Σήμερα θα μιλήσουμε για την περίοδο της Αντιβασιλείας, που συνηθίζεται να αναφέρεται και ως «Βαυαροκρατία». Και αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής της Αντιβασιλείας δεν ήταν άλλος από τον κόμη Ιωσήφ Λουδοβίκοφον Άρμανσμπεργκ, ο οποίος έμενε στο λεγόμενο Μέγαρο Βλαχούτση, επί της οδού Πειραιώς 35, το οποίο σώζεται μέχρι σήμερα. Ο Άρμανσμπεργκ ήταν ο μόνος από τα μέλη της Αντιβασιλείας που είχε συνεχή παρουσία στα πολιτικά δρώμενα τόσο μέχρι την ενηλικίωση του Όθωνα όσο και αργότερα. Και το όνομά του απέκτησε αρνητικό πρόσημο, όπως άλλωστε και γενικότερα η περίοδος της Βαυαροκρατίας. Πάμε να δούμε εν συντομία το γιατί.
Είπαμε πώς βρέθηκαν οι Βαυαροί στην Ελλάδα και πώς προέκυψε η Αντιβασιλεία.Την επιλογή των προσώπων που θα την απάρτιζαν την έκανε ο Λουδοβίκος Ά της Βαυαρίας, ο πατέρας του Όθωνα ως κηδεμόνας του, ενώ είχε αποφασιστεί ποιους τομείς θα αναλάμβανε το καθένα από τα μέλη της Αντιβασιλείας πριν ακόμα φύγουν για την Ελλάδα.
Για να δούμε λοιπόν πώς έγινε η κατανομή των αρμοδιοτήτων. Ο Άρμανσμπεργκ θα προήδρευε της Αντιβασιλείας, ο Μάουρερ θα ήταν υπεύθυνος για ζητήματα που αφορούσαν τη δικαιοσύνη, την Εκκλησία και την παιδεία, ενώ ο Χάιντεκ θα ασχολείτο με τις ένοπλες δυνάμεις (στρατό και ναυτικό). Όσον αφορά τον Άμπελ και τον Γκρέινερ, ο πρώτος θα καταπιανόταν με τη δημόσια διοίκηση και την εξωτερική πολιτική και ο δεύτερος με τα οικονομικά.
Τα πρόσωπα αυτά που επέλεξε ο Λουδοβίκος για να αναλάβουν την Αντιβασιλεία ήταν σαφώς καταξιωμένα στους τομείς τους στη Βαυαρία – πράγμα που λόγω του αρνητικού πρόσημου που τελικά απέκτησε η περίοδος της Αντιβασιλείας στην Ελλάδα τείνουμε να ξεχνάμε.
Ο Άρμανσμπεργκ ήταν αρχηγός του συνταγματικού κόμματος στη Βαυαρία, με φιλελεύθερες ιδέες και με πείρα στα οικονομικά. Ταυτόχρονα όμως, έχει χαρακτηριστεί πανούργος, φιλόδοξος και αδίστακτος.
Ο Μάουρερ ήταν από τους πιο διακεκριμένους νομομαθείς της Βαυαρίας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, ενώ είχε διατελέσει και υπουργός Δικαιοσύνης της Βαυαρίας. Ήταν εργατικός, συνεπής και ακέραιος όσον αφορά στα καθήκοντά του. Παράλληλα όμως ήταν ευερέθιστος, φιλάργυρος και αυταρχικός. Σε αντίθεση με τον Άρμανσμπεργκ, ο Μάουρερ είχε αρχές στις οποίες ήταν πιστός.
