«Με το γέλιο και την αγάπη μπορείς να ξεπεράσεις τα πάντα»!
Κατερίνα Βρανά: «Το γέλιο έχει τεράστια δύναμη. Το γέλιο και η αγάπη. Αν περιστοιχίζεσαι από ανθρώπους που σε αγαπάνε και μπορείς να γελάς και με τους ανθρώπους που σε αγαπάνε, τα πάντα αντιμετωπίζονται. Τα πάντα. Τα πάντα».
Ιωάννα Παλιοσπύρου: «Το προσυπογράφω και εγώ. Αγάπη και γέλιο».
Κ.Β.: «Ναι».
Μουσική
Σήμα (Σταύρος Θεοδωράκης) Πώς συνεχίζεται η ζωή μετά από ένα χτύπημα, μία πτώση, μία τραγωδία; Τι έχουν να πουν οι ήρωες, οι ηρωίδες που τα κατάφεραν; Είναι το podcast “ΙΩΑΝΝΑ”. Συγκλονιστικές εκμυστηρεύσεις και μαθήματα ζωής. Με την Ιωάννα Παλιοσπύρου.
Διαφημιστικό μήνυμα
Το podcast αυτό πραγματοποιείται με την ευγενική χορηγία της Πλαίσιο Computers.
Μουσική
Ι.Π.: «Την ώρα που ερχόμουνα σκεφτόμουνα το εξής. Σου έχει συμβεί κάτι που είναι πάρα πολύ σπάνιο».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Δηλαδή οι πιθανότητες να συμβεί αυτό σε κάποιον είναι απειροελάχιστες. Παρομοίως και εγώ το ίδιο».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Και σκεφτόμουν ότι πρέπει ερχόμενη να πάρω δύο λαχεία. Να σου δώσω ένα λαχείο…».
Κ.Β.: «Όταν παθαίνεις κάτι τέτοια, πρέπει κάποιος κοντινός σου να παίξει ΛΟΤΤΟ ή λαχείο για εσένα, γιατί έτσι εξισορροπείται η φάση».
Ι.Π.: «Τέλος πάντων δεν πρόλαβα, αλλά θα σ’ το χρωστάω όμως».
Κ.Β.: «Εντάξει, οκ».
Ι.Π.: «Λοιπόν, για να σε συστήσω λίγο. Η Κατερίνα Βρανά λοιπόν μαζί μου σήμερα. Stand-up comedian. Σύμφωνα με το CNN, η καλύτερη γυναίκα του είδους σε όλον τον κόσμο».
Κ.Β.: «Θεώρησε ότι μπορώ άνετα να λέγομαι “η πιο αστεία γυναίκα στον κόσμο”».
Ι.Π.: «Αυτό ναι, εννοείται. Έτσι είναι. Λοιπόν, πριν λίγα χρόνια, το 2017, παρά λίγο να πεθάνεις από ένα σηπτικό σοκ».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Που σου άφησε κάποια προβλήματα».
Κ.Β.: «Πολλά κουσούρια».
Ι.Π.: «Κουσούρια, ε;».
Κ.Β.: «Άρα προβλήματα, ναι».
Ι.Π.: «Είσαι παράλυτη, έχεις ένα ποσοστό αναπηρίας. Τι ποσοστό; Να δω ποια έχει περισσότερο».
Κ.Β.: «Δεν έχω ιδέα».
Ι.Π.: «Δεν ξέρεις τι ποσοστό αναπηρίας έχεις;».
Κ.Β.: «Δεν έχω περάσει ακόμα ΚΕΠΑ».
Ι.Π.: «Ωχ. Ακόμα; Πώς γίνεται αυτό;».
Κ.Β.: «Γιατί τα χαρτιά μου ήταν όλα στην Αγγλία. Όταν ξύπνησα απ’ το κώμα, ήμουνα παράλυτη απ’ τον λαιμό και κάτω. Και δύο βδομάδες μετά τυφλώθηκα κι όλας, γιατί “όλα τα έχει η Μαριορή, ο φερετζές της λείπει”, ξέρεις πώς είναι αυτά. Δεν έχω παραλυσία πια κάπου. Απλώς ανακάλυψαν ότι είχα θρομβοφιλία και μάλλον ένας θρόμβος δημιουργήθηκε στην παρεγκεφαλίδα, που δεν ήξερα καν τι είναι. Η παρεγκεφαλίδα είναι το πιο αρχαίο κομμάτι του οργανισμού μας. Είναι σαν ένα τσόφλι στο πίσω μέρος του μυαλού και είναι το κέντρο ισορροπίας και συντονισμού. Είναι φοβερά basic».
Ι.Π.: «Αχά».
Κ.Β.: «Και άμα χαλάσει, είναι τόσο πρωτόγονο που δεν φτιάχνεται με τίποτα. Μπορώ να σηκωθώ όρθια, δεν μπορώ να παραμείνω όρθια. Πρέπει να ‘χω στήριγμα κάπου. Και η ομιλία μου η οποία θέλει συντονισμό αναπνοής, μυών, λάρυγγα, φάρυγγα, μάγουλα, μιλάω σαν να ‘μαι μεθυσμένη, λίγο μαστουρωμένη. Δεν μπορώ να γράψω και οι λεπτές κινήσεις χεριών πάλι θέλουνε πολύ συντονισμό. Σου έλεγα πριν ξεκινήσουμε να γράφουμε ότι δεν μπορώ να βαφτώ μόνη μου, θα βγάλω κάνα μάτι. Τη γλίτωσα την τύφλωση, ας μην την προκαλέσω μόνη μου. Και πολύ συχνά όταν πάω να ταΐσω τον εαυτό μου, αντί για στόμα το χέρι πάει αφτί».
Ι.Π.: «Φοβερός συνδυασμός. Πώς τα κατάφερες;».
Κ.Β.: «Παιδί μου, είναι φοβερό. Η αλυσίδα προβλημάτων που δημιουργήθηκε ήταν πρωτόγνωρη. Έγινα θέμα σε δύο ιατρικά συνέδρια και μου στέλνουν email γιατροί που θέλουν να με γνωρίσουν και να με εξετάσουν. Και είμαι…».
Ι.Π.: «Σαν πειραματόζωο ας πούμε».
Κ.Β.: «Ναι. Και είμαι “αν δεν μου δώσεις λεφτά ή αν δεν ονομάσεις κάποια ασθένεια με το όνομά μου, δεν έρχομαι”. Όλες οι ασθένειες παίρνουν το όνομα του γιατρού. Σόρρυ, καιρός οι ασθενείς να σηκωθούν να αναλάβουν τα δικαιώματά τους».
Ι.Π.: «Εγώ μαζί σου. Θα σε υποστηρίξω σ’ αυτό, να ξέρεις».
