Η Έλενα Ακρίτα στην Ιωάννα, χωρίς μάσκες, με δύναμη και ειλικρίνεια
Έλενα Ακρίτα: «Να είσαι προετοιμασμένη για τα πάντα. Έχει ένα τίμημα όλο αυτό. Λες και δεν φτάνει το τίμημα που έχεις ήδη καταβάλει σαν άνθρωπος και σαν Ιωάννα με όλα όσα σου έχουνε συμβεί, υπάρχει και το τίμημα των ανθρώπων που ναι, θα σε φθονούν. Και θα σε φθονούν γιατί δεν γονάτισες. Θα σε φθονούν γιατί δεν το ‘βαλες κάτω. Θα σε φθονούν γιατί είσαι ωραία. Θα σε φθονούν γιατί είσαι εσύ, που λέει και το τραγούδι».
Μουσική
(Σήμα) Σταύρος Θεοδωράκης
Πώς συνεχίζεται η ζωή μετά από ένα χτύπημα, μία πτώση, μία τραγωδία; Τι έχουν να πουν οι ήρωες, οι ηρωίδες που τα κατάφεραν; Είναι το podcast «Ιωάννα». Συγκλονιστικές εκμυστηρεύσεις και μαθήματα ζωής. Με την Ιωάννα Παλιοσπύρου.
Ιωάννα Παλιοσπύρου: «Χαίρετε. Μαζί μου σήμερα είναι η κυρία Έλενα Ακρίτα η οποία δεν χρειάζεται συστάσεις, τη γνωρίζετε όλοι. Είναι μία πολύ πετυχημένη δημοσιογράφος, συγγραφέας, σεναριογράφος, ακόμα και ηθοποιός έχει υπάρξει στο παρελθόν. Τα τελευταία χρόνια όμως έχει ένα πολύ δυνατό στίγμα στα social media και είναι πολύ μεγάλη χαρά και τιμή σήμερα που είναι εδώ μαζί μου. Κυρία Ακρίτα, καλωσορίσατε».
Ε.Α.: «Καλώς σας βρήκα. Εγώ βέβαια θα πρότεινα να μιλάμε στον ενικό, Ιωάννα. Και “Έλενα”, “Ιωάννα”, να είναι πιο απλά και πιο χαλαρά. Πρέπει να σου πω ότι μου έδωσε μεγάλη χαρά η πρόσκλησή σου, γιατί ήταν… Κατ’ αρχάς έκανες την ανατροπή. Δηλαδή μου ζήτησες να μου πάρεις εσύ συνέντευξη αντί να σου πάρω εγώ συνέντευξη. Οπότε όλο αυτό το βρήκα ότι είναι ένα πολύ ενδιαφέρον παιχνίδι να κάνω με μία γυναίκα σαν εσένα, που ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ κι ας μην γνωριζόμαστε και πόσο βαθιά και ουσιαστικά σε εκτιμώ».
Ι.Π.: «Θα προσπαθήσω για τον ενικό».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Δεν μου βγαίνει πάρα πολύ, αλλά θα το προσπαθήσω».
Ε.Α.: «Ό, τι θέλεις. Εγώ όμως μπορώ να λέω “Ιωάννα”, γιατί…».
Ι.Π.: «Εννοείται. Αλίμονο».
Ε.Α.: «Θα μπορούσες να είσαι κόρη μου μια χαρά».
Ι.Π.: «Φυσικά. Πρώτα απ’ όλα, θέλω να σε ευχαριστήσω για τη στήριξη όλη που μου έχεις δώσει, η οποία είναι για μένα πολύ σημαντική και πολύ συγκινητική. Εννοείται ότι εγώ δεν είμαι δημοσιογράφος και θα ήταν και λίγο αστείο να λέμε τώρα ότι εγώ παίρνω συνέντευξη από την Έλενα Ακρίτα».
Ε.Α.: «Κουβέντα κάνουμε».
Ι.Π.: «Θα κάνουμε μία συζήτηση σαν να πίνουμε καφέ».
Ε.Α.: «Ακριβώς».
Ι.Π.: «Απ’ όλες τις ιδιότητες που ανέφερα, ποια θα προτιμούσες να βάλεις πρώτη στη σειρά;».
Ε.Α.: «Κοίταξε να δεις. Στη δημοσιογραφία μπήκα όταν ήμουνα 18 χρονών, παράλληλα με τις σπουδές μου στη Φιλολογία, στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Άρα θα έλεγα ότι είμαι δημοσιογράφος. Έχω δουλέψει και πολλά σενάρια που τα ‘χω αγαπήσει πολύ και μ’ αρέσουν. Έχω γράψει και βιβλία που -δόξα τω Θεώ, χτυπάω ξύλο- έγιναν best seller. Αλλά στο πετσί μου μέσα είμαι δημοσιογράφος. Και τώρα που πλησιάζω και στη σύνταξη, απ’ τη δημοσιογραφία τα ‘χω τα ένσημα για να είμαι ειλικρινής. Ναι, αυτό νιώθω πιο πολύ».
Ι.Π.: «Παρ’ όλα αυτά όμως, επειδή ακόμη σε βλέπω πάρα πολύ έτσι ενεργή και…».
Ε.Α.: «Ναι, ναι».
Ι.Π.: «Και με πολύ μεγάλη διάθεση».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Ε, υπάρχει κάτι που λες ότι “ακόμα δεν το ‘χω πετύχει και θέλω να κάνω αυτό, ακόμα θέλω να δοκιμάσω αυτό”;».
Ε.Α.: «Ναι. Επαγγελματικά όχι πρέπει να σου πω, Ιωάννα. Δεν υπάρχει. Αλλά σαν άνθρωπος, σαν Έλενα, υπάρχουν πολλά. Δηλαδή αισθάνομαι ότι δεν έχω ταξιδέψει ρε παιδί μου όσο ήθελα».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Με τη δουλειά, τη δουλειά, τη δουλειά, τη δουλειά, δεν έχω ταξιδέψει. Ώρες-ώρες νιώθω ότι είμαι φυτρωμένη σ’ ένα γραφείο και γράφω. Μετά, με τον άντρα μου δεν έχουμε κάνει πολλά πράγματα μαζί γιατί τριάντα χρόνια που είμαστε μαζί και τα τελευταία δέκα που είμαστε παντρεμένοι, δουλεύουμε συνέχεια. Δηλαδή να πούμε ότι μπαίνουμε στο αυτοκίνητο ρε παιδί μου και όπου μας βγάλει ο δρόμος μας. Μας πάει στην Καστοριά, μας πάει στην Έδεσσα, να περάσουμε τα σύνορα; Αυτά περισσότερο μου λείπουν. Κατά τα άλλα, να χτυπήσω ξύλο, θα έλεγα ότι είμαι ευλογημένος άνθρωπος».
Ι.Π.: «Οπότε επαγγελματικά ας πούμε έχει γίνει ο κύκλος, έχει κλείσει».
Ε.Α.: «Και να σου πω και κάτι άλλο. Καμιά φορά επειδή τα social media, όπως ξέρεις, υπάρχουν πολλοί που μ’ αγαπούν και υπάρχουν και πολλοί άνθρωποι οι οποίοι με μισούνε θανάσιμα και θεωρούνε ότι ο ρατσισμός του να με αποκαλέσουν ότι είμαι μεγάλη σε ηλικία… Δηλαδή σου λέει ο άλλος “α, τι είπε η κωλόγρια;”. Δεν με νοιάζει, τα λέω μόνη μου. Ξέρεις κάτι; Μακάρι αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι το μόνο επιχείρημα απέναντι στα επιχειρήματα των άλλων είναι να σε πούνε “κωλόγρια”, “χοντρή”, “κοντή”, “ψηλή”, “άσχημη”, δεν ξέρω τι, ότι έχεις ένα μάτι… Αυτοί δεν έχουν επιχειρήματα. Αυτοί είναι καθαροί ρατσιστές».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Τους εύχομαι λοιπόν επειδή είμαι καλός άνθρωπος, όταν φτάσουν στη δική μου ηλικία -28 Ιουνίου κλείνω τα 67 παρακαλώ-, να…».