Ο Χάιντεκ, όπως είδαμε στο προηγούμενο επεισόδιο, είχε την πιο στενή επαφή με τους Έλληνες και το ελληνικό γίγνεσθαι. Ως φιλέλληνας, είχε σταλεί από τον Λουδοβίκο το 1826 στην επαναστατημένη Ελλάδα να παρακολουθεί από κοντά τα τεκταινόμενα. Πολέμησε γενναία στο πλευρό των Ελλήνων και κέρδισε τον σεβασμό τους χάρη και στον τρόπο με τον οποίο αργότερα οργάνωσε τον στρατό και τα τελωνεία. Η στενή του επαφή όμως με την Ελλάδα και τα ελληνικά πράγματα είχε σαν αποτέλεσμα να εμπλακεί και στις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ήδη την εποχή που ορίστηκε μέλος της Αντιβασιλείας ήταν υποστηρικτής του ρωσόφιλου κόμματος – με την υποστήριξη της Ρωσίαςάλλωστε επελέγη από τον Λουδοβίκο.
Ο Άμπελ ήταν ικανός και εργατικός, με μεγάλη πείρα στη διεκπεραίωση καθημερινής διοικητικής εργασίας, όμως ήταν και υπερόπτης και απότομος, με στενή γραφειοκρατική αντίληψη.
Δεν χρειάζεται μεγάλη φαντασία για να αντιληφθούμε ότι το έργο που είχε αναλάβει να φέρει εις πέρας η Αντιβασιλεία ήταν τεράστιο. Ουσιαστικά, έπρεπε να στηθεί ένα κράτος σχεδόν από το μηδέν σε όλους τους τομείς. Τί να πιάσεις και τί να αφήσεις…
Και σαν να μην έφτανε το τιτάνιο έργο που είχαν αναλάβει να φέρουν εις πέρας, δεν άργησαν να ξεκινήσουν οι κόντρες μεταξύ τους, ενώ σύντομα ενεπλάκησαν τόσο στις κομματικές κόντρες στο εσωτερικό της χώρας όσο και στον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων.
Πολύ σύντομα λοιπόν διαφάνηκαν καθαρά δύο στρατόπεδα. Από τη μια μεριά ήταν ο Μάουρερ με τον Χάιντεκ και από την άλλη ο Άρμανσμπεργκ. Και μπορεί Μάουρερ και Χάιντεκ, που εν τω μεταξύ είχαν προσεταιριστεί και τον Άμπελ, να κατάφεραν προσωρινά να επιβληθούν σε καθημερινά κυβερνητικά ζητήματα, ο Άρμανσμπεργκ όμως αποδείχτηκε σκληρό καρύδι και «μανούλα» στη διαπλοκή. Έτσι, ενάμισι χρόνο μετά την άφιξή τους στην Ελλάδα, στα τέλη Ιουλίου του 1834, ο Άρμανσμπεργκ κατάφερε να πείσει τον Λουδοβίκο να ανακαλέσει τον Μάουρερ και τον Άμπελ ενώ δεν άργησε να παραμεριστεί και ο Χάιντεκ. Έτσι τελειώνει η περίοδος της πρώτης Αντιβασιλείας, με τον Άρμανσμπεργκ να αναδεικνύεται ο αδιαμφισβήτητα ισχυρός άνδρας.
Σε αυτή την περίοδο της πρώτης Αντιβασιλείας έγιναν σημαντικές τομές σε όλους σχεδόν τους τομείς του κράτους και λήφθηκαν πρωτοβουλίες που άλλοτε αποδείχθηκαν επιτυχημένες και άλλοτε όχι. Πριν δούμε όμως ποια ήταν τα μέτρα που εφαρμόστηκαν σε κάθε τομέα, πρέπει νομίζω πρώτα να πούμε κάτι άλλο για να κατανοήσουμε καλύτερα την κατάσταση που επικράτησε από πολιτική άποψη.
Η εξουσία που είχε η Αντιβασιλεία ήταν σχεδόν απόλυτη, δεδομένου ότι δεν υπήρχε κάποιο εκλεγμένο σώμα που να την περιορίζει ή να την ελέγχει. Αυτό όμως ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις υποσχέσεις που είχαν δοθεί πριν την άφιξη του Όθωνα και των υπόλοιπων Βαυαρών στην Ελλάδα.