Κ.Β.: «Ευχαριστώ πάρα πολύ».
Ι.Π.: «Τώρα, μισό λεπτάκι, γιατί μου δημιουργήθηκαν κάποιες απορίες. Κατ’ αρχάς, τα μαλλιά σου είναι παρενέργεια της ασθένειας ή…;».
Κ.Β.: «Είσαι μαλάκας. Όχι».
Ι.Π.: «Άρα φυσικό».
Κ.Β.: «Τα μαλλιά μου ήταν έτσι. Είχα σπαστά μαλλιά μέχρι τα 13».
Ι.Π.: «Αλήθεια;».
Κ.Β.: «Τι σου κάνουν οι ορμόνες! Ναι».
Ι.Π.: «Ουάου».
Κ.Β.: «Και για δύο χρόνια δεν ήξερα τι να κάνω με τα μαλλιά μου. Ξέρεις, είναι λίγο… Ήρθε ένα πρόβατο πάνω στο κεφάλι μου. Και είναι που είναι άβολες οι εφηβικές ηλικίες, να έχεις και αυτόν τον θάμνο… Λίγο με προβλημάτισε».
Ι.Π.: «Μου δίνεις την εντύπωση ότι το απολαμβάνεις όμως».
Κ.Β.: «Τώρα το ζω στο φουλ».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Β.: «Χαίρομαι πάρα πολύ. Και χαίρομαι που επανήλθε δριμύτερο μετά από αυτό που έπαθα. Σε κάποια φάση φοβήθηκα ότι “δεν θα επηρεαστεί και το μαλλί;”. Επηρεάστηκαν τα πάντα».
Ι.Π.: «Πρέπει να ‘ναι το μόνο που δεν έχει πάθει τίποτα, έτσι;».
Κ.Β.: «Αυτό και… Αν μου επιτρέπεις, και το στήθος μου, που φοβήθηκα πάρα πολύ. Επειδή πρήστηκα, είναι αυτά που σε πιάνουν. Κάτι άγχη…».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Β.: «Γυναικεία. Απ’ το πουθενά».
Ι.Π.: «Λοιπόν, σε καταλαβαίνω. Θα σου πω μία αστεία ιστορία και μετά θα επανέλθουμε στις απορίες μου, έτσι;».
Κ.Β.: «Ναι, ναι».
Ι.Π.: «Από την περίοδο που νοσηλευόμουνα θυμάμαι πολύ έντονα δύο πράγματα, δηλαδή… Βασικά όταν σε γνώρισα στην παράσταση και είδα τον αυτοσαρκασμό που έχεις κτλ, θυμήθηκα ότι κι εγώ στο νοσοκομείο όταν… Κινδύνεψε κι εμένα το μάτι μου, έτσι;».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Το αριστερό, να το χάσω. Για να το διακωμωδήσω και να μπορέσω έτσι λίγο να το…».
Κ.Β.: «Μα μόνο έτσι παλεύεται».
Ι.Π.: «Έτσι. Είναι η άμυνα…».
Κ.Β.: «Ναι, ναι».
Ι.Π.: «… του ανθρώπου αυτή. Σκεφτόμουνα μεταξύ άλλων ότι, πω-πω όταν κάποιος θα θέλει να μου πει “μωρό μου”, “ματάκια μου”, θα είναι αστείο. Δεν θα…».
Κ.Β.: «Ματάκι μου».
Ι.Π.: «Ματάκι μου. Άντε τώρα να εξηγήσεις στον άλλον ότι δεν μπορεί να σε λέει “ματάκια μου”, πρέπει να σε λέει “ματάκι”».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Βέβαια αυτό μου έχει μείνει τώρα με τα αφτιά, ξέρεις. Επειδή έχω χάσει το πτερύγιο απ’ το ένα μου αφτί».
Κ.Β.: «Σοβαρά;».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Β.: «Δεν μπορείς να φορέσεις σκουλαρίκι;».
Ι.Π.: «Όχι. Είναι τραγικό».
Κ.Β.: «Ιωάννα, αυτό είναι πιο σημαντικό από όλα».
Ι.Π.: «Το ξέρω. Σε σόκαρα τώρα».
Κ.Β.: «Πάρα πολύ. Δεν καταλαβαίνεις πόσο».
Ι.Π.: «Είμαι σίγουρη γιατί ξέρω ότι αγαπάς και πάρα πολύ τα σκουλαρίκια».
Κ.Β.: «Ζω γι’ αυτά. Είναι ο λόγος που επέζησα. Για να ξαναβάλεις σκουλαρίκι, δεν μπορούν να σου κάνουν μια πλαστική; Κάτι σαν ραφάκι να κρεμάς σκουλαρίκι».
Ι.Π.: «Σαν ραφάκι λες, ε; Κοίτα, κάτι θα κάνω».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Το συζητάμε τώρα. Κι εμένα κάνουνε επιστημονικά συμβούλια».
Κ.Β.: «Λοιπόν, άσε αυτούς. Θα σου αγοράσω σκουλαρίκια για την υπόλοιπή σου ζωή».
Ι.Π.: «Έχω τόσα πολλά σκουλαρίκια, που…».
Κ.Β.: «Χρειάζεσαι κι άλλα».
Ι.Π.: «Χρειάζομαι κι άλλα;».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Λες; Όταν λοιπόν βγήκα απ’ το νοσοκομείο, οι φίλοι μου με κοροϊδεύανε και μου λέγανε “έτσι κι αλλιώς δεν άκουγες κανέναν, οπότε τι είχες, τι έχασες;”» .
Κ.Β.: «Έλα μου ντε».
Ι.Π.: «”Δεν σου χρειάζονται”».
Κ.Β.: «Εγώ το λατρεύω αυτό, που οι φίλοι και η οικογένεια ένιωσαν τόσο άνετα να με δουλεύουν απ’ τη στιγμή που ξύπνησα απ’ το κώμα. Που επειδή είχα διασωληνωθεί, οπότε δεν μπορεί να βγει ήχος… Και ξυπνάω απ’ το κώμα, όλη η οικογένεια γύρω μου και μου κάνουνε: “Κατερινάκι, τι κάνεις;”. Που ‘ναι μαλακισμένη ερώτηση όταν μόλις έχεις ξυπνήσει από κώμα. Και τους λέω κι εγώ: “Μια χαρά είμαι. Η φωνή μου δεν βγαίνει”. Γυρνάνε πέντε άτομα: “Δεν μπορείς να μιλήσεις; Ωωω επιτέλους ησυχία”».
Ι.Π.: «Σωθήκαμε» (γέλια)
Κ.Β.: «Αυτά νομίζω βοηθάνε πάρα πολύ. Δεν σε παίρνει από κάτω, σε δουλεύουνε και σε δουλεύουν άτομα που σε ξέρουν και σ’ αγαπάνε. Ξέρεις, οπότε…».
