Podcast με τον Σταύρο Θεοδωράκη| Για τον Παύλο Φύσσα και τους δικαστές

 

 

Ακούγεται το τραγούδι «Πάντα θα ξημερώνει» του Αλκίνοου Ιωαννίδη

 

«Αν έχεις δόντι του φονιά και γούστα ματωμένα

αν μαύρισες τον ουρανό και θες να φας κι εμένα

μέσα στην καταιγίδα…

Θα γίνω αγκάθι στο λαιμό σου, σκόνη μες στο μάτι,

μέσα στ ᾽ αυτί σου ψίθυρος και σύγκρυο στην πλάτη,

στην σιγουριά σου αγκίδα

Πάντα θα ξημερώνει….»

Σταύρος Θεοδωράκης: Δεν θα κρυφτώ. Τον Παύλο τον ένιωσα συγγενή μου από την πρώτη στιγμή. Κι ας μη τον γνώρισα. H γειτονιά του ήταν σαν την παιδική μου γειτονιά. Μια μάνα που ακούει τα βήματά σου στο δρόμο και τρέχει στην κουζίνα να βάλει το φαΐ στο πιάτο να κρυώνει. Βόλτες και δουλειές στο τρίγωνο Κερατσίνι-Πλατεία Μέμου-Σαλαμίνα. Τα ξέρετε τα εξοχικά στη Σαλαμίνα; Ένα κηπάκι, δύο δωμάτια. Στο χώμα θα βρεις πάντα μια ψησταριά, για τα γλέντια της Κυριακής.

Και μετά η μουσική…

«Πάλι στενάχωρο τραγούδι έγραψες ρε Παύλο;»

«Ρε μάνα, δεν βλέπεις τι γίνεται εκεί έξω; Τι θες να γράψω, για λουλούδια;»

Πάλι το μυαλό μου παρανοεί/

πώς αφήσαμε την παρακμή/

τόσο να εξαπλωθεί./

 

Ακούγεται το τραγούδι που έγραψε ο Παύλος Φύσσας για τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο

Πάλι το μυαλό μου παρανοεί/

πώς αφήσαμε την παρακμή τόσο να εξαπλωθεί/

όλο μας το είναι ένα Prada και μια Serkova/

γαμώτη μου γι’ αυτό έφυγε ο Τζουλιάνι ρε στη Γένοβα;/

Ο πατέρας του θα τον προβόκαρε από το μπαλκονάκι: «Θα παίξεις κανένα τάβλι ή συνέχεια θα μιλάς;». Παλιά είχαν δουλέψει μαζί στη Ζώνη στο Πέραμα. Ο πατέρας του είχε φάει εκεί μια ζωή, είχε δει ανθρώπους να καίγονται. Ο Παύλος όμως το είχε πάρεργο. Ήθελε να βγάλει λεφτά από τη μουσική.

«Μα κανείς δε νοιάζεται για τη μουσική;», αναρωτιόταν. Συνέχεια έκανε προτάσεις σε δήμους, σε συλλόγους να κάνουν και καμιά συναυλία στις γειτονιές. Ούτε που του απαντούσαν. Σιγά μην ασχολιόντουσαν και με τους ράπερ. Αν ήταν τουλάχιστον σε κάποιο κόμμα, κάποιος να έλεγε καμιά καλή κουβέντα γι αυτόν; Ο Παύλος όμως δεν ψήφιζε.

«Ούτε κάρτα ανεργίας δεν είχε βγάλει για να μην μπει στο σύστημα», μου είχε πει η μάνα του.

Δεν είμαι δεδομένος πολίτης κανενός/

Κι αφενός δεν σε φοβάμαι/

Κι αυτό είναι γεγονός/

που λέει και το τραγούδι του. Σε διαδηλώσεις πάντως κατέβαινε, αλλά αν έπεφτε ξύλο έφευγε ή καθόταν με τους κολλητούς του απέναντι από τους απέναντι. Δεν την μπορούσε τη βία κι ένα απόγευμα σε μια διαδήλωση του ήρθε η ιδέα να βρουν έναν κουλουρά, να πάρουνε σουσάμι να το πετάξουνε στον αέρα, να μαζευτούν όλα τα πετεινά του ουρανού, τα περιστέρια πρώτα, και με τα φτερά τους να σκορπίσουν τα δακρυγόνα και τις μολότοφ. Τέτοια έκανε.

Τα στέκια του όμως δεν ήταν στην Αθήνα, ούτε στον Πειραιά, όχι στους μεγάλους δρόμους. Με λεωφορείο και ποδαράτοι κατέληγαν πάντα στην πλατεία Μέμου, στον Κορυδαλλό, στο καφέ ενός φίλου του. Φραπέ σκέτο και στίχοι δικοί του στο παρεάκι:

Λέω πάντα την αλήθεια/

Δεν τα φοράω τα παντελόνια από συνήθεια/

ή

Αγάπα αδελφέ μου κι ας το φοβάσαι/

Ήταν και η συμβουλή του, αν πήγαινε η κουβέντα στα ερωτικά:

«Ξεκολλήστε ρε, θα γράψουμε κανένα ραπ;» τους απόπαιρνε όταν το παρακάνανε με τα μέλια. Στο δωμάτιο ενός άλλου φίλου στην Αμφιάλη, γινόντουσαν οι πρόβες. Λεφτά δεν παίζανε για studio.

