.Θ: Γράφεις μόνο τα άσχημα ή γράφεις και τα ωραία;

Κ.Τ: Τα ωραία. Ε, ναι. Γιατί είχαμε και ωραία. Και μόνο που ήρθε στη ζωή μου, ήταν ένα θείο δώρο. Αισθανόμουν πολύ ευτυχισμένη, που με είχανε και γεροντοκόρη, ε, ότι…

Σ.Θ: Εσένα;

Κ.Τ: Πάρα πολλοί μου το λέγανε.

Σ.Θ: Επειδή είχες περάσει τα 30;

Κ.Τ: Ναι. Ήμουν γεροντοκόρη.

Σ.Θ: Στα χωριά τότε ναι, βέβαια… Τον ερωτεύτηκες το Γιάννη;

Κ.Τ: Ναι, ναι, γνωριστήκαμε μια σχολική χρονιά…

Σ.Θ: Η δυνατή του σπιτιού είσαι εσύ πάντως, ο Γιάννης είναι ο καλός.

Κ.Τ Ο Γιάννης είναι ο καλός…

Σ.Θ: Είναι δύο μέτρα, αλλά είναι, αν μου επιτρέπεις ο αγαθός γίγαντας, ένας πολύ γλυκός άνθρωπος.

Κ.Τ: Αν δεν ήταν τόσο καλός εγώ δε θα μπορούσα να επιβιώσω. Εγώ είμαι από τις δύσκολες Πόντιες, είμαι νευρόσπασμα, έχω νεύρο. Και ο τρόπος που μιλάω βγάζει νεύρο. Αλλά ο Γιάννης είναι ο εξισορροπιστής, ο οικονομολόγος του σπιτιού. Εγώ είμαι η νοικοκυρά η παραδοσιακή. Θα σφουγγαρίσω, θα σκουπίσω, θα πλύνω, θα σιδερώσω, θα μαγειρέψω, θα πλύνω τα μπαλκόνια, θα ποτίσω τα λουλούδια, αυτά. Στα χαλιά μαζί, στις κουρτίνες μαζί, θα με βοηθήσει, βοηθάει.

Σ.Θ: Ξέρεις ότι είχαμε βρεθεί με το Γιάννη παλιά ε;

Κ.Τ: Ναι;

Σ.Θ: Ναι, μου το θύμισε στο τηλέφωνο. Είχα περάσει από το Διδυμότειχο με την προηγούμενη ιδιότητά μου και είχαμε συναντηθεί στο δημαρχείο, γιατί εγώ με το Διδυμότειχο έχω σχέση. Υπηρέτησα εκεί. Από εκεί πήρα το απολυτήριό μου από την Καρωτή. Και τώρα που τον πήρα τηλέφωνο, μου λέει θυμάσαι που συναντηθήκαμε πριν 2,5 χρόνια και τα λέγαμε στο Διδυμότειχο; Άνθρωπος της προσφοράς και αυτός.

Κ.Τ: Πάρα πολύ. Αγνός μέχρι…όχι κάνω εκεί να πάρω εκείνο, να εκμαιεύσω εκείνο, μελλοντικά το άλλο. Τέτοια αξιοπρέπεια ο Γιάννης.

Μουσική

Το ραντεβού γι’ αυτή τη συνάντηση κλείστηκε με τον Γιάννη. Ήταν ευγενής όσο δεν φαντάζεστε. Μόνο που έπρεπε να πάω ξημέρωμα στο σπίτι που τους φιλοξενούσαν σε ένα σχεδόν αγροτικό δρόμο στην Κηφισιά.
Μόλις έβγαινε για τα καλά ο ήλιος, θα έφευγαν με το αυτοκίνητο τους για το Διδυμότειχο. 8 – 9 ώρες ταξίδι, με μια στάση στις Σέρρες στους πατρογονικούς τάφους της γυναίκας του.
Τα αεροπλάνα από το Τατόι γυρνούσαν συνεχώς πάνω από τα κεφάλια μας.
«Τι τα έπιασε σήμερα», τον έπιασα να μονολογεί ενώ φόρτωνε το παλιό επιβατικό. «Το καλοκαίρι θα πηγαίναμε στην Ρόδο. Η Ελένη μας θα έπαιρνε πτυχίο» είπε με τσακισμένη φωνή.