Ι.Π.: «Το σκεφτόμουν αυτό. Πόσο ρόλο έχει παίξει σε σένα και σε μένα, δηλαδή το περιβάλλον μας, το οικογενειακό και το φιλικό. Γιατί και εμένα με έχουνε στηρίξει πάρα πολύ, και εσένα. Γιατί ξέρω ότι…».
Κ.Β.: «Γιατί είσαι σε ένα… Το έζησες κι εσύ ότι ξαφνικά κόσμος άσχετος, που δεν ξέρεις…».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Β.: «Που έχεις γίνει “η Ιωάννα μας”, “το κορίτσι μας”’, “το παιδί μας”. Που αυτό ξαφνικά σου δίνει ένα… Είναι λίγο σαν παπλωματάκι αγάπης»…
Ι.Π.: «Ναι, ναι. Είναι πολύ…”». Και δεν το χορταίνεις κιόλας. Δεν το βαριέσαι ποτέ, γιατί…».
Κ.Β.: «Όχι. Ποτέ. Για να σου δώσει κι άλλο, να συνεχιστεί κι άλλο. Δώσε λίγο ακόμη».
Ι.Π.: «Γιατί και εμένα με πλησιάζουνε πολλοί και μου λένε: “ξέρω, τα ‘χεις ακούσει πολλές φορές, αλλά μπράβο σου και κουράγιο”».
Κ.Β.: «Ναι, αυτό, το ότι το έχεις ακούσει πολλές φορές δεν έχει σημασία».
Ι.Π.: «Δεν έχει, έτσι είναι. Ναι, δεν έχει σημασία. Μας βοηθάει κάθε φορά και μας μπουστάρει κάθε φορά».
Κ.Β.: «[δυσνόητο] Φοβερή δύναμη, πάρα πολλή. Εμένα μ’ αρέσει που βγαίνεις και πας βόλτα με τη…»
Ι.Π.: «Με τη μάσκα;».
Κ.Β.: «Τη μάσκα».
Ι.Π.: «Ναι, ναι».
Κ.Β.: «Να πούμε ότι έχει γκλίτερ μέσα η μάσκα της Ιωάννας».
Ι.Π.: «Ε, όλα τα μαρτυράς, βρε συ Κατερίνα».
Κ.Β.: «Είναι τέλειο. Γυαλίζει, αστράφτεις. Εγώ ρώτησα αν μπορεί να βγει σε άλλα χρώματα ή ας πούμε να ‘χεις χριστουγεννιάτικα σχέδια».
Ι.Π.: «Ό,τι θέλω μπορώ να κάνω. Πες μου ιδέες».
Κ.Β.: «Ιιι! Μπορείς να κάνεις να χιονίζει και να ‘χεις χιονανθρωπάκι εδώ κάτω;».
Ι.Π.: «Ωραία ιδέα. Θα το πω στην κοπέλα που μου κάνει τις μάσκες».
Κ.Β.: «Πω πω. Ρε παιδί μου, κάτσε, έχω άλλη απορία. Αυτή τη μάσκα, εγώ μπορώ να παραγγείλω μία;».
Ι.Π.: «Κοίταξε να δεις, το ‘χω πει εγώ. Εγώ θα την κάνω μόδα αυτή τη μάσκα στο τέλος».
Κ.Β.: «Εγώ… Θα σου πω. Ανακάλυψα ότι οι αντιθρομβωτικές κάλτσες όταν είναι άσπρες… Είναι κάτι πολύ μπεζ… φρικτές. Αλλά άσπρες, έχουνε κάτι πάρα πολύ σέξι. Και έβγαζα φωτογραφίες συνέχεια με αντιθρομβωτικές κάλτσες και ρούχα».
Ι.Π.: «Αυτό το “σέξι” είναι δικό σου συμπέρασμα ή σ’ το έχει πει κάποιος;».
Κ.Β.: «Όχι, μου το ‘πανε κι άλλοι. Δηλαδή εγώ το ‘κανα για πλάκα, έβαλα φωτογραφία με μπικίνι και αντιθρομβωτική κάλτσα και μου γράφαν από κάτω: “Ε, πλάκα-πλάκα, αυτό είναι αρκετά σέξι, Βρανά”. Οπότε νομίζω μπορούμε να λανσάρουμε πράγματα λίγο πιο μοδάτα. Γιατί πράγματα που μπορεί να τα φοράς έτσι για κάποιον λόγο, άμα είναι όμορφα και καλαίσθητα, σου φτιάχνουν και το κέφι. Δηλαδή εγώ θα ενδιαφερόμουνα πάρα πολύ να σε στηρίξω φορώντας μάσκα».
Ι.Π.: «Σε ευχαριστώ κατ’ αρχάς».
Κ.Β.: «Αν μπορώ να την παραγγείλω από κάπου».
Ι.Π.: «Έχω πολλές, μπορώ να σου δώσω μία».
Κ.Β.: «Θα μου ταιριάζουν στο πρόσωπο;».
Ι.Π.: «Όχι, ναι, αλήθεια. Είναι πάνω μου φτιαγμένες».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Μπορούμε να φτιάξουμε μία για σένα. Δεν είναι τόσο άνετη όσο μπορεί να φαντάζεσαι».
Κ.Β.: «Εντάξει, δεν…».
Ι.Π.: «Αλλά… Κοίτα, αυτό με έχει απασχολήσει. Δηλαδή κι εγώ πλέον έχω οικειοποιηθεί τόσο πολύ τη μάσκα, που μερικές φορές σκέφτομαι: Όταν έρθει η ώρα να πρέπει να την αποχωριστώ, θα μου είναι εύκολο; Δεν ξέρω».
Κ.Β.: «Παιδί μου, όταν… Εγώ ήμουν στο νοσοκομείο για σχεδόν πέντε φουλ μήνες. Και όταν ήρθε η ώρα να βγω ήμουνα: “Δεν λέω, καλό είναι και το σπίτι, αλλά αν πάθω κάτι, εδώ είναι όλα”».
Ι.Π.: «Ναι, ναι».
Κ.Β.: «Και είναι οι φίλοι μου, οι νοσηλεύτριες. Ό,τι φαΐ θέλω μου το φέρνουνε».
Ι.Π.: «Πολύ σημαντικό».
Κ.Β.: “Πάρα πολύ. Περνούσαν όλοι, είχα γίνει φίλη με όλες τις νοσηλεύτριες. Επειδή στο νοσοκομείο -δεν ξέρω αν το πρόσεξες- σε βάζουν για ύπνο πολύ νωρίς».
Ι.Π.: «Ναι, εννοείται, το ‘χω προσέξει».