Ι.Π.: «Να τα χιλιάσεις».
Ε.Α.: «Να, να έχουνε… Δεν με νοιάζει, δεν με νοιάζει καθόλου. Περνάω και μηνύματα έτσι στις γυναίκες που είναι μεγαλύτερης ηλικίας να μην το βάζουμε κάτω, ρε κορίτσια. Να μην το βάζουμε κάτω. Είμαστε ακόμα νέες, είμαστε μάχιμες, είμαστε ενδιαφέρουσες. Μην παρατάμε τον εαυτό μας, μην τον εγκαταλείπουμε, μην τον κάνουμε σαν σκουπίδι. Δεν υπάρχουμε μόνο για τους άλλους. Δεν υπάρχουμε μόνο για τον άντρα μας, δεν υπάρχουμε μόνο για τα παιδιά μας, δεν υπάρχουμε μόνο για τα εγγόνια. Δεν είμαστε μόνο για να αλλάζουμε πάνες και να ξεσκατίζουμε. Όχι. Δεν είμαστε μόνο γι’ αυτό. Είμαστε όμορφες, είμαστε δυναμικές. Δόξα τω Θεώ, να ‘χουμε την υγειά μας, να ‘χουμε ανθρώπους να αγαπάμε και να μας αγαπάνε και προχωράμε όλες μαζί. Σε όποιον δεν αρέσει, το ξύδι, το μηλόξυδο ειδικά δηλαδή, είναι μία εξαιρετική επιλογή».
Ι.Π.: «Ε, πάντως σχετικά με τον χαρακτηρισμό της “γριάς” που κι εγώ έχω διαβάσει κι έχω ακούσει για εσένα…».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Δεν καταλαβαίνω… Και είναι τόσο άσχετος ο χαρακτηρισμός με όλες τις ιδιότητες που έχεις και με όλα αυτά που καταπιάνεσαι. Εγώ θα έλεγα μάλλον ότι είναι και βοηθητικός. Δηλαδή από έναν δημοσιογράφο ή από έναν που σχολιάζει την επικαιρότητα, το να είναι μεγάλος σε ηλικία, ίσα-ίσα που έχει κερδίσει μία πείρα, μία εμπειρία που τον βοηθάει…».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Να κάνει κι ακόμα καλύτερα όλα αυτά που κάνει».
Ε.Α.: «Έτσι είναι. Όμως ξέρεις, Ιωάννα μου, εγώ θέλω να ‘μαι απόλυτα ειλικρινής και με τις φίλες που μας ακούνε αλλά και με σένα. Εάν με ρωτούσες αν θα μπορούσα να ‘μαι είκοσι χρόνια νεότερη, μια χαρά θα μπορούσα και πολύ θα το ήθελα. Δεν ανήκω στις γυναίκες που λένε ψέματα. Δεν ανήκω στις γυναίκες που λένε “αγαπώ τις ρυτίδες μου”. Δεν τις αγαπώ τις ρυτίδες μου, αλλά τι να κάνω; Όταν τις έχεις, τις έχεις, δεν μπορώ να κάνω κάτι. Δεν θέλω να κάνω λίφτινγκ, παρόλο που θεωρώ ότι και οι πλαστικές επεμβάσεις όποιος γουστάρει να τις κάνει, θα τις κάνει. Δεν θα μας ρωτήσουν. Ξέρεις, θεωρούνε μερικοί άνθρωποι ότι οι επώνυμοι, οι γνωστοί κτλ λογοδοτούνε σ’ αυτούς. “Αχ” λέει “τι πήγε κι έκανε;” λέει. “Παιδιά, εγώ δεν συμφωνώ που έκανε…”. Στα τέτοια του οποιουδήποτε αν συμφωνείς εσύ ή όχι αν έκανε μπότοξ, αν έκανε τα χείλια, αν έκανε οτιδήποτε άλλο. Λοιπόν, έτσι είναι η αλήθεια. Από ‘κει και πέρα, η μεγάλη ηθοποιός Μέριλ Στριπ η οποία έχει περάσει τα 70, είπε κάποτε: “Να σας πω, μην μιλάτε. Τις ευλογίες στο ένα δέκατο να είχατε τις δικές μου και θα σας έλεγα μπράβο”. Λοιπόν, όταν εσύ απαντάς με ένα επιχείρημα και ο άλλος σου λέει “ναι, αλλά είσαι γριά”, “ναι, αλλά είσαι κοντή”, “ναι, αλλά είσαι χοντρή”, “ναι, αλλά δεν θα βγεις στην παραλία”, δεν έχει επιχειρήματα. Είναι ένας μίζερος, τσίπης, άθλιος. Ένα τόσο, τόσο δα σκουληκάκι, γλυκούλι».
Ι.Π.: «Ε, ας πάμε στο θέμα του ίντερνετ και για το διαδικτυακό μπούλινγκ που λέμε τώρα».
Ε.Α.: «Ναι, ναι».
Ι.Π.: «Να πω βέβαια ότι εγώ έχω την εντύπωση ότι απλά έρχονται στην επιφάνεια πιο πολύ οι αρνητικοί σχολιασμοί. Αλλά απ’ την άλλη, αισθάνομαι ότι υπάρχει κι ένα κοινό που είναι πάρα πολύ υποστηρικτικό προς εσένα».
Ε.Α.: «Είναι πάρα πολύ. Αν βγούμε τώρα εδώ που είμαστε και κάνουμε το podcast παρέα και περπατήσουμε μαζί, θα δεις πόσος κόσμος και με πόση αγάπη με πλησιάζει, με γνωρίζει και μου λέει ξέρω γω “Έλενα, είσαι η φωνή μας”. Δεν υπάρχει πιο υπέροχο πράγμα να σου πει κάποιος. “Είσαι η φωνή μου”».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «”Λες αυτά που εγώ δεν μπορώ να πω”. Σ’ το λέω, Ιωάννα, τώρα και πραγματικά συγκινούμαι. “Είσαι η φωνή μου”. Ή νέες κοπέλες που ακούνε κι αυτές το δικό μου podcast ή οτιδήποτε άλλο. “Θέλουμε να γίνουμε σαν εσάς”, “σας έχουμε σαν πρότυπο”. Οπότε όταν έχεις πάρα πολλούς κόσμους να σ’ αγαπούν και τόσο μεγάλο δίκτυο ανθρώπων που σε πιστεύουνε και σ’ ακολουθούνε, είναι πολύ φυσικό αυτό να γεννάει έναν φθόνο. Και μην ξεχνάς -χωρίς να σταθούμε καθόλου- ότι πάντα υπάρχουνε και οι πολιτικές παράμετροι. Υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι γίνονται εχθροί σου επειδή αισθάνονται ότι έχεις μια πολύ μεγάλη δύναμη και την εκφράζεις μ’ έναν τρόπο που πολύ θα ήθελαν να την εκφράσεις υπέρ αυτών αλλά δεν το κάνεις».
Ι.Π.: «Πάντως νομίζω ότι αυτή είναι και η απάντηση σε όλους αυτούς. Η επιτυχία και όλος αυτός ο κόσμος ο υποστηρικτικός…».
Ε.Α.: «Ναι, ναι».
Ι.Π.: «Είναι η απάντηση σε όλα αυτά τα κακόβουλα ας πούμε σχόλια».
Ε.Α.: «Μπορώ να σου εκμυστηρευτώ κάτι;».
Ι.Π.: «Παρακαλώ, εννοείται».