Μουσική

Γιάννης Τοπαλούδης: Κάποιοι γνώριζαν για αυτή την εγκληματική δράση αυτών των δυο. Γνώριζαν σίγουρα και έκλειναν στόματα. Τώρα γιατί έκλειναν στόματα…εξαιτίας του φόβου και τρόμου; Εξαιτίας χρημάτων; ας απαντήσουν η ίδια η κοινωνία.

Μουσική

Γ.Τ: Αυτά τα τέρατα, ίσως κι άλλα, έκαναν δράση με τουρίστριες το καλοκαίρι… που άλλες καταγγελίες γίνονταν δεκτές, άλλες δεν γίνονταν απ’ την αστυνομία. Και ύστερα πού θα παν το χειμώνα; στις φοιτητριούλες! Ξεμονάχιαζαν κάποια με κάποια δολώματα. Και τώρα έτυχε ήταν η Ελένη μας, αν δεν ήταν η Ελένη θα ήταν κάποιο άλλο κοριτσάκι.

Μουσική

Γ.Τ: Αφού είναι γνωστά αυτά που έλεγε η εισαγγελέας. “Δεν σας έκατσε λέει το προηγούμενο, δεν σας έκατσε οι άλλες δύο που ήταν και έφυγαν και γλίτωσαν την τελευταία στιγμή, ύστερα είπατε εδώ είμαστε. Αυτό θα την πατήσει”.

Μουσική

Γ.Τ: Και επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν κουμάντο την Ελένη και να ολοκληρώσουν και αυτοί σεξουαλικά, πήγαν ο άλλος σε πουτάνα την άλλη την ημέρα και μετά πήγαν και έκαναν και το ΑΜΕΑ την μεθεπόμενη μέρα. Αυτή ήταν η ανθρωπιά που τους έδωσαν και τους δίδαξαν.

Μουσική

Σ.Θ: Γιάννη το μόνο που θέλω να μου πεις… για τα τριαντάφυλλα στην Εισαγγελέα

Γ.Τ: Τα τριαντάφυλλα κατ αρχήν τα έκοψε η Κούλα από δω, από τον κήπο εδώ. Γιατί δεν ήταν μόνο στην αγόρευση που είπε για την Ελένη. «Εγώ λέει είμαι η φωνή της Ελένης». Αυτό το είπε όχι στις 13 την επόμενη του Ιανουαρίου που είχαμε συνεδρίαση. Εγώ σαν πατέρας τι να πω για αυτήν την γυναίκα εκεί;

Σ.Θ: Ναι

Γ.Τ: Εμείς μιλήσαμε μία φορά στις 13 Ιανουαρίου και καταθέσαμε αυτά που ξέραμε για το κορίτσι μας και το περιβάλλον που είχε. Από κει και μετά δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε. Δεν μας δινόταν η δυνατότητα βάσει των διαδικασιών. Άρα λοιπόν ποιος έπρεπε να μιλήσει; Ποιος θα πει και ποιος θα μιλήσει για την Ελένη; Ήταν αυτοί που έλεγαν ό,τι έλεγαν καθένας τα δικά του, λες και ένα φάντασμα πήγε και βίασε την Ελένη, ένα φάντασμα τη χτυπούσε με το σίδερο, ένα φάντασμα την πέταξε απ’ τα βράχια. Ο ένας έριχνε το μπαλάκι των ευθυνών στον άλλον. Κάποιος δεν έπρεπε να μιλήσει εκ μέρους της Ελένης; Και ποιος είναι ο πιο αρμόδιος; Ο εισαγγελέας. Γιατί υπάρχει τόση παρεξήγηση;