Κ.Β.: «Και σε ξυπνάνε έξι-εφτά και είμαι: “Γιατί, έχουμε να πάμε κάπου; Έχουμε να κάνουμε κάτι;”. Όχι».
Ι.Π.: «Είχα το ίδιο πρόβλημα. Το πρωινό ξύπνημα ήταν το χειρότερό μου».
Κ.Β.: «Φρίκη, μια φρίκη. Και επίσης να προλάβεις να φας πρωινό γιατί εκείνη την ώρα έρχεται το πρωινό και λέω: “Μα δεν πεινάω, μόλις ξύπνησα”».
Ι.Π.: «Αυτό με την ιδρυματοποίηση… Κι εγώ είχα μείνει τρεις μήνες μέσα και θέλω να μου πεις αν έχεις κι εσύ αντίστοιχη εμπειρία. Εννοείται ότι το είχα αισθανθεί κι εγώ και δεν ήθελα να φύγω. Δηλαδή θυμάμαι είχε έρθει η γιατρός μου και μου ανακοίνωσε ότι μπορώ να βγω τις επόμενες τρεις μέρες».
Κ.Β.: «Και σ’ το λένε με χαρά»
Ι.Π.: «Ναι, ναι. Και της λέω: “Σε παρακαλώ, μπορώ να μείνω μια βδομάδα ακόμα;”».
Κ.Β.: «Τελείως».
Ι.Π.: «Και ήμουνα τόσο στεναχωρημένη που θα έφευγα. Γιατί πρώτον έχεις όντως αυτή την αγωνία, ότι θα πάω σπίτι τώρα. Και τι θα γίνει; Κι άμα πονέσω; Κι άμα μου συμβεί κάτι; Γιατί στο νοσοκομείο εκείνη την ώρα έρχεται κατευθείαν γιατρός».
Κ.Β.: «Βέβαια. Ναι. Και επίσης άλλο το ενδοφλέβιο παυσίπονο».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Β.: «Που λειτουργεί τέλεια. Και άλλο το χαπάκι».
Ι.Π.: «Και είχαν έρθει οι ψυχολόγοι του νοσοκομείου και έκλαιγα με μαύρο δάκρυ. Και τους έλεγα: “Δεν μπορώ να φύγω από ‘δω”. Εντάξει, εμένα ήταν και τέτοια η κατάστασή μου που ένιωθα ότι έχω αφήσει εκεί μέσα το 20% του εαυτού μου».
Κ.Β.: «Ναι, ναι, βέβαια».
Ι.Π.: «Όσο το ποσοστό του εγκαύματος που είχα».
Κ.Β.: «Είπες ποτέ: “Με τι πρόσωπο θα βγω στην κοινωνία;”; Που είναι φοβερή ατάκα. Εγώ λέω να τη χρησιμοποιείς πιο συχνά».
Ι.Π.: «Α, λες; Όχι, δεν το ‘χω πει, αλλά είναι καλή ιδέα».
Κ.Β.: «Πολύ καλή ιδέα. Νομίζω… Κάν’ το copyright. Ιωάννα: “Με τι πρόσωπο θα βγω στην κοινωνία;”».
Ι.Π.: «Κοίτα. Θα βγω σίγουρα με ένα νέο πρόσωπο, διαφορετικό, το οποίο δεν με ενοχλεί νομίζω».
Κ.Β.: «Είναι ευκαιρία να φτιάξεις ό,τι θες».
Ι.Π.: «Μα, πόσοι άνθρωποι έχουνε την ευκαιρία στη ζωή τους να αλλάζουνε δυο φορές πρόσωπο;».
Κ.Β.: «Αυτό!».
Ι.Π.: «Δεν είναι μοναδικό;».
Κ.Β.: «Αυτό είναι τέλειο. Είναι γαμάτο, είναι άψογο. Μπορείς να κάνεις ό,τι θες ή υπάρχουν περιορισμοί;».
Ι.Π.: «Α, λοιπόν. Άκου μία άλλη ατάκα που είχα πει στη γιατρό μου. Πρέπει… Πραγματικά πρέπει να της έχω πει και πολλά ακόμα που δεν τα θυμάμαι, γιατί ήμουνα και σε κατάσταση σοκ εκείνη την περίοδο».
Κ.Β.: «Ε ναι».
Ι.Π.: «Έρχεται μια μέρα η γιατρός μου στο κρεβάτι μου και της λέω: “Μαρία μου, τώρα πάμε να με φτιάξεις” λέω “κούκλα κτλ”. Της λέω: “Να σου πω. Μπορείς να μου κάνεις το πρόσωπο της Kim Kardashian;”. Και μου λέει: “Τι;”. Μου λέει: “Καλύτερη είναι αυτή;’. Της λέω: “Όχι, δεν είναι καλύτερη, αλλά μάλλον είναι πιο ακίνδυνο να κυκλοφορώ με το δικό της το πρόσωπο από ό,τι με το δικό μου. Θα διατρέχω λιγότερο κίνδυνο μάλλον, γιατί δεν ξέρω τι γίνεται”. Δεν είναι ακριβώς έτσι επί της ουσίας, είναι πιο ευαίσθητο το πλαστικό».
Κ.Β.: «Ναι, αυτές τις βλακείες. Εγώ νόμιζα ότι μια και είμαι ανάπηρη δεν θα ξαναχρειαστώ να κάνω γυμναστική, γιατί μισώ τη γυμναστική».
Ι.Π.: «I know».
Κ.Β.: «Ναι. Και ξέρεις τι ανακάλυψα; Ότι οι ανάπηροι πρέπει να κάνουν παραπάνω γυμναστική. Τι μαλακία είναι αυτό; Δηλαδή εμ και είμαι ανάπηρη, εμ και δεν μπορώ να κωλοβαρέσω; Δηλαδή θα σου φτιάξουν καινούρια μούρη και θα “είναι πιο ευαίσθητη”. Α γαμήσου! Βάλε τιτάνιο μέσα, ξέρω γω; Τι τους πληρώνουμε; Δεν καταλαβαίνω».
Ι.Π.: «Έλα ντε. Τζάμπα τόσα χειρουργεία και τόση ταλαιπωρία».
Κ.Β.: «Έλα μου ντε. Αυτό, χειρουργεία. Καλά, άσε τη γενική αναισθησία που τη λάτρευα, μετά τη βαρέθηκα λίγο. Ε, πόσες έχεις κάνει;».
Ι.Π.: «Έχω κάνει εννιά».
Κ.Β.: «Πόσο;».
Ι.Π.: «Εννιά».
Κ.Β.: «Ιιι. Είναι ωραίος αριθμός, είναι εννιά. Δεν είναι δέκα, είναι εννιά. Και έχει και κάτι ωραίο το εννιά».
Ι.Π.: «Θα γίνει και δέκα και έντεκα και…».