Ε.Α.: «Τα χρόνια αυτά τα τελευταία τα τρία της καραντίνας, επειδή εγώ, όπως ίσως έχεις διαβάσει, έχω ένα πρόβλημα με την κατάθλιψη…».
Ι.Π.: «Ναι».
Ε.Α.: «Την οποία πολεμώ, γιατί οι μάχες δίνονται κάθε μέρα, δεν σταματάς ποτέ. Και πρέπει να σου πω ότι έπαθα έναν εθισμό με το Facebook».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Όχι με το Instagram, όχι με κάτι άλλο. Έπαθα έναν εθισμό με το Facebook. Δηλαδή ξαφνικά άρχισε η ζωή μου, επειδή δεν είχα πολλά πράγματα να κάνω κλεισμένη στην καραντίνα μέσα…».
Ι.Π.: «Όπως και όλοι».
Ε.Α.: «Ναι. Και έπαθα έναν εθισμό. Και πραγματικά και κάποια ώρα είπα: “Ρε Έλενα, τι κάνεις; Πρέπει να απομακρυνθείς, πρέπει να απομακρυνθείς”. Και άρχισα να κάνω με το Facebook ό, τι κάνουμε μερικοί με το τσιγάρο, που λες “καπνίζω είκοσι, μετά καπνίζω δεκαπέντε”. Μετά μου έγινε ένα περίεργο κλικ, Ιωάννα, και όπως είμαι στο τάμπλετ και το κοιτάω και βλέπω το εικονίδιο του Facebook και λέω: “Κοίτα μωρέ, τόσο δα είναι. Αυτό το τόσο, τόσο, τοσοδούλι, μικρό εικονίδιο σε ένα κινητό ή σε ένα τάμπλετ, αυτό τι να μου κάνει εμένα; Τι να μου κάνει;”. Και από ‘κει, άρχισα τη δική μου απεξάρτηση. Και μάλιστα τώρα γράφω κι ένα βιβλίο».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Και είναι πρώτη φορά που το λέω. Όλα σε σένα τα φυλάω μωρέ, σου ‘χω αδυναμία. Που έχει πάρα πολλά στοιχεία βιογραφικά γιατί μιλάω για την κατάθλιψη, μιλάω για τα υπνωτικά χάπια που κάποια στιγμή είχα εθισμό. Μιλάω για όλα αυτά τα οποία θέλω να περάσω ένα μήνυμα ότι “δεν είμαι τέλεια. Ξέρεις τι κακό κάνουν, Ιωάννα, οι άνθρωποι που είναι επώνυμοι; Δίνουνε μία εξωραϊσμένη εικόνα του εαυτού τους. Και οι άλλοι καρμίρηδες γύρω, οι φουκαράδες εμείς που τ’ ακούμε, λέει “μα έχουμε μία σχέση με τον άντρα μου μετά από 20-30 χρόνια, είμαστε ερωτευμένοι”. Παιδιά, δεν γίνεται. Δεν γίνεται να είσαι 20-30 χρόνια ερωτευμένος. Μπορεί να τον αγαπάς, μπορεί να τον νοιάζεσαι, μπορεί να περνάς φάσεις που ναι, να έχεις κάποια τέτοια πράγματα ή κάποιες ζηλίτσες κτλ, αλλά δεν γίνεται. Μην λέμε τρελαμάρες. Ο έρωτας κάποτε περνάει. Ή σου λένε “κοίτα τι τέλεια νοικοκυρά που είμαι”, “κοίτα τι ωραίο που το ‘χω το σπίτι μου”. Όλη αυτή η επίδειξη κρύβει μέσα του κάτι τόσο κούφιο. Εγώ λοιπόν θέλω να βγω και μ’ αυτό το βιβλίο να πω την αλήθεια. Να πω “είμαι μισός άνθρωπος”, “έχω ατέλειες”. Όταν μεγάλωσα, άρχισε να μην μ’ αρέσει το στήθος μου”. Όταν άρχισε να μην μ’ αρέσει το στήθος μου -αν έχεις Θεό, για να καταλάβεις τι μαλακία σέρνω μέσα στο κεφάλι μου-, σταμάτησα να κάνω μαστογραφία».
Ι.Π.: «Αα».
Ε.Α.: «Για δύο χρόνια… Το διανοείσαι; Που λες αυτή είναι γυναίκα έξυπνη, ζει στην Αθήνα, κάνει, ράνει κτλ. Ντρεπόμουνα τι; Τον γιατρό μου; Χέστηκε ο γιατρός μου αν θα… Η δουλειά του ήταν αυτή. Θέλω να πω ότι όλο αυτό θέλω να το μοιραστώ με τον κόσμο, για να καταλάβει ότι όλοι μισοί άνθρωποι είμαστε. Αυτό που μας κάνει ολόκληρους είναι το χέρι που απλώνει ο ένας στον άλλον και το σφίγγει. Και το βλέμμα, το βλέμμα της αγάπης και της καρδιάς. Εγώ εσένα σ’ αγαπάω. Είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω. Σ’ αγαπάω και δεν σ’ αγαπάω γι’ αυτό που σου συνέβη. Γιατί αυτό που συνέβη θα μπορούσε να συμβεί σε οποιαδήποτε από μας. Σ’ αγαπάω για όλο τον τρόπο που το διαχειρίστηκες όλο αυτό. Βλέπω μία γυναίκα με λαμπερά μάτια μπροστά μου, όμορφη. Εμένα μ’ αρέσει το ξανθό μαλλί. Μην ακούς ούτε τον Σταύρο Θεοδωράκη, ούτε κανέναν».
Ι.Π.: «Ναι, ναι, όχι».
Ε.Α.: «Και τόσο μα τόσο γενναία. Τόσο μα τόσο γενναία».
Ι.Π.: «Ευχαριστώ».
Ε.Α.: «Που χωρίς να το συνειδητοποιείς -γιατί είσαι και νέο κορίτσι ρε παιδί μου εσύ-, περνάς μηνύματα χωρίς να το καταλαβαίνεις».
Ι.Π.: «Ναι, αυτό είναι αλήθεια».
Ε.Α.: «Δηλαδή δεν έχεις τη συναίσθηση να πεις ότι: “Ξέρεις κάτι; Εγώ τώρα περνάω ένα μήνυμα ότι εμείς οι γυναίκες…”. Όλα αυτά τα κάνεις με τη στάση σου. Με το χιούμορ που αντιμετωπίζεις τον πόνο σου, τις δυσκολίες σου, τις εγχειρίσεις σου, τα πάντα σου. Με το πώς τα μοιράζεσαι. Έχεις αυτή τη γενναιοδωρία και τα μοιράζεσαι με άλλους. Πριν αρχίσουμε, τη ρώτησα κάτι την Ιωάννα. Λέω “μπορώ να σε ρωτήσω αυτό ή εκείνο;”. “Ό, τι θέλεις” μου λέει “μπορείς να με ρωτήσεις. Εγώ δεν κρύβω τίποτα”».
Ι.Π.: «Εννοείται».
Ε.Α.: «Αυτό λοιπόν είναι το μεγαλύτερο μήνυμα που μπορείς να περάσεις».
Ι.Π.: «Είναι αλήθεια ότι όντως δεν το αντιλαμβάνομαι όλο αυτό…».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Που περνάω. Το αντιλαμβάνομαι επειδή μου το λένε οι άλλοι».
Ε.Α.: «Ναι, ναι».