Οι τρείς Προστάτιδες Δυνάμεις, στηδιακήρυξη της Διάσκεψης του Λονδίνου του Απριλίου του 1832με την οποία αναγγέλθηκε η εκλογή του Όθωνα, ζητούσαν από τους Έλληνες να βοηθήσουν τον Βασιλιά «στο έργο του να δώσει στο κράτος ένα οριστικό σύνταγμα». Επιπλέον, ο Βαυαρός υπουργόςΕξωτερικών σε γράμμα που απηύθυνε στον Έλληνα ομόλογό του Σπυρίδωνα Τρικούπη στα τέλη Ιουλίου 1832 δεσμευόταν ότι η Αντιβασιλεία θα συγκαλούσε γενική συνέλευση που θα συνεργαζόταν με τον μονάρχη στην προετοιμασία της τελικής μορφής του πολιτεύματος.
Όμως, με την άφιξη του Όθωνα, των μελών της Αντιβασιλείας και των λοιπόν Βαυαρών στην Ελλάδα το ζήτημα του συντάγματος αγνοήθηκε εντελώς και ο Όθωνας ονομάστηκε «ελέω Θεού βασιλεύς της Ελλάδος» – φράση η οποία δεν αφήνει χώρο στην λαϊκή βούληση.
Η Αντιβασιλεία λοιπόν, που ασκούσε την εξουσία στο όνομα του Όθωνα, διατήρησε σχεδόν απόλυτη εξουσία. Στην πραγματικότητα ο μόνος που μπορούσε να περιορίσει τη εξουσία της ήταν ο Λουδοβίκος, αφού εκείνος όριζε τα μέλη της Αντιβασιλείας – κατά συνέπεια εκείνος μπορούσε και να τα ανακαλέσει.
Να πούμε σε αυτό το σημείο ότι υπήρχε υπουργικό συμβούλιο, το οποίο αποτελείτο από τους επτά Γραμματείς Επικρατείας (υπουργούς δηλαδή), το οποίο όφειλε να συζητά όλα τα ζητήματα του κράτους (φορολογικά, οικονομικά, νομοθετικά κλπ) και να ενημερώνει την Αντιβασιλεία για τις αποφάσεις του. Οι αποφάσεις αυτές βέβαια δεν ήταν δεσμευτικές ούτε για την Αντιβασιλεία στην αρχή ούτε για τον βασιλιά αργότερα. Εξάλλου τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου ορίζονταν από τον βασιλιά, οπότε ούτε εκπρόσωποι της λαϊκής βούλησης ήταν ούτε έλεγχο ασκούσαν στη βασιλική εξουσία. Συμβουλευτικό και εκτελεστικό ρόλο είχαν, κατά βάση.
Κάτι ακόμα που είναι πολύ βασικό – θεμελιώδες θα έλεγα – και πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα, είναι ότι η λεγόμενη «Βαυαροκρατία», δηλαδή η κάλυψη των θέσεων του Δημοσίου κατά κύριο λόγο από Βαυαρούς και όχι από Έλληνες, είχε δύο συνιστώσες: η μια ήταν η πεποίθηση των Αντιβασιλέων ότι προκειμένου να γίνει η Ελλάδα κράτος δυτικού τύπου έπρεπε να στελεχωθεί από Ευρωπαίους – δηλαδή Βαυαρούς.Η άλλη συνιστώσα ήταν η προσπάθεια να περιοριστούν οι κομματικές συγκρούσεις και η επιρροή των Προστάτιδων Δυνάμεων, αποκλείοντας τουςΈλληνες (κυρίως τους αυτόχθονες, που είχαν πιο ισχυρούς δεσμούς με τα τοπικά συμφέροντα αλλά και με τις ξένες δυνάμεις).
Πάμε λοιπόν να δούμε τους τομείς με τους οποίους καταπιάστηκε η Αντιβασιλεία και τις πρωτοβουλίες που πήρε.
Πρώτα-πρώτα ασχολήθηκαν με την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης, έχοντας ως στόχο τη δημιουργία ενός ισχυρού κρατικού μηχανισμού. Το κράτος χωρίστηκε σε δέκα (10) νομούς : Αργολίδας & Κορινθίας, Αχαΐας&Ήλιδος, Μεσσηνίας, Αρκαδίας, Λακωνίας, Ακαρνανίας & Αιτωλίας, Φωκίδος & Λοκρίδος, Αττικής & Βοιωτίας, Ευβοίας και τέλος Κυκλάδων.