Κ.Β.: «Θα κάνεις κι άλλες, ναι».
Ι.Π.: «Είναι δεδομένο, το ξέρω».
Κ.Β.: «Στο Παρίσι τι σου είπανε;».
Ι.Π.: «Αχ, στο Παρίσι με στεναχώρησαν λίγο».
Κ.Β.: «Είναι μαλάκες οι Γάλλοι, όλοι το ξέρουν αυτό».
Ι.Π.: «Εν πάση περιπτώσει, μου είπαν ότι πρέπει να περιμένω κι άλλο για να συνεχίσω την αποκατάστασή μου».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Ότι γενικά πάει καλά, αλλά με πάνε γύρω στους οχτώ-εννιά μήνες. Ναι. Ενώ, ξέρεις, δεν είναι τόσο τραγικό τελικά όσο περνάει ο καιρός και το σκέφτομαι».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Αλλά επειδή, ξέρεις, είχα πάει και ήμουνα προετοιμασμένη ότι θα γυρίσω…».
Κ.Β.: «Αυτό».
Ι.Π.: «Και θα μπω στη διαδικασία, και είμαι έτοιμη ψυχολογικά. Και είχα φτιάξει και τα πράγματα έτσι στο μυαλό μου».
Κ.Β.: «Ναι, ναι».
Ι.Π.: «Για τους επόμενους μήνες. Και μου γκρέμισε τα σχέδια ξέρω γω».
Κ.Β.: «Αυτό είναι νομίζω, το πρόγραμμα που είχες βάλει. Εγώ ήμουνα: Θα πάω, θα περπατήσω σε κάνα χρόνο, μετά θα κάνω παραστάσεις σε όλο τον κόσμο. Μετά ήρθε ο κορονοϊός και…».
Ι.Π.: «Τελικά τι νομίζεις ότι είναι αυτό που σε έχει στεναχωρήσει περισσότερο απ’ τα προβλήματα που έχεις; Ποιο είναι αυτό που σε ενοχλεί; Είναι το περπάτημα; Είναι η όραση;».
Κ.Β.: «Όχι το περπάτημα, όπως καταλαβαίνεις…».
Ι.Π.: «Όχι. Σ’ αρέσει να κάθεσαι».
Κ.Β.: «Πάρα πολύ. Είμαι πολύ του κωλοβαρέματος. Μου λείπει ο χορός πάρα πολύ. Και μου λείπει η ανεξαρτησία που φέρνει το να μπορείς να κινείσαι άφοβα μόνος σου».
Ι.Π.: «Η όραση πώς είναι;».
Κ.Β.: «Η όραση είναι… Η όραση είναι… Λειτουργούν ανεξάρτητα τα δύο μάτια. Μακριά βλέπω πολύ καλά, κοντά δεν είμαι σίγουρη πού είναι η απόσταση καλή».
Ι.Π.: «Α, πρέπει να πιάσεις ας πούμε για να καταλάβεις».
Κ.Β.: «Ναι. Εγώ νομίζω το τραπέζι είναι εδώ, αλλά τελικά είναι εκεί. Στατικές εικόνες μπορώ να δω. Δεν μπορώ να δω σειρές και ταινίες. Γιατί ιδίως άμα είναι ταινία δράσης, άμα τρέχει κάποιος, εδώ τον χάνω και μέχρι να ξαναεμφανιστεί δεν ξέρω πού να κοιτάξω».
Ι.Π.: «Είναι λες και έχει αυτό το μαγικό χάρισμα που εμφανίζεται και εξαφανίζεται».
Κ.Β.: «Εξαφανίζεται, ναι, ναι. Οπότε όπως είναι έτσι η οθόνη, βλέπω τι γίνεται εδώ, εδώ μπερδεύομαι πάρα πολύ, κοιτάω και έχουνε στρίψει από εκεί».
Ι.Π.: «Και λες: “Κάτι έχασα”».
Κ.Β.: «Κάνω ό,τι μπορώ, αλλά ξέρεις… Αυτό μου λείπει. Και μου λείπει πάρα πολύ οι πολύ λεπτές κινήσεις. Δεν μπορώ να γράψω και δεν μπορώ να βαφτώ. Μου λείπουν αυτά. Δηλαδή να μην μπορώ να γράψω ένα σημείωμα, να στείλω μία κάρτα να σου πω: “Ιωάννα, πέρασα τέλεια στο podcast, σου φιλώ τα μούτρα”. Και το ότι όταν πάω να ταϊστώ, καμιά φορά το πιρούνι δεν βλέπω καλά που είναι το φαΐ. Ε και τώρα έχουμε πάρει χρωματιστά πιάτα για να βλέπω την αντίθεση».
Ι.Π.: «Τι τέλειο αυτό!».
Κ.Β.: «Γιατί άσπρο πιάτο μαζί με ρύζι, είμαι: “Έχει μείνει φαΐ ή όχι; Γεμάτο. Ααα”. Και πάντα λέω στη Φωτεινή ή τη Μαργαρίτα που είναι οι δύο βοηθοί μου… Μου λένε: “Κοτόπουλο αριστερά, πατάτες δεξιά”. Ή “τα ‘χουμε ανακατέψει” ή “σαλάτα”. Ξέρεις, μου δίνουν οδηγίες για να καρφώνω».
Ι.Π.: «Πάντως τα έντονα τα χρώματα σε βοηθάνε περισσότερο».
Κ.Β.: «Πάρα πολύ, ναι. Αλλά γενικά και όσο πάει, φτιάχνει η κατάσταση».
Ι.Π.: «Αυτό το ότι “φτιάχνει η κατάσταση”, το είχανε προβλέψει οι γιατροί; Ή είναι θεωρητικά δικό σου επίτευγμα;».
Κ.Β.: «Όχι. Ακόμα και τώρα δεν ξέρουνε μέχρι που μπορεί να πάει. Μου είπανε: “Εμείς κάναμε ό,τι μπορούσαμε, τώρα πάρ’ το πάνω σου”».
Ι.Π.: «Τα κλασικά».
Κ.Β.: «Το οποίο είναι ό,τι πιο εκνευριστικό υπάρχει».
Ι.Π.: «Ακριβώς, ναι».
Κ.Β.: «Τι εννοείς “πάρ’ το πάνω σου”, μαλάκα; Πάλι γυμναστική;».
Ι.Π.: «“Εγώ δεν είμαι γιατρός” πες της».