Ι.Π.: «Και μου το λέει ο κόσμος. Και το βλέπω στις αντιδράσεις του κόσμου όταν θα με συναντήσει, όταν θα βουρκώσουν, όταν στα μηνύματα που μου στέλνουνε, που μου λένε ότι “εγώ έχω αυτό το πρόβλημα”, άσχετο απ’ το δικό μου».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Αλλά παίρνω δύναμη και το αντιμετωπίζω και το βλέπω διαφορετικά κάθε μέρα και κάθε πρωί. Και αυτό που μου περιέγραψες για το βιβλίο πραγματικά είναι πολύ σημαντικό μήνυμα να το καταλάβει ο κόσμος, γιατί και με τα τελευταία περιστατικά που έχουνε γίνει, έχω καταλάβει πόσο λάθος βλέπουμε… Ας πούμε, έχουμε έναν ηθοποιό τον οποίο τον θαυμάζουμε, πηγαίνουμε στις παραστάσεις του, γελάμε πάρα πολύ κτλ. Και νομίζουμε, επειδή είναι καλός ηθοποιός, αυτή του την ιδιότητα την χρησιμοποιούμε στο μυαλό μας και νομίζουμε ότι είναι…».
Ε.Α.: «Ότι είναι και καλός άνθρωπος».
Ι.Π.: «Και καλός άνθρωπος, και καλός πολιτικός, και καλός φίλος».
Ε.Α.: «Πολύ σωστό».
Ι.Π.: «Και αντίστοιχα και με τους τραγουδιστές, και με άλλους ανθρώπους, έτσι;».
Ε.Α.: «Ναι. Ναι, ναι, ναι. Είναι ένας σκληρός κόσμος βέβαια αυτός που ζούμε. Ένας σκληρός κόσμος, ενίοτε ένας ανάλγητος. Με την ίδια ευκολία που σ’ αγκαλιάζει, με την ίδια ευκολία ηδονίζεται μετά να σε συντρίψει, να σε ρίξει, να σε κάνει. Υπάρχει κι ένα κακό βλέμμα πάνω σε οποιονδήποτε μπορεί να έχει κάνει μία επιτυχία από το ταλέντο του, ρε παιδί μου. Κάποιος ας πούμε έχει ωραία φωνή. Τραγουδάει και βγάζει λεφτά. Εκεί, μες στη σκατίλα, να κατηγορήσουμε, να πούμε. Μπαίνω την άλλη φορά σ’ ένα ταξί… Όχι τώρα, πριν καιρό. Τότε που έκανε ο Σπύρος Παπαδόπουλος, ο ηθοποιός, έκανε πολλά πράγματα τότε. Είχε… Και τηλεοράσεις κτλ. Μου λέει ο ταξιτζής μπαίνοντας, ένας μουντρούχος, “η Ακρίτα είσαι εσύ;” μου λέει. Λέω “μάλιστα, εγώ είμαι”. Λέει “τον Σπύρο Παπαδόπουλο” μου λέει “τον ξέρεις;”. Λέω “τον ξέρω”. “Πόσα λεφτά βγάζει;”. “Πόσα λεφτά βγάζει;” λέω “δεν ξέρω”. “Έλα τώρα, ξέρεις και δεν λες”. Δηλαδή ένα μάτι…».
Ι.Π.: «Ναι, ναι».
Ε.Α.: «Ένα μάτι καρφωμένο στον ξένο τον άνθρωπο. Που επειδή είμαι Μικρασιάτισσα και ξέρω να ξεματιάζω, άρχισα να κάνω τον Σπύρο “φτου, φτου, φτου, φτου, φτου” δηλαδή. Είναι… Υπάρχει αυτό. Και με σένα, που ο κόσμος σ’ αγάπησε πάρα πολύ και σ’ αγκάλιασε πάρα πολύ».
Ι.Π.: «Πολύ, πολύ».
Ε.Α.: «Κι εγώ βλέπω το εξής. Επειδή είχα γράψει κιόλας ότι θεωρώ ότι είσαι η γυναίκα της χρονιάς και τολμώ να πω ότι θα είσαι και η γυναίκα της επόμενης χρονιάς, έτσι που τα βλέπω τα πράγματα με τα guts και τη δύναμή σου. Και είχα δει μία η οποία έγραψε κάτι για σένα σκατόψυχο ας πούμε. Ξέρεις, του τύπου “ναι καλά, εμένα το πρότυπό μου είναι η Μπουμπουλίνα”. Ξέρεις, αυτές οι έξυπνες, οι πανέξυπνες».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Έπεσαν επάνω της όλοι οι άλλοι. Να σε υπερασπιστούν, να σ’ αγκαλιάσουν, να την ακυρώσουνε τελείως δηλαδή. Και το βλέπεις αυτό το πράγμα. Σε στηρίζουνε πάρα πολύ, γιατί το αξίζεις εσύ».
Ι.Π.: «Αυτός είναι ο διττός χαρακτήρας των social. Δηλαδή απ’ τη μία, έχεις αυτή την ελευθερία που οποιοσδήποτε μπορεί να μπει και να γράψει το οτιδήποτε».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Και κρύβεται πίσω απ’ την ανωνυμία που του προσφέρει το ίντερνετ. Αλλά απ’ την άλλη, όπως στη δική μου περίπτωση, ο κόσμος με αγκάλιασε, με αγάπησε».
Ε.Α.: «Ναι, ναι, ναι, ναι, ναι».
Ι.Π.: «Μου έδωσαν όλοι… Όση δύναμη κι όση υποστήριξη θα μπορούσε να μου έχει δοθεί, μου έχει δοθεί. Από τους γιατρούς, απ’ τον κόσμο, από τους γονείς μου, απ’ τους φίλους μου. Ό, τι βοήθεια θα μπορούσα να ‘χω πάρει, την έχω πάρει. Κι αυτή έχει πολλαπλασιαστεί μέσω του ίντερνετ και λόγω της δημοσιότητας».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Αυτό είναι το όμορφο κομμάτι του ίντερνετ και των social απ’ την άλλη πλευρά. Αλλά δεν πιστεύεις ότι κάτι πρέπει να γίνει κάποια στιγμή με όλους αυτούς που κρύβονται πίσω από το πληκτρολόγιο;».
Ε.Α.: «Εγώ πια ναι. Αν με ρωτούσες πριν μερικά χρόνια, θα ‘λεγα “όχι, η ανωνυμία είναι θεμιτή στο διαδίκτυο”. Αλλά τώρα πια όταν βλέπω τον κανιβαλισμό που γίνεται σε αθώους ανθρώπους, αθώα πλάσματα, σε κάποιον που δεν φταίει, σε κάποιον που απλά διαφωνούμε, ναι, νομίζω ότι θα ήθελα πάρα πολύ να τον αντιμετωπίσω με το όνομά του».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Όποτε μου ‘χει τύχει να αντιμετωπίσω κάποιον ο οποίος με έχει βρίσει για οποιονδήποτε λόγο και να του πω αυτά που νομίζω ότι πρέπει να του πω με τον δικό μου γλυκό τρόπο, πέφτουνε κάτω. Γίνονται κομμάτια γιατί είναι θρασύδειλοι όλοι αυτοί, είναι χέστηδες. Σου λέει “πω πω πω, συγγνώμη, ξέρετε, εγώ που τόσο σας αγαπάω, δεν ξέρω…”. Και επίσης όταν σε νευριάζουνε, θα με παίρνεις τηλέφωνο. Είμαι… Είμαι the master of the game. Το άλλο είναι το κουλό που έρχεται ένας που είναι τελείως ανώνυμος και λέει: “Α, εγώ την ξέρω την Ιωάννα απ’ το σχολείο. Ήταν ένα κωλόπαιδο, παιδιά. Και μου ‘φαγε και το χαρτζιλίκι, και μου ‘κλεψε και το σάντουιτς, και…”. Μέσα στο χάος! Και βγαίνουν από κάπου και λένε: “Τι λες; Και είχαμε άλλη γνώμη”. Δηλαδή βγαίνει ένας απ’ το πουθενά… Βγήκε μία και είπε “εμένα την ήξερε η μάνα μου που ήτανε μαζί στο σχολείο και ήταν σνομπ”. Κι εγώ στο σχολείο ήμουν ένα αγοροκόριτσο που έπαιζα, γελούσα, φώναζα. Λοιπόν, να ξέρεις ότι θα συναντιούνται κι όλα αυτά».