Οι νομοίμε τη σειρά τους χωρίστηκαν σε 47 επαρχίες, οι οποίες αποτελούνταν από πολυάριθμους δήμους. Άρα η διοικητική πυραμίδα από πάνω προς τα κάτω είχε ως εξής: νομός – επαρχία – δήμος. Οι νομάρχες και οι έπαρχοι διορίζονταν απευθείας από τον βασιλιά. Όσο για τους δημάρχους εκλέγοντανμεν από τον λαό αλλά η επικύρωση της εκλογής γινόταν από τον βασιλιά.
Στον τομέα της δικαιοσύνης, με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα, αποφασίστηκε η ίδρυση 10 πρωτοδικείων (ένα στην έδρα κάθε νομού), δύο εφετείων καθώς και του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου που ονομάστηκε Άρειος Πάγος – νατη πάλι η αρχαιολατρία των Βαυαρών.Σπουδαίο και πολύ δύσκολο ήταν το κομμάτι της νομοθεσίας. Από τη μία μεριά τέθηκαν σε ισχύ ποινικός κώδικας καθώς και κώδικες ποινικής και πολιτικής δικονομίας, στον τομέα του αστικού δικαίου η Αντιβασιλεία αντιμετώπισε πρόβλημα. Αποφασίστηκε τελικά να εφαρμοστεί το βυζαντινό δίκαιο που περιλαμβανόταν στην Εξάβιβλο Αρμενοπούλου ήδη από τον 14ο αιώνα, ενώ αυξημένη βαρύτητα δόθηκε στο εθιμικό δίκαιο.
Πάμε τώρα να δούμε τί έγινε στην εκπαίδευση. Υπεύθυνος για την οργάνωση του εκπαιδευτικού συστήματος ήταν ο Μάουρερ.Έχουμε κι εδώ (κατ’ αντιστοιχία με τη δημόσια διοίκηση) τρία βασικά επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο βρίσκονταν τα σχολείαυποχρεωτικής στοιχειώδους εκπαίδευσης, τα οποία βρίσκονταν στην έδρα κάθε δήμου (εξού και ονομάστηκαν…δημοτικά – ορολογία που εξακολουθεί να χρησιμοποιείται μέχρι τις μέρες μας). Στο αμέσως επόμενο επίπεδο βρίσκονταν τα λεγόμενα «Ελληνικά Σχολεία», τα οποία ιδρύθηκαν στην έδρα κάθε επαρχίας, ήταν τριετούς φοίτησης και στα οποία μπορούσαν να γραφτούν οι απόφοιτοι της τετάρτης δημοτικού. Τέλος, στην πρωτεύουσα κάθε νομού ιδρύθηκαν γυμνάσια τετραετούς φοίτησης, στα οποία εισάγονταν με εξετάσεις οι απόφοιτοι των Ελληνικών Σχολείων.
Τέλος, επί Μάουρερ τέθηκαν οι βάσεις για την ίδρυση του πρώτου πανεπιστημίου της χώρας, το οποίο ξεκίνησε τελικά να λειτουργεί τον Μάιο του 1837 και ονομάστηκε «Οθώνειο Πανεπιστήμιο» – σήμερα το γνωρίζουμε ως Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Και πάμε τώρα να δούμε τα τρία πιο «καυτά» θέματα με τα οποία καταπιάστηκε η Αντιβασιλεία. Πάμε πρώτα στο εκκλησιαστικό.
Η Αντιβασιλείααποφάσισε να προχωρήσει σε ριζικές τομές στον εκκλησιαστικό τομέα. Δεδομένου ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως παρέμενε υπό οθωμανική κυριαρχία, η Αντιβασιλεία αποφάσισε να προχωρήσει σε διοικητική αυτονόμηση της Εκκλησίας της Ελλάδας, διατηρώντας αναλλοίωτη βέβαια την δογματική ενότητα με το Πατριαρχείο.