Σ.Θ: Ναι

Γ.Τ: «Και εγώ” λέει “αισθανόμουν αυτό το διάστημα όλο την Ελένη να είναι δίπλα μου”. Δεν είναι παρεξηγήσιμο αυτό. Γιατί; γιατί αισθανόταν την κοπέλα το τι τράβηξε και τι βίωσε εκείνες τις στιγμές τις τραγικές. Κι εμείς αυτά τα βλέπουμε στα όνειρα μας, στους εφιάλτες μας κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Κι εγώ εκείνη τη στιγμή που το είπε αυτό ειλικρινά δάκρυσα και με τα μάτια της ψυχής μου είδα την Ελένη να κάθεται δίπλα στην έδρα της. Δίπλα εκεί. Κι αυτό είναι παρεξηγήσιμο; γι’ αυτό λοιπόν εμείς προσφέραμε αυτά τα τρία τριαντάφυλλα και μάλιστα ένα ήταν και ροζ αν θυμάμαι καλά και δυο κόκκινα.

Κ.Τ: Κόβω το ροζ γιατί αγαπούσε το ροζ το χρώμα, η Ελένη. Ήταν το ροζ των ονείρων. Μέχρι 7- 8 χρονών όλα γύρω της ένα ροζ. Ροζ μπάρμπι, ροζ στολές, στέμματα, ραβδάκια, καλσόν, ροζούλα, ροζούλα.. αγαπούσε το ροζ. Η νεράιδα μου. Και όπως είναι εδώ απέναντι μας η τριανταφυλλιά από κει κόβω ένα που στο κέντρο είχε ανοίξει πολύ το κόκκινο τριαντάφυλλο. Και είχε γύρω γύρω μπουμπουκάκια που δεν προλάβαν να ανθίσουν. Θεώρησα ότι το κέντρο είναι το φως, η ζωή ο φωτοδότης ήλιος, φωτίζει τα μπουμπουκάκια γύρω τα βοηθάει να ανθίσουν και γύρω γύρω όλα αυτά τα μπουμπούκια που δεν τα αφήσανε να ανθίσουνε, είναι τα όνειρα του παιδιού μου που τα προδώσαν. Γι’ αυτό λοιπόν το μπουκετάκι με τα δύο κλαδάκια ειπωθήκαν τα χίλια μύρια από μικρόψυχους ανθρώπους αυτής της ζωής.

Γ.Τ: Τίποτα, εγώ θα πω ότι μέσα σε αυτά που ρώτησες και για τα λουλούδια, εγώ θα πω ότι από τους κατηγορούμενους, τους ενόχους πλέον, είπαν και οι δύο ότι τα τελευταία της λόγια ήταν: “ο πατέρας μου θα σας βρει”. Ποιος πατέρας θα άντεχε, ποιος θα… να ακούει αυτά τα τελευταία λόγια της κόρης του ότι είναι “ο πατέρας μου θα σας βρει”. (κλαίει). Ποιος θα άντεχε; Ποιος θα πληρώσει για αυτά τα κλάματα που μας προσφέρουν τόσο απλόχερα αυτοί; Ποιος θα πληρώσει; Θα πληρώσουν; Δεν θα πληρώσουν.

Σ.Θ: Και όσο και να πληρώσουν το κορίτσι μας δεν γυρνάει.

Κ.Τ: έτσι, δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει…

Γ.Τ: τίποτα.

Κ.Τ: το σπίτι μας είναι όλο Ελένη. Όπου και να μπεις, σε όλους τους χώρους αντικείμενα της Ελένης, πράγματα της Ελένης, κάναμε και σταθερά και βάλαμε τα βιβλία των μεσογειακών σπουδών, τα πράγματά της. Εκεί που κοιμάμαι έχω τα αραβικά, τα τουρκικά τη,ς έχουμε βιβλία έτσι λογοτεχνικά που είχε. Έχω και δίπλα που κοιμάμαι.

Μουσική

Κ.Τ: Ο δικός μας ο θάνατος ήτανε ο πιο ειδεχθής και ο πιο απεχθής. Δεν υπάρχει χειρότερος. Δεν σου ρίχνει μια σφαίρα ο άλλος και τελειώνεις. Ταλαιπωρήσαν το παιδί μου τρεισήμισι ώρες. Βασανιστικά, και ζωντανή τη στείλανε στον τάφο. Και ζωντανή! Δεν υπάρχει πιο τραγωδία, πιο τραγική κατάσταση, πιο τραγικός φόνος απ᾽της Ελένης. Το παιδί μου φώναζε και δίπλα ήταν κι η γιαγιά που δεν άκουγε.