Ι.Π.: «Μου έχει τύχει. Μου έχει τύχει κι εμένα».
Ε.Α.: «Μμμ».
Ι.Π.: «Αλλά ευτυχώς είναι απειροελάχιστα».
Ε.Α.: «Κάποιος έγραφε για τον Νταλάρα “καλέ τον είδα” λέει, “έπιασε το βυζί μιας κοπέλας μπροστά στα μάτια μου”. Κι ο άλλος εκείνη την εποχή ήτανε στην Αυστραλία, ήτανε… Δηλαδή να είσαι προετοιμασμένη για τα πάντα. Έχει ένα τίμημα όλο αυτό. Λες και δεν φτάνει το τίμημα που έχεις ήδη καταβάλει σαν άνθρωπος και σαν Ιωάννα με όλα όσα σου έχουνε συμβεί, υπάρχει και το τίμημα των ανθρώπων που ναι, θα σε φθονούν. Και θα σε φθονούν γιατί δεν γονάτισες. Θα σε φθονούν γιατί δεν το ‘βαλες κάτω. Θα σε φθονούν γιατί είσαι ωραία. Θα σε φθονούν γιατί είσαι εσύ, που λέει και το τραγούδι. Θα σε φθονούν».
Ι.Π.: «Πιστεύω ότι αυτό ξεκινάει όλο από έναν φόβο που νιώθουν επειδή αντικρίζουνε όλη αυτή την εικόνα, τους φοβίζει».
Ε.Α.: «Ναι, ναι».
Ι.Π.: «Ειλικρινά τα μηνύματα που… Έχω δεχτεί μηνύματα προσβλητικά ας πούμε».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π. «Και κακά. Πολύ λίγα όμως. Η αλήθεια όμως είναι ότι κάθε φορά δεν με θυμώνει το μήνυμα, αλλά πάντα σκέφτομαι ότι αυτός ο άνθρωπος έχει μια οικογένεια, έχει ένα παιδί».
Ε.Α.: «Ναι, ρε παιδί μου».
Ι.Π.: «Έχει μία γυναίκα, έχει…».
Ε.Α.: «Πόσο σωστό!».
Ι.Π.: «Πάντα με φοβίζει. Αφού αυτός το κάνει σε μένα που ξέρει…».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Τι έχω περάσει. Πόσο κακοποιητικός μπορεί να είναι στο παιδί του; Αυτό με φοβίζει».
Ε.Α.: «Αυτό που λες είναι η πιο σοφή κουβέντα. Είναι ακριβώς έτσι όπως το λες. Είναι κακοποιητικός. Δεν υπάρχουνε;».
Ι.Π.: «Τα τελευταία χρόνια εγώ είμαι στη δεκαετία τώρα των… 36 είμαι τέλος πάντων, 35 ας πούμε. Έχουμε βιώσει πανδημία, οικονομική κρίση».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Πολέμους, γυναικοκτονίες, μπούλινγκ. Πάρα πολλά πράγματα μαζί τα τελευταία χρόνια, άσχημα. Θα χρησιμοποιήσω την ηλικία σου πάλι…».
Ε.Α.: «Ναι, ναι».
Ι.Π.: «Για να ρωτήσω: Εσύ θυμάσαι άλλη τέτοια περίοδο τόσο άσχημη και με τόσο διάρκεια να έχει συμβεί; Γιατί είπαμε για την κατάθλιψη».
Ε.Α.: «Ναι, ναι».
Ι.Π.: «Αλλά πόσο και να… Πόσο να αντέξει κάποιος; Και πότε θα τελειώσει αυτό; Τι πρέπει να γίνει;».
Ε.Α.: «Είναι πολύ καλή ερώτηση. Είναι πάρα πολύ καλή ερώτηση και θα σου απαντήσω σε δύο σκέλη. Εάν θυμάμαι εποχή που υπήρχε πανδημία, λιμός, σεισμός, καταποντισμός και οι εφτά ακρίδες του αυτού, όχι. Ομολογώ πως όχι. Εγώ μεγάλωσα σε μια εποχή που τα καλοκαίρια ήταν καλοκαίρια, οι εποχές ήταν εποχές, ο χειμώνας, χειμώνας. Όμως -κι αυτό, Ιωάννα μου, θέλω να σ’ το πω και να γίνει σαφές και στους νεότερους- έχουμε εξωραΐσει πάρα πολύ εμείς οι παλιότεροι τα παιδικά μας χρόνια. Έχουμε φτιάξει έναν πλασματικό κόσμο που είναι σαν τα παλιά αλφαβητάρια για της Πρώτης Δημοτικού, ο οποίος δεν υπήρχε. Που είναι ο μπαμπάς, η μαμά, το παιδί. Κάνουν τον σταυρό τους, πάνε την Κυριακή στην εκκλησία, χαϊδεύουνε το αρνάκι, ασχέτως που μετά θα το σφάξουνε. Κάνουνε όλα αυτά τα υπέροχα πράγματα, είναι μονιασμένοι. Αυτή η κοινωνία ήτανε μία τόσο υποκριτική, τόσο άθλια κοινωνία, που οι νεότεροι ίσως νομίζουν ότι ζούσαμε όπως στις ασπρόμαυρες ταινίες με τη Βουγιουκλάκη και την Καρέζη. Που ήταν όλα ωραία, χορεύαν Χάλι Γκάλι, βάζανε ωραία φουστάνια με φουρό, ήτανε χαριτωμένες, ερωτεύονταν, παντρεύονταν, τέλος. Ήτανε κατεξοχήν κακοποιητικές κοινωνίες. Ήτανε κοινωνίες οι οποίες αντιμετώπιζαν ως παρίες τους ανθρώπους οι οποίοι στο παραμικρό διέφεραν απ’ αυτούς. Και δεν εννοώ μόνο εμφανισιακά, που εκεί πια γινότανε το μπούλινγκ της αρκούδας. Εννοώ και ηθικά, όπως εκείνοι όμως ορίζανε την ηθική».
Ι.Π.: «Μισό λεπτάκι. Δεν υπήρξαν δηλαδή στην πραγματικότητα αυτές οι εποχές;».
Ε.Α.: «Όχι, δεν υπήρξαν στην πραγματικότητα αυτές οι εποχές, οι όμορφες. Υπήρξαν όμορφα πράγματα σ’ αυτές τις εποχές. Ναι. Εγώ έπαιζα στην πλατεία με τα άλλα τα παιδιά. Όμως στην ίδια εποχή, όταν εμείς παίζαμε χαρούμενοι στις αλάνες -που λέει κι ο Ελύτης- και γρατζουνάγαμε τα γόνατά μας, στο διπλανό σπίτι ένα κοριτσάκι το οποίο ήτανε ξέρω γω 15 χρονών και το ‘χε βιάσει ένας, το παίρνανε και το πετάγανε έξω. Και του λέγανε: “Να πας στην Τρούμπα, μωρή, για να ζήσεις. Εμείς εδώ θέλουμε το κούτελό μας καθαρό”. Ιωάννα μου, ξέρεις για τι εποχή μιλάμε; Πήγαινε ο άλλος το παιδί του -αυτό το ξέρω γιατί είναι προσωπική εμπειρία σε δημοσιογραφικό- και έλεγε στον δάσκαλο, σε ένα… μια επαρχιακή πόλη: “Σου τον παραδίδω τον γιο μου, δάσκαλε. Το κρέας δικό σου, τα κόκαλα δικά μου”. Ξέρεις τι σήμαινε αυτό; Ότι “θα τον σαπίσεις στο ξύλο για να τον κάνεις άνθρωπο”. Έτσι ζούσαν τα παιδιά. Έτσι μεγάλωναν, ακόμη και στα πιο -εντός εισαγωγικών- και καλά αξιοπρεπή και κοινωνικά σπίτια. Τολμούσε ένα παιδί να πει ότι είναι γκέι τότε;».