Συνεργάτη σε αυτή την πρωτοβουλία είχε τον αρχιμανδρίτη Θεόκλητο Φαρμακίδη.Το καλοκαίρι του 1833 λοιπόν η εκκλησία της Ελλάδος ανακηρύσσεται Αυτοκέφαλη και αποσπάστηκε επίσημα από τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Το δεύτερο σημείο της μεταρρύθμισης των εκκλησιαστικών σχετιζόταν με τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Ο βασιλιάς οριζόταν αρχηγός της Εκκλησίας της Ελλάδος – γεγονός τραγελαφικό στην περίπτωση του Όθωνα, μιας και ο ίδιος ήταν πιστός καθολικός…Η Ιερά Σύνοδος αναλάμβανε τη διακυβέρνηση της Εκκλησίας, με τα μέλη της να διορίζονται από τον βασιλιά. Η Ιερά Σύνοδος απολάμβανε πλήρη αυτονομία σε υποθέσεις δογματικές και λειτουργικές, ενώ σε ότι αφορούσε την οροθέτηση επισκοπών; και την εποπτεία των μοναστηριών, τον τελικό λόγο τον είχε το Κράτος. Τέλος, απαγορευόταν στην Ιερά Σύνοδο να επικοινωνεί με οποιονδήποτε έξω από τα όρια της επικράτειας του βασιλείου – άρα ούτε με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως ούτε με τον Τσάρο.
Το τρίτο σημείο των μεταρρυθμίσεων αφορούσε το κλείσιμο μοναστηριών και τη δήμευση των περιουσιών τους. Αρχικά καταργήθηκαν τα μοναστήρια με λιγότερους από έξι μοναχούς. Στη συνέχεια διαλύθηκαν όλα τα γυναικεία μοναστήρια, με εξαίρεση τρία. Τέλος, απαγορεύτηκαν οι δωρεές ιδιωτών προς την Εκκλησία. Η μοναστηριακή περιουσία που δημεύτηκε θα χρησιμοποιείτοκυρίως για τη χρηματοδότηση του εκπαιδευτικού συστήματος.
Από τα συνολικά 524 μοναστήρια της ελλαδικής επικράτειας διατηρήθηκαν τελικά τα 146, δηλαδή περίπου το ¼.
Όπως ήταν αναμενόμενο ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων από τον λαό, που θεώρησε ότιη Ορθοδοξίαβαλλόταν από τους Βαυαρούς.Έντονα αντέδρασε και το Φανάρι, το οποίο δεν αποδέχτηκε την αυτονόμηση της Εκκλησίας της Ελλάδας, με αποτέλεσμα να διακοπούν οι εκκλησιαστικές σχέσεις ανάμεσα σε Αθήνα και Κωνσταντινούπολη για 17 ολόκληρα χρόνια – μέχρι το 1850 οπότε τελικά το Πατριαρχείο αποδέχτηκε τα τετελεσμένα.
Πάμε στο άλλο «καυτό» θέμα. Στρατός. Εδώ κι αν ήταν δύσκολα τα πράγματα. Ο Καποδίστριας είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει τακτικό στρατό – μάλιστα για ένα διάστημα αρχηγός, όπως είπαμε, είχε τεθεί ο Χάιντεκ. Ωστόσο, η δολοφονία του Κυβερνήτη ανέκοψε την προσπάθεια συγκρότησης στρατού.
Στα πρώτα χρόνια ζωής του ελληνικού κράτους αυτό που υπήρχε ήταν διάφορες ημιάτακτες στρατιωτικές ομάδες,απομεινάρια από τον καιρό της Επανάστασης, που δεν είχαν καταθέσει τα όπλα, παρά το γεγονός ότι ο πόλεμος με τους Τούρκους είχε λήξει από το 1829.Ειδικά οι Ρουμελιώτες, που αποτελούσαν τον κύριο όγκο των ατάκτων, θεωρούσαν τη ζωή του πολίτη κατά κάποιο τρόπο μειωτική, οπότε ήταν μεν διατεθειμένοι να γυρίσουν στα σπίτια τους αλλά όχι για να γίνουν αγρότες. Παράλληλα υπήρχαν πολλοί αγωνιστές που δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στις εστίες τους, μιας και οι περιοχές καταγωγής τους έμειναν εκτός των συνόρων του ελληνικού κράτους.