Δυό φτερά από γέννα πάνω στο σώμα μου ραμμένα/

που δυστυχώς φτερουγίζουν μόνο μέσα απ᾽την πένα/

Λεφτά δεν παίζανε γενικώς και στη Σαλαμίνα τις Κυριακές που πήγαινε με το κορίτσι, για να φύγουν έστελνε ένα σήμα στη γειτονιά μήπως και βρισκόταν κάποιος φίλος να τους πετάξει στα Παλούκια. Εν ανάγκη θα κατέβαιναν με το λεωφορείο, ή και με τα πόδια. Αιάντειο-Παλούκια τέσσερα χιλιόμετρα, σιγά την υπόθεση, κι από κει με το καραβάκι σε 10 λεπτά θα ήταν στο Πέραμα.

Λεωφορείο μετά και στάση στη Λαμπράκη, κοντά στην Τσαλδάρη. Σημειώστε το: θα κατηφόριζε, θα έστριβε δεξιά και αριστερά και πάλι δεξιά και θα βρισκόταν στο στενό του, στο σπίτι των γονιών του. Και ξαφνικά σαν σήμερα Σεπτέμβρης του 13, έρχεται ένας… όχι ένας, πολλοί έρχονται, αλλά ο ένας ο Ρουπακιάς, στέλεχος της Χρυσής Αυγής, κρατάει μαχαίρι και το καρφώνει στην καρδιά του Παύλου… Στην Τσαλδάρη, μερικά βήματα απ᾽ το μπαλκόνι που τον περίμενε η μάνα του. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε.

Αμέσως μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, έκανα δύο εκπομπές αποκαλύπτοντας ότι δεν είχαμε μια τυχαία σύγκρουση χουλιγκάνων, όπως πολλοί ψέλλιζαν τότε, αλλά ήταν μια δολοφονία με την σφραγίδα μιας εγκληματικής συμμορίας. Μάλιστα, κάποιοι από τους μάρτυρες της δολοφονίας του Παύλου, που μου χαν μιλήσει στους «Πρωταγωνιστές» κλήθηκαν στη συνέχεια από τις ανακριτικές αρχές για να βοηθήσουν στη διαλεύκανση της υπόθεσης.

Και τώρα; Τώρα σε περίπου 20 ημέρες θ᾽ακούσουμε την απόφαση της δικαιοσύνης. Και θα δούμε αν οι δικαστές μας είναι τυφλοί και σκληροί όπου πρέπει. Δίκαιοι δηλαδή, γιατί αυτή η δίκη δεν είναι μόνο για τον Παύλο. Είναι για το δικαίωμα να είσαι όποιος θέλεις να είσαι και να μην σε κυνηγούν, να μην σε απειλούν, να μην σε μαχαιρώνουν.

Ακούγεται το προφητικό τραγούδι του Παύλου Φύσσα «Ζόρια»:

«Μια τέτοια μέρα είναι ωραία για να πεθαίνεις
Όμορφα κι όρθιος σε δημόσια θέα

Με λένε Παύλο Φύσσα από τον Περαία
Έλληνας κι ό,τι συνάδει αυτό, όχι μια σημαία, μελανοχίτωνας γόνος του Αχιλλέα και του Καραϊσκάκη
Κι αν είναι πως ξέρω κάτι είναι πως γεννήθηκα ήδη
με δυο καταδίκες βαριές φορτωμένος πάνω στην πλάτη
Δυο φτερά απο γέννα πάνω στο σώμα μου ραμμένα
που δυστυχώς φτερουγίζουν μόνο μέσαπτην πένα
και κάνουν όλα γύρω μου να μοιάζουν μάταια
ειδικά όσα θυσιάστηκαν για μένα

Μα,
Δεν θυσιάζω τίποτα που θυσιάζεται
Δεν θυσιάζομαι για όποιον θυσιάζει
Μάλλον θα φταίει που τα πάντα ασπάζομαι
Ισως να φταίει η επόμενη μερα που πλησιάζει…

Ήταν το καθημερινό podcast του pod.gr αφιερωμένο σήμερα στον Παύλο Φύσσα.

 

Συνεχίζεται το τραγούδι «Ζόρια»«

«Aκούσαμε τόσο φωτεινά το θέμα είναι να παίζεις τη μπάλα σωστά στα χέρια

Τραβάει ο καθένας μάγκα μου τα ζόρια του
και κουβαλάει το δικό του το σταυρό
Τι με ρωτάς πώς περνώ, τι να σου πω;
Δόξα τα λεφτά, έχουμε θεό…»

Μουσικό σήμα

Pod.gr Το καλό να ακούγεται