Σ.Θ: Πες μου, πες μου…

Κ.Τ: Δεν άκουγε

Σ.Θ: Πες μου γι αυτό.

Κ.Τ: Είναι δυνατόν! Άκουγε, υπάρχει συγκάλυψη, συγκάλυψη. Η Ελένη είχε ένα σπυράκι, ένα σπυράκι εδώ πίσω και πείραζα το σμήγμα και τσίριζε και φώναζε, και η γιαγιά άκουσε με κλειστές μπαλκονόπορτες, απογευματάκι ήτανε θυμάμαι και…

Σ.Θ: Στο Διδυμότειχο λες τώρα

Κ.Τ: Στο Διδυμότειχο, στο Διδυμότειχο, κοριτσάκι ήτανε δεκαπέντε, δεκαέξι τόσο ήτανε. Και άκουσε η γιαγιά και ήρθε και λέει. Τι έγινε το κορίτσι τι έπαθε το κορτσούδι. Και μες στο απόλυτο σκοτάδι, στην ησυχία της νύχτας, δεν άκουγε τις τσιρίδες της Ελένης; Η Ελένη τσίριζε, φώναζε και αυτή δεν άκουγε; Ψεύτρα και υποκρίτρια. Ψεύτρα, αλλά μάλλον είχε συνηθίσει σ αυτό το σπίτι να γίνονται διάφορα και δεν έδωσε σημασία.

Σ.Θ: Τι είπε στο δικαστήριο η γιαγιά;

Κ.Τ: Ότι δεν άκουσε. Άκουσε χαρούμενες φωνές. Ποιες χαρούμενες φωνές. Με το μαχαίρι την πηγαίνανε μέσα. Με το μαχαίρι την πηγαίνανε μέσα.

Σ.Θ: Μα είναι αποδεδειγμένο. Την χτυπούσαν, την έσερναν μες το δωμάτιο. Πώς άκουγε χαρούμενες φωνές;

Κ.Τ: Ναι, ναι, ναι, την ώρα που ήρθε το αμάξι, το άκουσε και άκουσε μια γυναικεία φωνή χαρούμενη χα, χα, χα και τα ψέματα

Σ.Θ: Μετά δεν άκουγε;

Κ.Τ: Και μετά δεν άκουσε τίποτε

Σ.Θ: Μετά δεν άκουγε.

Κ.Τ: Ψεύτρα

Σ.Θ: Που φύγανε;

Κ.Τ: Όχι δεν άκουσε τίποτα που σέρνανε το παιδί μες στα σεντόνια καταματωμένο, το βάλαν στο κάθισμα, ζωντανή ήτανε που ο εγγονός  της οδηγούσε. Αυτά δεν τ ακούσανε. Ούτε αυτή ούτε ο θείος, που κοιμόταν δίπλα. Εγώ αν στάζει έτσι η βρύση, ακούω από μέσα. Ο χτύπος του ρολογιού  μ΄ εκνευρίζει. Και τι κάνω; Μες στο απόλυτο σκοτάδι και στη νύχτα. Παίρνω το ρολόι και το χώνω κάτω απ τα στρώματα. Και δεν άκουγε να την πετάνε σαν αντικείμενο μέσα στη μπανιέρα και να αιμορραγεί το παιδί μου πίδακες, στο δώμα, στα πλακάκια, στο μπάνιο παντού αίματα του παιδιού μου. Αυτοί οι δολοφόνοι και μετά εγώ θα είμαι ικανοποιημένη με την ισόβια κάθειρξη. Εγώ το ισόβια, το θέλω ισόβια. Εκεί μέσα να ψοφήσουνε. Αυτή είναι η αλήθεια της ζωής μου. Και θα το παλέψω εγώ αυτό. Θα το παλέψω και θα ξεσηκώσω και τον Ελληνικό λαό, για να το πετύχουμε. Να μην τολμήσουνε ξανά οι ψευτονταήδες, να θάβει, μια άλλη οικογένεια, μια άλλη Ελένη. Αυτό θέλω. Αυτό θέλω.