Κ.Β.: «Καλά, αυτό στάνταρ, στάνταρ. Και τώρα κάνω όλες τις θεραπείες του κόσμου να δω τι μπορεί να φτιάξει. Αλλά αυτό που συνειδητοποίησα ότι βοηθάει πάρα πολύ και νομίζω… Καλά, τώρα είναι σαν να μιλάω σε άλλη βερσιόν του εαυτού μου. Ε, η ψυχολογία. Έχει τεράστια σημασία η ψυχολογία. Δηλαδή αν το πάρεις απόφαση και πεις: “Δεν χάλασε κι ο κόσμος, ντάξει, υπάρχουνε τόσα…”. Στην περίπτωσή σου… βλέπεις; Τρως; Μπορείς να κινηθείς μόνη σου; Μπορείς να είσαι με φίλους και κόσμο που αγαπάς; Ναι. Τα άλλα… Για μένα τα άλλα είναι… Θα ‘ταν ωραία, αλλά δεν πειράζει».
Ι.Π.: «Ναι. Είναι αυτό που σκέφτομαι κι εγώ πολλές φορές, ότι με κάποιον τρόπο θα βρεις τη λύση και θα τ’ αναπληρώσεις κάπως».
Κ.Β.: «Μα βέβαια».
Ι.Π.: «Νιώθεις αυτό που συνήθως λένε; Ότι όταν κάτι χάνεις, κερδίζεις κάτι άλλο. Εσύ κάτι έχεις χάσει, αλλά έχεις κερδίσει κάτι άλλο. Τι είναι αυτό το άλλο που δεν είχες πριν;».
Κ.Β.: «Ε, η καριέρα μου (γέλια). Με βοήθησε πάρα πολύ. Αυτό το λέω για πλάκα, αλλά συγχρόνως όντως βοήθησε. Μου έδωσε ένα boost στην καριέρα μου στην Ελλάδα που δεν ξέρω πόσα χρόνια ακόμα θα μου έπαιρνε για να φτάσει εδώ που είναι. Κατάλαβες; Η αναγνωρισιμότητα εδώ και ότι έπρεπε να μείνω Ελλάδα. Μπορεί να έχασα τόσα ταξίδια στο εξωτερικό, συγχρόνως όμως μου άνοιξαν τόσες πόρτες εδώ. Και ότι, όπως βλέπεις κι εσύ, είναι ευκαιρία επιτέλους να μιλήσουμε ανοιχτά για κακοτυχίες, αρρώστιες, αναπηρίες. Αυτά που οι Έλληνες φτύνουν, σταυροκοπιούνται, χτυπάνε ξύλα, αλλάζουν πεζοδρόμιο άμα δουν μαύρη γάτα… ξέρεις».
Ι.Π.: «Κοίτα, εγώ το καταλαβαίνω αυτό λίγο. Δεν είναι ότι τα φοβούνται – και βάζω και τον εαυτό μου μέσα. Είναι ότι μπορεί κάτι να σε στενοχωρήσει,. Δηλαδή εγώ έτσι το αντιλαμβάνομαι».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Μπορεί να θέλει κάποιος να αποφύγει και την εικόνα και τη συζήτηση και την ερώτηση ή οτιδήποτε, γιατί θα τον στενοχωρήσει και ο άλλος θέλει να είναι πιο χαλαρή η μέρα του, να μην είναι… Δεν θέλει να μπει τόσο βαθιά».
Κ.Β.: «Όλοι θέλουμε να ‘ναι πιο χαλαρές οι μέρες μας, αλλά η ζωή δεν είναι όλη χαλαρή. Δηλαδή πρέπει να μπορείς να αντιμετωπίσεις το γεγονός ότι κάποιος άλλος αρρώστησε. Αυτό το… Ξέρεις. “Αχ στεναχωρήθηκα που έπαθε…’. Η Ιωάννα το ‘παθε, όχι εσύ, κόπανε! “Δεν μπορώ να το βλέπω αυτό”. Γιατί; Η Ιωάννα το έπαθε. Ηλίθιοι! Είστε όλοι ζώα! Αυτό έχω να πω εγώ. Πρέπει να μπορείς να αντιμετωπίσεις πράγματα. Να τα κοιτάξεις στα μάτια και να τα πεις όπως είναι, γιατί αλλιώς παίρνουν δύναμη και ελέγχουν τη ζωή σου με τρόπο που δεν θα ‘πρεπε. Δηλαδή τι τους στεναχωρεί που φοράς μάσκα; Έχει γκλίτερ η μάσκα. Συν το ότι τα καπέλα που φοράς γαμάνε και τα μάτια σου είναι θεϊκά. Άσε τα χέρια και τα νύχια τα οποία επίσης είναι γαμάτα. Λοιπόν, συν το ότι μπορεί και βάφεται, που εγώ δεν μπορώ!».
Ι.Π.: «Θέλω να μου πεις το εξής. Αν για όλα αυτά που έχεις βιώσει απ’ το 2017 μέχρι σήμερα δεν ήταν η αιτία μία ασθένεια και ήτανε η αιτία μία επίθεση από έναν άλλον άνθρωπο».
Κ.Β.: «Ξέρεις ότι, όταν έγινε αυτό, ήταν η πρώτη μου σκέψη αυτή».
Ι.Π.: «Αλήθεια;».
Κ.Β.: «Ναι, ναι, ναι. Απ’ τη μία η ευκολία είναι ότι φταίει κάποιος άλλος. Δεν έκανα κάτι εγώ. Για την περίπτωσή μου, μόνο εγώ φταίω. Δεν μπορώ να πω: “Ααα καταραμένη/καταραμένε!”».
Ι.Π.: «Ενώ εσύ φταις επειδή ας πούμε δεν είχες δει τα σημάδια και τις… Κάποιες προειδοποιήσεις;».
Κ.Β.: «Ναι, Ιωάννα, ήτανε σημαδάρες, έτσι;Όχι απλά σημάδια. Το αγνόησα για έναν χρόνο φουλ. Και όχι μόνο το αγνόησα, ταξίδευα μ’ αυτό, ταξίδι 24 ώρες, 14 ώρες».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Β.: «Ε».
Ι.Π.: «Ντάξει, ναι».
Κ.Β.: «Ε ο οργανισμός σε κάποια φάση είπε: “Κοπελιά, να σου πω κάτι; Εγώ παραιτούμαι, δεν μ’ ακούς”. Οπότε σε σένα είναι ότι φταίει κάποιος άλλος. Το άλλο είναι: δεν ξέρω και είναι η απορία μου, πώς αντιμετωπίζεις τον θυμό. Τον θυμό-μίσος, δηλαδή… Δεν ξέρω. Γιατί μετά σκέφτομαι, δεν θέλω να γίνει αυτή που σου το ‘κανε επίκεντρο της δικιάς σου ιστορίας. Είναι δικιά σου η ιστορία. Αυτή είναι… έχει προβλήματα η γυναίκα. Να την κλείσουν κάπου, να την αφήσουν εκεί γιατί έχει θέματα. Αλλά αυτό ότι… Αρχικά δεν ξέρω πώς το διαχειρίζεσαι αυτό γιατί δεν είναι ούτε της φύσης ατύχημα, είναι κακόβουλη κίνηση κάποιου άλλου ανθρώπου».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Β.: «Κι απ’ την άλλη, δεν ξέρω. Δεν θέλω ούτε να τη συγχωρήσεις, ούτε τίποτα. Θέλω απλά να την ξεχάσεις, σαν να μην υπάρχει. Πφ!».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Β.: «Και να ασχοληθούμε με σένα, γιατί αυτή αξίζει μόνο ιατρική περίθαλψη και όχι παραπάνω. Ήδη… ήδη πολλή ώρα μιλήσαμε γι’ αυτή».