Ι.Π.: «Όχι. Σωστό. Αυτό είναι… Είναι θέμα ελλιπούς μόρφωσης… Ήταν τότε δηλαδή; Πού ήταν το πρόβλημα;».
Ε.Α.: «Ε, ήτανε κι αλλιώς οι εποχές τότε».
Ι.Π.: «Ναι».
Ε.Α.: «Νομίζω ότι ήτανε πολύ λιγότερο δεκτικές. Εγώ αυτό το οποίο παρά τις πανδημίες, τους πολέμους… Δεν ξέρω τι θα γίνει, αν θα ‘χουμε τρίτο παγκόσμιο πόλεμο ή όχι, είναι μια πάρα πολύ άγρια περίοδος αυτή που διανύουμε. Αλλά πρέπει να σου πω ότι σε ένα επίπεδο ανθρώπινων δικαιωμάτων νομίζω ότι πάμε καλά».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Δηλαδή όταν βλέπουμε όλους αυτούς τους ομοφοβικούς να εκνευρίζονται και να λένε “να το κάνουνε στο σπίτι τους και να μη βγαίνουν” λες και δεν έχουνε δικαιώματα. Υπάρχει ένας αντίλογος. Και αυτός ο αντίλογος είναι υγιής, είναι δυναμικός, είναι μαζικός».
Ι.Π.: «Ο οποίος δεν υπήρχε τότε».
Ε.Α.: «Εγώ γι’ αυτό λέω “το μαζί και τα μάτια μας”. Στο δικό μου podcast το λέω “το μαζί και τα μάτια μας” ακριβώς γι’ αυτό. Τότε δεν υπήρχε τίποτα απ’ αυτό. Ακόμα και η αγκαλιά που είχες εσύ τώρα με αυτό που συνέβη με το βιτριόλι, μπορεί τότε να ‘ταν διαφορετικά τα πράγματα».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Δηλαδή μπορεί τότε να λέγανε: “Ποιος ξέρει τι έκανε η Ιωάννα”. Όχι… Θα μου πεις “δεν τα λένε και τώρα;”».
Ι.Π.: «Καλά. Και τώρα… Και τώρα τα είπαν».
Ε.Α.: «Αλλά τότε όμως θα ήτανε -πώς να σου πω;- η πλειοψηφία. “Ποιος ξέρει τι έκανε”, “ποιος ξέρει, τα ‘θελε”, “ποιος ξέρει, δεν αυτά”, “παπά”, κι αυτά και το ‘να και τ’ άλλο. Υπάρχει μία ανεκτικότητα και μακάρι να πάμε σε μία πιο χαμογελαστή κοινωνία, τουλάχιστον σε επίπεδο ανθρώπινων δικαιωμάτων. Σου γάνωσα το κέρατο απ’ τη φλυαρία».
Ι.Π.: «Καθόλου. Είναι όλα πολύ χρήσιμα, όλα αυτά, να… και να τ’ ακούμε. Νομίζω τα νέα παιδιά, δηλαδή εκεί ποντάρω».
Ε.Α.: «Ναι. Ναι, ναι, ναι».
Ι.Π.: «Ποντάρουμε όλοι μας πλέον, στα νέα παιδιά».
Ε.Α.: «Ναι, όλοι. Όλοι, όλοι, όλοι».
Ι.Π.: «Ε, δεν μπορώ να μη σε ρωτήσω για τα της οικογένειας».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Έχει γίνει ένα θέμα τώρα τον τελευταίο καιρό με τον υιοθετημένο γιο σου».
Ε.Α.: «Μμμ».
Ι.Π.: «Είναι μια υπόθεση η οποία αυτή τη στιγμή είναι στα δικαστήρια απ’ όσο ξέρω. Πώς το αντιμετωπίζετε;».
Ε.Α.: «Ε…».
Ι.Π.: «Και πώς έχει γίνει τώρα όλο αυτό; Και γιατί πιστεύεις ότι έχουν ειπωθεί όλα αυτά τα ψέματα και λογικά ανυπόστατα;».
Ε.Α.: «Λοιπόν, άκουσε να δεις. Λοιπόν. Για να καταλάβεις ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν παραβιάσανε τα προσωπικά μας δεδομένα, του γιου μου. Ο γιος μου πια είναι 30 χρονών, ε; Και κάνει κι εκείνος μήνυση, όπως κι εγώ. Δεν τα παραβιάσαν, τα διαστρεβλώσαν».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Δηλαδή είναι σαν να βγω και να πω, εγώ δεν ξέρω… Έχεις αδέλφια; Δεν έχεις;».
Ι.Π.: «Έχω δίδυμο αδερφό. Έναν».
Ε.Α.: «Έχεις έναν δίδυμο αδερφό. Λοιπόν. Βγαίνω εγώ τώρα και λέω: “Η Ιωάννα έχει έναν δίδυμο αδερφό ο οποίος τη δέρνει από το πρωί μέχρι το βράδυ, μπεκρουλιάζει και μετά κάθεται και βασανίζει και τα κόβει κομματάκια και… μετά πηγαίνει σ’ έναν άστεγο και τον κλωτσάει και τον σκοτώνει”».
Ι.Π.: «Τελείως μυθοπλασία».
Ε.Α.: «Από όλο αυτό, τι είναι η αλήθεια; Ότι έχεις έναν δίδυμο αδερφό».
Ι.Π.: «Ναι, ναι».
Ε.Α.: «Όλο το άλλο είναι αποκύημα της φαντασίας».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Κάποιος αρρωστημένος, νοσηρός εγκέφαλος, για να βλάψει εμένα, χρησιμοποιεί το παιδί μου. Εγώ μπορώ να ανεχθώ πάρα πολλά πράγματα, διότι στο κάτω-κάτω είμαι δημόσιο πρόσωπο, έχω δημόσιο λόγο και, όπως τα λέω, πρέπει και να τ’ ακούω. Για το παιδί μου δεν σηκώνω μύγα στο σπαθί μου. Εγώ το παιδί μου το πήρα όταν ήταν ένα τόσο δα σκατουλάκι στην αγκαλιά μου. Εγώ το ξεσκάτισα, εγώ το ‘βαζα να ρευτεί στο αυτό μου, εγώ το μεγάλωσα, εγώ ξενύχτησα μαζί του όταν ήταν άρρωστος. Αυτός είναι ο γιος μου. Έγινε με μία απολύτως νόμιμη διακρατική υιοθεσία και κάποιοι βγήκαν και γράψανε κάτι το οποίο ήτανε εντελώς από το κεφάλι τους. Όσο ήτανε η δική μου ιστορία με τον αδερφό σου».
Ι.Π.: «Ναι».
Ε.Α.: «Το ίδιο πράγμα».
Ι.Π.: «Και πιστεύαν ας πούμε ότι τι; Ότι δεν θα αντιδράσεις; Ότι…».
Ε.Α.: «Και πιστεύανε ότι δεν θα αντιδράσω. Όμως εγώ αντιδρώ. Κι όταν είναι για τον Παύλο μου, αντιδρώ ακόμα περισσότερο. Και ο Παύλος, ο οποίος είναι ένας ήσυχος τύπος αλλά τσαμπουκάς, αντιδράει κι αυτός πάρα πολύ δυναμικά. Εμείς έχουμε μεγαλώσει μαζί κι επειδή χώρισα με τον πατέρα του όταν ήταν πολύ μικρός, στην ουσία ήμασταν μία μονογονεϊκή οικογένεια».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Είμαστε πάρα πολύ δεμένοι. Τον χαίρομαι. Έχει το κορίτσι του, έχει τη ζωή του, έχει την αυτή. Είμαστε αγαπημένοι, είμαστε δεμένοι. Φτάσαν και είπαν ότι έχουμε -λέει- δέκα χρόνια να μιλήσουμε με τον γιο μου. Ο γιος μου, από τότε που γύρισε στην Αγγλία, μένουμε στο ίδιο σπίτι. Δηλαδή έχει έναν όροφο από πάνω που μένει ο ίδιος».