Δεδομένου ότι βασική προτεραιότητα του Λουδοβίκου ήταν το στράτευμα να είναι απόλυτα αφοσιωμένο στον βασιλιά και την κυβέρνησή του,πειθαρχημένο και απαλλαγμένο από τοπικά και κομματικά συμφέροντα, η επιλογή Βαυαρών για την πλήρωση των θέσεων έμοιαζε μονόδρομος. Με αυτή τη λογική είχε συμπεριληφθεί στη Συνθήκη του 1832 η στρατολόγηση 3.500 Βαυαρών που ήρθαν τελικά στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα τον Ιανουάριο του 1833.
Χαρακτηριστικό της αντίληψης που επικρατούσε στους Βαυαρούς για το ζήτημα της στελέχωσης του στρατού είναι η παρακάτω δήλωση του Μάουρερ:
«Ο ξένος στρατός δεν επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί – όπως ισχυρίζονται σήμερα οι οπαδοί των κομμάτων – για την καταπίεση του ελληνικού έθνους, την υποστήριξη της ξένης εξουσίας ή την εγκαθίδρυση τυραννικής αρχής…Η απειλή που εκπροσωπούσε η ύπαρξη των κομμάτων είχε δημιουργήσει την ανάγκη ενός ξένου μεσολαβητικού παράγοντα».
Η Αντιβασιλεία αποφάσισε να διαλύσει ό,τι είχε απομείνει από τον «τακτικό» στρατό που είχε δημιουργηθεί επί Καποδίστρια, καθώς και τις ημιάτακτες ομάδες, και να δημιουργήσει τακτικό στρατό που θα αποτελείτο από πεζικό, ιππικό, πυροβολικό και μηχανικό και θα εκπαιδευόταν με βάση τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η διάλυση των άτακτων σωμάτων θα αποτελούσε σοβαρό πλήγμα για τα κόμματα, καθώς με αυτό τον τρόπο έχαναν την στρατιωτική τους υποστήριξη.
Παράλληλα όμως στέρησε τη χώρα από τα στρατεύματα που είχαν εμπειρία σε πολεμικές επιχειρήσεις σε δύσβατες ορεινές περιοχές, ενώ γέννησε μίσος απέναντι στους Βαυαρούς, που ανέλαβαν τις περισσότερες και σημαντικότερες θέσεις στο στράτευμα.
Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανεργία και να επιτευχθεί η ομαλή ένταξη στο κοινωνικό σύνολο μεγάλου αριθμού αγωνιστών που αποτελούσαν αυτές τις ημιάτακτες ομάδες που καταργήθηκαν, δημιουργήθηκαν δέκα τάγματα ακροβολιστών, στα οποία θα απασχολούνταν περίπου 2.000 πρώην άτακτοι. Αυτοί αποτελούσαν περίπου τα δύο πέμπτα του συνόλου των παλιών αγωνιστών. Οι υπόλοιποι θα έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα στη ζωή του πολίτη και στην ένταξη στον τακτικό στρατό.
Καλό στη θεωρία αλλά στην πράξη αυτά τα μέτρα δεν αποδείχθηκαν ιδιαίτερα επιτυχημένα. Γιατί; Διότι μεγάλη πλειονότητα των ατάκτων δεν είχε καμία διάθεση να απασχοληθεί στον τακτικό στρατό.Η δυτική στολή, η πειθαρχία και η βαυαρική διοίκηση λειτουργούσαν εντελώς αποτρεπτικά.Οπότε τι έκαναν; Κάποιοι πέρασαν τα σύνορα και μπήκαν σε τουρκικό έδαφος, και είτε μπήκαν στην υπηρεσία ενός Τούρκου οπλαρχηγού στο Δομοκό είτε έγιναν ληστές στα βουνά που βρίσκονταν στα σύνορα. Οι υπόλοιποι γύρισαν στα σπίτια τους ή φιλοξενήθηκαν από συγγενής τους.