Ι.Π.: «Συμφωνώ. Έχω κι εγώ αυτό το σκεπτικό. Σχετικά με τον θυμό που μου λες, το ‘χω πει ότι μέχρι στιγμής -μέχρι στιγμής, έτσι;- δεν μου έχει βγει θυμός».
Κ.Β.: «Α, μπράβο».
Ι.Π.: «Μάλλον επειδή νιώθω ακόμα ανασφάλεια για την υγεία μου. Δεν ξέρω… Φοβάμαι όμως μήπως ξυπνήσω, ξέρω γω, σε δύο χρόνια κάποιο πρωί και είμαι με τα μυαλά στα κάγκελα ή δεν ξέρω γω τι».
Κ.Β.: «Νομίζω θα το διαχειριστείς».
Ι.Π.: «Αν και δεν νομίζω… Δεν νομίζω ότι θα μου συμβεί. Θα μου ‘χε συμβεί αν ήταν. Νομίζω αυτό. Επειδή ξέρω ότι η ψυχολογία παίζει πάρα πολύ ρόλο και στη δική μου περίπτωση και ξέρω ότι η υγεία είναι πάνω απ’ όλα. Και επειδή έχω κάνει πολύ focus, δηλαδή όλη μου η προσοχή…».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Όλα μου τα συναισθήματα, όλοι μου οι στόχοι έχουν να κάνουν μόνο με μένα, με την αποκατάστασή μου».
Κ.Β.: «Αυτό. Ναι, ναι».
Ι.Π.: «Ε, πιστεύω ότι δεν έχει μείνει καθόλου χώρος για θυμό, για αρνητικά συναισθήματα».
Κ.Β.: «Αυτό, ναι. Και επίσης η αγάπη που έχεις λάβει είναι τόσο ιαματική που, αν αφήσεις να εισχωρήσει… Το αρνητικό εισχώρησε, το πέταξε το ζώο το βιτριόλι. Τι να κάνεις; Επίσης γιατί υπάρχει βιτριόλι προς πώληση;».
Ι.Π.: «Αυτό είναι μία μεγάλη ιστορία».
Κ.Β.: «Είναι ένα οξύ θέμα».
Ι.Π.: «Χαχαχα».
Κ.Β.: «Έχω ζήσει πολύ λίγο στην Ινδία όπου οι επιθέσεις με βιτριόλι είναι δυστυχώς πολύ συχνές. Δεν γίνονται πρωτοσέλιδο».
Ι.Π.: «Α, γιατί είναι κάτι συνηθισμένο ας πούμε».
Κ.Β.: «Ναι, πολύ πιο συνηθισμένο από ‘δω. Και επίσης αυτό γίνεται συνήθως γιατί μία οικογένεια παντρεύεται μια γυναίκα για την προίκα της και μετά προσπαθούν να τη σκοτώσουν για να κρατήσουν την προίκα και ο γιος να πάρει όποια θέλει».
Ι.Π.: «Α καλά…».
Κ.Β.: «Δεν είναι υπέροχο; Έχουνε πάρα πολλά θέματα. Είναι εντυπωσιακή χώρα, είναι… Η μισή χώρα είναι σαν την Ελλάδα του ’60, σαν μια ταινία του Δαλιανίδη από χρώμα και χρόνο. Και το άλλο μισό είναι τόση φτώχεια. Δεν τη χωράει το μυαλό σου».
Ι.Π.: «Εγώ ήρθα πρόσφατα και σε είδα στην παράσταση».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Να πούμε ότι η παράσταση λέγεται “Η πιο φάλτσα σοπράνο στη γη”. Πρωταγωνιστείς με τον Γιώργο Καπουτζίδη στο θέατρο Ήβη. Ήρθα εγώ, σας είδα. Είναι φανταστική. Καλά, εγώ δεν είμαι άνθρωπος που πολύ εύκολα θα με κάνεις να γελάσω. Ή μάλλον θέλει ιδιαίτερο τρόπο να με κάνεις να γελάσω».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Και πραγματικά όχι ξεκαρδίστηκα, όχι…».
Κ.Β.: «Αχ, χαίρομαι τόσο πολύ».
Ι.Π.: «Και όχι μόνο εγώ. Και οι διπλανοί μου και οι μπροστινοί μου».
Κ.Β.: «Ναι».
Ι.Π.: «Παντού, δηλαδή γινόταν ένας χαμός. Πες μου λίγο για την παράσταση και πόσο σε έχει βοηθήσει αυτό. Γιατί νομίζω ότι…».
Κ.Β.: «Πάρα πολύ νομίζω».
Ι.Π.: «Σε έχει βάλει σε άλλη διαδρομή».
Κ.Β.: «Ναι και…».
Ι.Π.: «Δεδομένης της κατάστασης».
Κ.Β.: «Πρώτον, το ότι μου πρότειναν αυτό τον ρόλο. Είναι ο ρόλος που είναι δώρο, γιατί έχει και πολλά αστεία πράγματα και είναι η πραγματική ζωή μιας γυναίκας. Μία απ’ τις μακροβιότερες ασθενείς σύφιλης που τότε ήταν πολύ άσχημη αρρώστια και σε τρέλαινε στο τέλος. Έζησε μέχρι τα 76 της, από τα 17 είχε σύφιλη, και αυτό που την κράτησε ζωντανή και σχετικά καλά ήταν ότι έκανε κάτι που αγαπούσε. Το οποίο δεν έκανε καρδιά σε κανέναν που την αγαπούσε να της πει πόσο φάλτσα ήτανε. Έχει τόσα πράγματα μέσα αυτή η ιστορία που λατρεύω και είναι τόσο βασισμένο στην αγάπη. Αγάπη μεταξύ αυτών των δύο, αγάπη για τη ζωή, να κάνεις αυτό που αγαπάς και…».
Ι.Π.: «Αυτό δείχνει και πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η ψυχολογία και σε μία ασθένεια, έτσι;».