Ι.Π.: «Ναι».
Ε.Α.: «Νομίζουν ότι θα σε τραυματίσουν. Και το πετυχαίνουν σε έναν βαθμό. Ιωάννα, θα σου πω την αλήθεια. Έχω κλάψει πολύ μ’ αυτή την ιστορία. Αλλά όταν σκουπίζω τα δάκρυά μου, λέω “θα σε πολεμήσω, όποια κι αν είσαι”».
Ι.Π.: «Και γκρεμίζεται το στούντιο».
Ε.Α.: «Παιδιά, αυτό είναι καλό, ε; Ε, έπεσε…Έπεσε μία ταμπέλα που λέει “on air”. Ποιος ξέρει τι… τι αρνητική ενέργεια!».
Ι.Π.: «Επειδή το ‘χω εισπράξει κι εγώ με αυτά τα σενάρια που λες, έχω κάτσει κι έχω σκεφτεί. Αυτοί οι άνθρωποι τι έχουνε σαν σκοπό; Έχουνε σαν σκοπό να σε πληγώσουν ή έχουν σαν σκοπό ένα οικονομικό όφελος; Λέω να με πληγώσει εμένα κάποιος προσωπικά ή εσένα, γιατί; Σε ξέρει; Εννοώ τι απωθημένο… Τι μπορεί να είναι αυτό; Οπότε έχω καταλήξει στο ότι μάλλον σκοπεύουν στη δημοσιότητα ή στο οικονομικό όφελος. Και απ’ την άλλη λέω “αφού είναι τόσο καλοί στη μυθοπλασία, γιατί δεν κάθονται να γράψουν ένα μυθιστόρημα να το πουλήσουν; Όντως να… να βγάλουν πάρα πολλά λεφτά. Γιατί καταφεύγουνε σε μία τέτοια πολύ αισχθρή μέθοδο;”».
Ε.Α.: «Γιατί είναι losers. Και όταν λέω “losers”, δηλαδή γεννημένοι ηττημένοι κατά κάποιον τρόπο, δεν εννοώ ότι είναι losers γιατί μπορεί να μην πήγε πολύ καλά η καριέρα τους ή το επάγγελμά τους. Όχι. Έχουνε γεννηθεί… Υπάρχουν άνθρωποι που έχουνε γεννηθεί με συγκαμένο εγκέφαλο».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Όπως συγκαίεται ένα μωρό και του βάζεις το ταλκ στο ποπουδάκι του κτλ, αυτοί το ‘χουν στο κεφάλι. Κι είναι μέσα, δεν μπορείς να τους ρίξεις ούτε ταλκ, ούτε τίποτα. Είναι τελείως losers. Όμως ότι κάποια απ’ αυτά είναι και υποκινούμενα και μπορεί να έχουνε οικονομικά ωφέλιμα, μην έχεις καμία αμφιβολία ότι ισχύει κι ότι έχεις απόλυτο δίκιο σ’ αυτό».
Ι.Π.: «Θεωρώ όμως πολύ μεγάλη επιτυχία εξίσου και τη σχέση που έχεις με τον σύζυγό σου».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Που πάντα σας βλέπω έτσι πολύ αγαπημένους. Παντού μαζί, ευχαριστιέστε ο ένας τη συντροφιά του άλλου».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Υπάρχει πολύ μεγάλη υποστήριξη μεταξύ σας».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Κι αυτό ειλικρινά εγώ το θαυμάζω σε εσάς. Πώς έχει χτιστεί αυτό; Φαντάζομαι πίσω απ’ αυτό υπάρχει δουλειά, δεν έχει γίνει τυχαία».
Ε.Α.: «Κοίτα να σου πω. Κατ’ αρχάς θέλω να σου πω το εξής. Ότι, για να καταλάβεις πόσο υποκριτικοί… Σε μεγάλο βαθμό, γιατί δεν είναι όλοι οι άνθρωποι έτσι, είναι η κοινωνία που ζούμε. Όταν εγώ -γιατί πια βγαίνω και λέω τα πράγματα όπως έχουνε, δεν μπορώ να τα εξωραΐζω- βγήκα και είπα ότι όταν ο άντρας μου κι εγώ γνωριστήκαμε, εγώ ήμουνα λίγο μικρότερη από σένα κι εκείνος ήτανε αρκετά μεγαλύτερος από σένα. Κι ήμασταν κι οι δύο παντρεμένοι, Ιωάννα, με άλλους. Αλλά ερωτευτήκαμε πάρα πολύ, πάρα πολύ βαθιά. Κι αυτή η αγάπη -αυτός ο έρωτας μάλλον- σιγά-σιγά, σιγά-σιγά τα ‘κανε όλα στην πέρα… πέρα. Δεν μπορούσε να γίνει κάτι. Το πόσοι άνθρωποι βγήκαν και είπαν “δεν ντρέπεσαι;”, “ώστε ήταν παντρεμένος”, λες κι εγώ δεν ήμουνα, και “δεν ντρέπεσαι;” κι αυτά και “είσαι αντροχωρίστρα” και “είσαι εκείνο” και “είσαι τ’ άλλο”. Μπαινάκης, βγαινάκης. Δεν ιδρώνει τ’ αυτί. Εγώ έχω έναν άνθρωπο που ακόμα και τώρα για να βγούμε να πάμε στη λαϊκή το πρωί και παίρνουμε και το ένα το σκυλί που είναι ψώνιο και νομίζει ότι όλοι τη θαυμάζουνε στη λαϊκή, και πάμε χέρι-χέρι, ρε παιδί μου. Του λέω: Να ξέρεις, τώρα που γερνάω, θα λέει ο κόσμος “αχ μωρέ, τι ωραίο, τρυφερό το χέρι-χέρι”, ενώ εγώ θα σε κρατάω για να μην τσακιστώ πουθενά. Ήθελα να πω και κάτι άλλο για την υιοθεσία. Ήτανε μία επιλογή… Ξέρεις, Ιωάννα; Καλά, δεν έχω ξαναμιλήσει πιο ανοιχτά σε κανέναν ποτέ, να το ξέρεις, ε. Ήτανε μία επιλογή για μένα. Δηλαδή επειδή από κάποια αποβολή και κάποια τέτοια δεν μπόρεσα, έκανα μία εξωσωματική γονιμοποίηση η οποία δεν πήγε καλά. Και μου λέει ο γιατρός “όμως είσαι πολύ καλά” μου λέει, “το πολύ τη δεύτερη, άντε τρίτη, θα μείνεις έγκυος”».
Ι.Π.: «Θα τα καταφέρεις».
Ε.Α.: «Λέω “δεν θέλω”. Κατ’ αρχάς δεν ήθελα να αποβάλω… Δεν ήξερα τι τοξικότητα, τι έβαζα μέσα στο σώμα μου. Δεν το ήξερα καθόλου. Και δεύτερον, είπα ότι: “Τι να κάνω δηλαδή; Να… Ρε παιδί μου, ότι μη και χαθεί το DNA το δικό μου; Το φοβερό, το σούπερ, το γαμάτο, το… το DNA αυτό που όλος ο πλανήτης υποκλίνεται, ρε παιδί μου, μπροστά του”. Όχι. Και έτσι αποφάσισα και έγινα μητέρα. Γιατί η μάνα είναι αυτή που μεγαλώνει ένα παιδί. Και έγινα μητέρα συνειδητά και για μένα αυτό ήταν μία συνειδητή μητρότητα. Όταν λοιπόν συνειδητά γίνεσαι μάνα, καταλαβαίνεις και τι ευθύνη, και τι αγάπη, και τρυφερότητα έχεις και γι’ αυτό το παιδί αλλά και πόσο ανοίγουν οι ορίζοντές σου για τα παιδιά όλου του κόσμου. Τα αγαπάω τα παιδιά. Τα αγαπάω πολύ».