Οι Αντιβασιλείς τότε προχώρησαν στην ίδρυση του σώματος της Χωροφυλακής, που θα ήταν υπεύθυνο για την αστυνόμευση, με στόχο να απορροφηθούν εκεί πρώην άτακτοι. Και πάλι όμως, από τις 1.200 θέσεις που προορίζονταν για τους πρώην αγωνιστές τελικά καλύφθηκαν μόλις και μετά βίας οι 800.
Να σημειωθεί ότι, παρά την έξαρση της ληστείας, ο λαός ήταν με το μέρος των παλαίμαχων αγωνιστών. Η μισθολογική διαφορά Βαυαρών και Ελλήνων στα στράτευμα ήταν προκλητική και γινόταν ολοφάνερη στην καθημερινότητα, όπου αντιπαραβαλλόταν η ευμάρεια των Βαυαρών με την ένδεια των Ελλήνων.
Γενικά το θέμα της οργάνωσης τακτικού στρατού και αποκατάστασης των πρώην αγωνιστών δημιούργησε πολλές δυσαρέσκειες. Οι παλαίμαχοι αγωνιστές αισθάνονταν παραγκωνισμένοι και ότι οι ξένοι έπαιρναν τις θέσεις που κανονικά θα έπρεπε να έχουν εκείνοι στο στρατό. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και η δυσαρέσκεια των κομμάτων και τοπικών εξουσιών που είδαν τη στρατιωτική τους ισχύ να εξανεμίζεται με τη διάλυση των άτακτων στρατιωτικών σωμάτων.
Τέλος, ένα ακόμα «καυτό» ζήτημα ήταν βέβαια εκείνο των Οικονομικών…Αυτό είναι διαχρονικό – τελοσπάντων.Βέβαια, εν προκειμένω υπήρχαν εγγενή προβλήματα τεράστια. Κανείς δεν γνώριζε την ακριβή έκταση των εθνικών γαιών ούτε τα ετήσια έσοδα του Κράτους. Το δημόσιο ταμείο ήταν κενό, εθνικές γαίες είχαν εκποιηθεί παράνομα ή καταπατηθεί, για να μην αναφερθούμε στις εξωτερικές υποχρεώσεις που έπρεπε να καλυφθούν αλλά και σε οικονομικές διεκδικήσεις που υπήρχαν στο εσωτερικό της χώρας.
Πάμε να τα πάρουμε με τη σειρά. Θυμάστε που είπαμε ότι οι τρείς Προστάτιδες Δυνάμεις, όταν επελέγη ο Όθωνας, εγγυήθηκαν δάνειο 60 εκατομμυρίων φράγκων; Λοιπόν, το καλοκαίρι του 1833 είχαν συναφθεί τα 2/3 του δανείου αλλά δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί για τις τρέχουσες ανάγκες, παρά ένα ελάχιστο μέρος του ποσού. Γιατί;
Πρώτον, οι τόκοι και οι προμήθειες μείωναν το ποσό σχεδόν στα μισά! Από τα χρήματα που έμεινα και τελικά εισπράχθηκαν:
– 60.000 φράγκα έπρεπε να επιστραφούν στις Μεγάλες Δυνάμεις, γιατί τα έχει δανειστεί o Καποδίστριας
– 12.000.000 φράγκα έπρεπε να δοθούν ως αποζημίωση στους Οθωμανούς για τις περιοχές που προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος αλλά δεν είχαν τελικά κερδηθεί στις πολεμικές επιχειρήσεις (δηλαδή η Εύβοια και περιοχές της Αττικής)
– 40.000.000 τουρκικές λίρες έπρεπε να δοθούν επίσης ως αποζημίωση στους Οθωμανούς για την περιοχή της Λαμίας, που προσαρτήθηκε τελικά και αυτή στο ελληνικό κράτος το 1832
– Είχαμε να εξοφλήσουμε κάτι βραχυπρόθεσμα δάνεια που παραχώρησαν ο Λουδοβίκος και ένας τραπεζικός οίκος στην Αντιβασιλεία
– Και τέλος είχαμε και το ετήσιο έλλειμα του προϋπολογισμού που ούτε λίγο ούτε πολύ θα μας έτρωγε ότι είχε απομείνει.