Κ.Β.: «Αυτό. Πάρα πολύ. Δηλαδή όταν λέω ότι το χιούμορ μου έσωσε τη ζωή, δεν μειώνω τη δουλειά που έκανε ο χειρουργός που μου έσωσε τη ζωή. Απλώς ότι το να μπορείς να αυτοσαρκάζεσαι και να βλέπεις τα πάντα με λίγο πιο ανάλαφρη ματιά, κάνει όλα λίγο πιο ανάλαφρα. Νομίζω».
Ι.Π.: «Σε έχει πλησιάσει κανένας, επειδή έχει γίνει γνωστή η ιστορία σου, να σου πει ότι: “Ξέρεις τι; Μου ‘χει συμβεί κι εμένα κάτι ανάλογο”;».
Κ.Β.: «Κάτι ανάλογο, ναι. Οι περισσότερες φορές είναι πολύ κοντά. Είναι άνθρωποι που πάθανε διάτρηση εντέρου ή σηπτικό σοκ».
Ι.Π.: «Αα».
Κ.Β.: «Απλώς δεν τους έτυχε η αλυσίδα θεμάτων που δημιουργήθηκε σε μένα».
Ι.Π.: «Α, μάλιστα».
Κ.Β.: «Ή άτομα που έχουν φτάσει κοντά στο να πεθάνουνε. Που και που λαμβάνω μηνύματα στο στυλ “κι εγώ έχω περάσει δύσκολα, πέρυσι έσπασα το πόδι μου” και δεν ξέρω τι να πω σ’ αυτούς. “Ναι, καταλαβαίνω. Πρέπει να ‘ταν πολύ δύσκολο που έσπασες το πόδι σου. Πώς το ξεπέρασες; Πες μου”. Αλλά επειδή για τον καθένα τα θέματά του είναι τα θέματά του…».
Ι.Π.: «Ναι, ισχύει αυτό».
Κ.Β.: «Προσπαθώ πάρα πολύ να μην είμαι πολύ επικριτική. Αλλά είναι φορές που κρατιέμαι πάρα πολύ να μην απαντήσω όπως θα ήθελα πραγματικά. Να σου πω, πες μου το δικό σου μέλλον πώς διαγράφεται. Τι σε περιμένει».
Ι.Π.: «Ξέρεις κι εσύ ότι όταν κάνεις αυτή την ερώτηση στους γιατρούς, σου λένε το κλασικό: “Υπάρχει πρόοδος. Δεν ξέρουμε τίποτα άλλο. Δεν ξέρουμε πόσο θα πάρει, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα. Θα το πάμε βήμα-βήμα”».
Κ.Β.: «Είναι… συγκρατημένα αισιόδοξοι οι γιατροί».
Ι.Π.: «Έτσι, έτσι. Δεν σου λέει ποτέ κανένας κάτι συγκεκριμένο. Νομίζω όχι επειδή δεν έχουν άποψη, απλά επειδή φοβούνται…».
Κ.Β.: «Όχι. Και δεν είναι μόνο ότι φοβούνται. Μου λένε πάρα πολλοί γιατροί μου… γιατί εγώ έχω μαζέψει πλειάδα γιατρών, πες μου αν θες να σου δανείσω μερικούς. Μου είπαν ότι έχουνε δει τα μάτια τους πολλά. Έχουν δει άτομο που ήταν έτοιμο να πεθάνει. Με τη θέλησή του, ξέρεις, το ξεπερνάει, ζει και φεύγει περπατώντας. Και άτομο που μπήκε με γρίπη, να τους πεθάνει σε 24 ώρες».
Ι.Π.: «Ναι, ναι, ναι».
Κ.Β.: «Οπότε ο καλός γιατρός δεν θα σου πει ποτέ ‘δεν πρόκειται’ ή ‘είμαι σίγουρος’. Είναι…».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Β.: «“Οι πιθανότητες είναι να πάει καλά”».
Ι.Π.: «Λοιπόν, για να κλείσουμε θέλω να μου πεις -σοβαρά όμως τώρα θα μου πεις- τι θα ήθελες να πούμε σαν ένα μήνυμα ζωής, μια συμβουλή από όλο αυτό που έχεις βιώσει, σε κάποιον που μας ακούει. Είτε για να προσέχει και να προλάβει πιθανόν κάτι τέτοιο, είτε πώς να αντιμετωπίσει κάποια δύσκολη κατάσταση».
Κ.Β.: «Το πρώτο, να ακούς το σώμα σου χωρίς να γίνεσαι υπερβολικός. Δηλαδή να προσέχεις την υγεία σου χωρίς να το παρακάνεις. Και το άλλο, που βέβαια είναι δικιά μου άποψη και δικιά σου και είναι πώς είμαστε κι εμείς, αλλά νομίζω ότι με χιούμορ και γέλιο μπορείς να αντιμετωπίσεις τα πάντα. Αν όχι τα πάντα, 99% των πραγμάτων. Δηλαδή το γέλιο έχει τεράστια δύναμη. Το γέλιο και η αγάπη, Αν περιστοιχίζεσαι από ανθρώπους που σ’ αγαπάνε και μπορείς να γελάς με τον εαυτό σου και με τους ανθρώπους που σ’ αγαπάνε, τα πάντα αντιμετωπίζονται. Τα πάντα. Τα πάντα!».
Ι.Π.: «Το προσυπογράφω κι εγώ. Αγάπη και γέλιο. Σε ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ».
Κ.Β.: «Χαρά μου. Να το ξανακάνουμε».
Ι.Π.: «Εμείς τώρα φεύγουμε, πάμε για καφέ να πούμε τα υπόλοιπα».
Κ.Β.: «Άνετα, έτσι;».
Ι.Π.: «Και σε ευχαριστώ».
Μουσική
Ήταν το podcast “ΙΩΑΝΝΑ” με την Ιωάννα Παλιοσπύρου.
Παραγωγή – Επιμέλεια: Γιούλα Ράπτη
Στους ήχους ο Γιώργος Βαβανός
Οι συγκλονιστικές ιστορίες συνεχίζονται με νέους καλεσμένους στα επόμενα επεισόδια. Μπορείτε να στέλνετε τα μηνύματά σας για την Ιωάννα στο email: ioanna@pod.gr.
Μια παραγωγή του pod.gr.
Αναζητείστε τα podcast που σας ενδιαφέρουν στο pod.gr, apple podcast, google podcast και σε οποιαδήποτε άλλη εφαρμογή ακούτε podcast από το κινητό σας.
Διαφημιστικό μήνυμα
Το podcast αυτό πραγματοποιήθηκε με την ευγενική χορηγία της Πλαίσιο Computers. Η κοινωνική συνεισφορά και ο εθελοντισμός είναι βασικοί πυλώνες της εταιρικής κουλτούρας της ΠΛΑΙΣΙΟ και με αυτές ως οδηγό στοχεύει μέσω διαφόρων δράσεων στη δημιουργία ενός βιώσιμου μέλλοντος.