Ι.Π.: «Εννοείται. Δεν διαχωρίζεις…».
Ε.Α.: «Και μη βασανίζετε τα ζωάκια, εσείς που μ’ ακούτε. Ακούτε; Θα σας κράξω».
Ι.Π.: «Εννοείται ότι μία μητέρα που γεννάει ένα παιδί και μία μητέρα που το μεγαλώνει…».
Ε.Α.: «Ε ναι».
Ι.Π.: «Είναι το ίδιο πράγμα».
Ε.Α.: «Ακριβώς».
Ι.Π.: «Το πιστεύω κι εγώ αυτό».
Ε.Α.: «Ακριβώς».
Ι.Π.: «Όταν ακούς έναν άνθρωπο να λέει ότι “εγώ είμαι 30 χρόνια με τον σύζυγό μου και θέλω ακόμα τόσα πολλά να ζήσω”».
Ε.Α.: «Ναι, ναι».
Ι.Π.: «”Και τόσα πολλά να κάνω”. Που τα περισσότερα ζευγάρια στα 5 χρόνια θα πω, άντε 10, έχουνε τελματώσει και δεν βρίσκουν καν το ενδιαφέρον».
Ε.Α.: «Κοίτα. Συγγνώμη, έχουμε ξεσκιστεί. Έχουμε περάσει περιόδους που έχουμε τσακωθεί άγρια, έχουμε περάσει μια περίοδο γύρω στο 2000, δηλαδή στα 10 χρόνια δεσμού που είχαμε, που χωρίσαμε κανονικά, δηλαδή του είπα “να μην σε ξαναδώ ποτέ όμως, ποτέ στα μάτια μου”. “Γιατί αγαπούλα;”. “Ποτέ, ποτέ, ποτέ”. Φώναζα κι έκλαιγα. Τώρα σχεδόν δεν θυμάμαι τι ήταν αυτό που με έκανε έτσι. Έχουμε και πάρα πολλά κοινά ενδιαφέροντα. Έχουμε γράψει με τον Γιώργο μαζί πολλά σενάρια».
Ι.Π.: «Μμμ».
Ε.Α.: «Και έχουμε συνεργαστεί… Τότε είχαμε κάνει και τη “Βέρα στο δεξί” και διάφορες σειρές τέτοιες. Αγαπάμε κι οι δύο πάρα πολύ τα ζώα. Το σπίτι μας είναι ένας ζωολογικός κήπος. Ο Γιώργος κάθε πρωί θα σηκωθεί με το σακουλάκι του σαν καλό παιδί και ταΐζει όλες τις γάτες της γειτονιάς, τις οποίες τις θεωρεί όλες κουκλάρες. Θεωρεί ότι “αυτή έχει φοβερή προσωπικότητα”. Γιατί ο Γιώργος όταν αγαπάει, τους κάνει όλους θεούς, νομίζει ότι είναι όλοι θεοί, ότι εγώ είμαι τέλεια ας πούμε. Με την ίδια λογική, είναι τέλεια και η γάτα. Η οποία “είναι πανέξυπνη”. Η άλλη “είναι πάρα πολύ ευαίσθητη, Έλενα”. Η άλλη “δεν ξέρω, είναι λίγο εσωστρεφής”. Βρε Γιώργο!».
Ι.Π.: «Πολύ γλυκό».
Ε.Α.: «Είναι υπέροχο. Α, και τάιζε και τα περιστέρια και μας κάνανε οι γείτονες αυτό, ότι τους κουτσουλάνε το αυτοκίνητο. Και μου λέει “εντάξει, δεν θα το ξανακάνω” και πηγαίνει από πίσω, κρυφά και… και πάει τα ταΐζει. Αυτός είναι ο άντρας μου. Είναι… είναι…».
Ι.Π.: «Οπότε όλα αυτά τα κοινά ενδιαφέροντα είναι αυτά που…».
Ε.Α.: «Πάρα πολύ».
Ι.Π.: «Σας έχουνε…».
Ε.Α.: «Ναι, ναι, ναι».
Ι.Π.: «Κρατάει αυτή τη σχέση ας πούμε δυνατή και όμορφη».
Ε.Α.: «Ναι, ναι, ναι».
Ι.Π.: «Πώς θα ‘θελες να κλείσουμε το podcast;».
Ε.Α.: «Θέλω να κλείσουμε… Να σου πω ότι δεν ήσουν μόνο εσύ αγχωμένη σήμερα, ήμουνα κι εγώ λίγο αγχωμένη. Γιατί πρώτον, δεν έχω μάθει να μου παίρνουνε συνέντευξη. Δεύτερον, είσαι μια γυναίκα που πραγματικά θα σε ήθελα για κόρη μου. Και σ’ το λέω και το εννοώ. Δηλαδή αν είχα μια κόρη…».
Ι.Π.: «Πολύ συγκινητικό».
Ε.Α.: «Θα ήθελα να είσαι σαν εσένα. Να είναι σαν εσένα. Και νομίζω ότι θα ήμασταν και καλές φίλες, αλλά θα ήμουνα και καλή μαμά. Μας έχεις κάνει πάρα πολύ περήφανες και σου μιλάω εκ μέρους όλων των γυναικών. Θα είμαστε πάντα δίπλα σου. Εμένα όταν απλώνεις το χέρι, θα απλώνω κι εγώ το χέρι μου και θα σφίγγω το δικό σου. Και σ’ αγαπάω μέσα απ’ την καρδιά μου. Η ώρα που περάσαμε μαζί ήτανε μια πολύτιμη αποσκευή για μένα. Και σ’ ευχαριστώ ειλικρινά».
Ι.Π.: «Αχ! Είμαι πολύ συγκινημένη και πάρα πολύ χαρούμενη ταυτόχρονα. Ε, απόλαυσα κάθε δευτερόλεπτο της συζήτησης. Ανυπομονώ να τα ξαναπούμε και να κάνουμε με ώρες συζήτηση».
Ε.Α.: «Τέλεια».
Ι.Π.: «Για όλα αυτά».
Ε.Α.: «Χωρίς μικρόφωνα. Οι δυο μας».
Ι.Π.: «Χωρίς, χωρίς. Θα είναι…».
Ε.Α.: «Ναι, ναι, ναι».
Ι.Π.: «Θα είναι ιδιωτική».
Ε.Α.: «Ναι».
Ι.Π.: «Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για σήμερα».
Ε.Α.: «Κι εγώ σ’ ευχαριστώ, Ιωάννα. Κι εγώ σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ».
Μουσική
Ήταν το podcast “ΙΩΑΝΝΑ”, με την Ιωάννα Παλιοσπύρου.
Παραγωγή – Επιμέλεια: Γιούλα Ράπτη.
Στους ήχους ο Γιώργος Βαβανός.
Οι συγκλονιστικές ιστορίες συνεχίζονται με νέους καλεσμένους στα επόμενα επεισόδια. Μπορείτε να στέλνετε τα μηνύματά σας για την Ιωάννα στο email: ioanna@pod.gr.
Μια παραγωγή του pod.gr. Αναζητήστε τα podcast που σας ενδιαφέρουν στο pod.gr, apple podcast, google podcast και σε οποιαδήποτε άλλη εφαρμογή ακούτε podcast από το κινητό σας.