Σ.Θ: Αν τιμωρηθούν σκληρά αυτοί, οι επόμενοι νταήδες θα το σκεφτούν δυο φορές.

Κ.Τ: Λογικά με τη λογική, θα περιοριστεί αυτό το κακό. Θα περιοριστεί αυτό το κακό. Θα σεβόμαστε. Δηλαδή θα πρέπει να γίνει μεγάλος αγώνας, μεγάλη προσπάθεια. Να δουλέψουμε όλοι να κάνουμε καλύτερα παιδιά και καλύτερη κοινωνία.

Σ.Θ: Σ’ ευχαριστώ πολύ Κυριακή μου.

Κ.Τ: Να σαι καλά.

Σ.Θ: Θα ρθω στο Διδυμότειχο να διαβάσω το βιβλίο πριν το βγάλεις.

Κ.Τ: Εντάξει. Θα ήταν τιμή.

Αποχαιρετώ την Κούλα, το Γιάννη και τον Πέτρο και δεν ξέρω τι να τους πω. Κανείς μας δεν ξέρει τι να τους πει. Το κορίτσι τους χάθηκε, σφαγιάστηκε και ρίχτηκε στο γκρεμό και όλοι – μα όλοι! – έχουμε από έναν κόκκο ευθύνης. Για την κοινωνία που χτίζουμε. Για τους εκατοντάδες βιασμούς γυναικών, τις χιλιάδες κακοποιήσεις… Έναν πολιτισμό που στις παρυφές του ακόμη και σήμερα ανέχεται γυναικοκτονίες.
Το βλέπω στα μάτια τους. Είναι θλιμμένα και θυμωμένα μαζί.
«Εσείς όλοι θα γυρίσετε κάποια στιγμή στο σπίτι σας και θα αγκαλιάσετε ή θα μαλώσετε – αλλά θα είναι εκεί! – τα πρόσωπα που αγαπάτε. Η Ελένη μας όμως δεν θα μας περιμένει ποτέ και πουθενά».

Μουσική

Σ.Θ: Συγχώρεση καμία.

Κ.Τ:  Ο Θεός.

Σ.Θ: Πιστεύεις;

Κ.Τ: Πιστεύω… Κι αυτό είναι πολύ σχετικό. Η πίστη. Η πίστη λένε σώζει. Η πίστη κάνει… Θύμωσα εγώ τον πρώτο καιρό και με το θεό τον ίδιο και με την Παναγία…

Σ.Θ: Κοίτα, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο λες «πώς το επιτρέπεις ρε φίλε;»

Κ.Τ: Έτσι, πώς… «γιατί δεν προστάτευσες το παιδί μου. Γιατί δεν προστάτευσες το παιδί μου Παναγία; Εσύ έβλεπες το γιο σου που μαρτύρησε, το έζησες όλο αυτό κι εσύ επέτρεψες σ’ ένα τέτοιο παιδί, πριν ακόμα ζήσει, ούτε καν 21, να φύγει με βασανιστήρια; Πως το επέ…. Γιατί δε δημιούργησες ένα ατύχημα; Αυτό που είπα… Σακατεμένα να πηγαίνανε στο νοσοκομείο. Θα ζούσανε.. Θα πέφταμε πάνω της με γιατρούς, θα τα γιατρεύαμε.  Γιατί επέτρεψε ένα τέτοιο φονικό, τέτοια δολοφονία μαρτυρική;

Σ.Θ: Άρα κλονίστηκε η πίστη σου.

Κ.Τ: Ναι. Τα έχω βάλει και με το θεό και με την πίστη. Τι να πω… Αν υπάρχει θεός και θεία δικαιοσύνη, ας δώσει την τιμωρία που πρέπει σ´αυτά τα άτομα, που μου στερήσανε το μεγαλύτερο κομμάτι της ψυχής και της καρδιά και του σώματός μου. Δεν υπάρχουν όνειρα.

Μουσική

Σ.Θ: Ραντεβού ξανά σε λίγες μέρες.

Ευχαριστώ την Έλενα Δημητράκη την Χρύσα Κούρεντα, την Τζίνα Σπάρτακου, την Γιούλα Ράπτη για την βοήθεια τους.