Καλά πήγε αυτό…
Οι δύο βασικοί άμεσοι φόροι που επιβλήθηκαν ήταν ο φόρος της δεκάτης και ο φόρος επικαρπίας.
Ο πρώτος, ο φόρος της δεκάτης, αφορούσε την αγροτική παραγωγή και προέβλεπε ότι οι αγρότες όφειλαν να καταβάλλουν στο κράτος το 10% της αξίας των προϊόντων τους.Ο δεύτερος φόρος αφορούσε τους μισθωτές κρατικών κτημάτων. Ο φόρος αντιστοιχούσε στο ένα τέταρτο (1/4) της ετήσιας παραγωγής τους.
Αυτοί οι φόροι όμως έπλητταν κατά κύριο λόγο τους οικονομικά αδύναμους, που ήταν και η μεγάλη πλειονότητα. Από την άλλη μεριά, όσοι αποτελούσαν την εκάστοτε άρχουσα τάξη σε τοπικό επίπεδο αντιδρούσαν έντονα στην επιβολή φόρων από το κράτος, με αποτέλεσμα πολλές φορές να φτάνουν σε σημείο να υποκινούν εξεγέρσεις. Έτσι η οικονομική πολιτική της Αντιβασιλείας όχι απλά δεν απέδωσε αποτελέσματα αλλά η οικονομική κατάσταση της χώρας πήγαινε από το κακό στο χειρότερο.
Τέλος να πούμε ότι ένα από τα πρώτα μέτρα που πήραν οι Αντιβασιλείς με το που ανέλαβαν τα καθήκοντά τους ήταν η αντικατάσταση του φοίνικα από τη δραχμή – άλλο ένα δείγμα ης προσήλωσης και του θαυμασμού τους απέναντι στην κλασσική αρχαιότητα.
Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το έργο που κλήθηκε να φέρει εις πέρας η Αντιβασιλεία ήταν τιτάνιο. Η περίοδος της Αντιβασιλείας, που έχει καθιερωθεί να αναφέρεται ως Βαυαροκρατία, έχει αρνητικό πρόσημο. Αυτό οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, όπως ήταν η αυταρχικότητα που χαρακτήριζε τον τρόπο διακυβέρνησής της Αντιβασιλείας (και κυρίως του Άρμανσμπεργκ) και η προσπάθεια να εφαρμοστούν στην Ελλάδα θεσμοίαπό το εξωτερικό δίχως να λαμβάνεται υπόψιν το γεγονός ότι οι κοινωνικές συνθήκες και η νοοτροπία που επικρατούσαν στην Ελλάδα απείχαν πάρα πολύ από εκείνες της Ευρώπης. Επιπλέον, επικρατούσε γενικότερα δυσπιστία που σε πολλές περιπτώσεις γινόταν ακόμα και εχθρότητα απέναντι στους Βαυαρούς, που επιδεινωνόταν από το γεγονός ότι οι Έλληνες αισθάνονταν αδικημένοι και παραγκωνισμένοι από την διοίκηση και τον στρατό, όπου τις περισσότερες θέσεις τις κατέλαβαν Βαυαροί.
Όλες οι ελπίδες των Ελλήνων εναποτέθηκαν στην ενηλικίωση του Όθωνα, προκειμένου να αναλάβει εκείνος την εξουσία, απομακρύνοντας τον Άρμανσμπεργκ. Τί συνέβη όμως από τις 20 Μαΐου 1835, ημέρα που ο Όθωνας συμπλήρωσε το 20ο έτος της ηλικίας του, κι έπειτα;