Η άγρια δολοφονία του «Μαραντόνα της Αγίας Βαρβάρας» - Υπόθεση Μαρσελίνο

Άννα Καλλινίκου

Τη Δευτέρα 19 Μαρτίου του 1990, στο Αστυνομικό Τμήμα της Αγίας Βάρβαρας μπαίνουν οι Γιώργος και Αθήνα Τσατσάνη και ταραγμένοι αναφέρουν ότι ο 17χρονος γιος τους Γιάννης έχει να δώσει σημεία ζωής από την προηγούμενη ημέρα. Οι ίδιοι μαζί με συγγενικά πρόσωπα και φίλους είχαν ψάξει να βρουν τον ανήλικο εκείνο το πρωί χωρίς κανένα αποτέλεσμα και μετέβησαν στο Αστυνομικό Τμήμα για να δηλώσουν την εξαφάνιση του. Στην αρχή η Αστυνομία δεν θα κινητοποιηθεί σημαντικά. Ωστόσο, το απόγευμα της επόμενης ημέρας ο πατέρας του αγνοούμενου Γιάννη θα λάβει ένα ανώνυμο τηλεφώνημα που τον ενημερώνει ότι ο γιος του είναι καλά και αν θέλει να τον ξαναδεί θα πρέπει να συγκεντρώσει 150 εκατομμύρια δραχμές και να τα δώσει σε αυτούς που τον κρατούν.

Πλέον είναι προφανές ότι δεν πρόκειται για εξαφάνιση αλλά απαγωγή με σκοπό να αποσπαστούν λύτρα από την οικογένεια του Γιάννη και οι δραματικές ημέρες που θα ακολουθήσουν θα μείνουν ανεξίτηλες στην συλλογική μνήμη της χώρας σε μια από τις πιο τραγικές υποθέσεις στα ελληνικά χρονικά. 

Ο Γιάννης Τσατσάνης γεννήθηκε το 1973 στην Αγία Βαρβάρα και ήταν Ρομά. Η οικογένειά του ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατη και γνωστή στην περιοχή, καθώς ο πατέρας του, Γιώργος, ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας και έμπορος ηλεκτρικών ειδών και προμήθευε πολλά καταστήματα σε διάφορες περιοχές της Αττικής. Ο 17χρονος Γιάννης ήταν γνωστός για την αγάπη του και το ταλέντο του στο ποδόσφαιρο. Αγωνιζόταν ως βασικός στον «Κεραυνό Αγίας Βαρβάρας», όπου αρχικά τον φώναζαν «Μαραντόνα». Αργότερα, όμως, επικράτησε το χαϊδευτικό «Μαρσελίνο», με το οποίο ήταν ευρύτερα γνωστός.

Ο Μαρσελίνο αγνοείται για περίπου δύο ημέρες όταν ο πατέρας του, Γιώργος Τσατσάνης λαμβάνει το πρώτο τηλεφώνημα από τους απαγωγείς. «Ο Μαρσελίνο είναι καλά. Αλλά για να τον ξαναδείς θα πρέπει να μας δώσεις 150 εκατομμύρια δραχμές», είπε ο άντρας από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου σύμφωνα με τον Πάνο Σόμπολο στο βιβλίο του «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα» και μάλιστα μιλώντας στα ελληνικά, στα αγγλικά και στα ιταλικά. Το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο άντρας καλεί και πάλι και προειδοποιεί τον Γιώργο Τσατσάνη ότι αν δεν συλλέξει γρήγορα τα χρήματα που του ζήτησε στο πρώτο τηλεφώνημα, θα θέσει τη ζωή του Μαρσελίνο σε κίνδυνο. Ύστερα, ο απαγωγέας παίζει μία μαγνητοφωνημένη κασέτα, στην οποία ακούγεται η φωνή του Μαρσελίνο να παρακαλεί τους γονείς του να πληρώσουν τους ανθρώπους που τον κρατούν αιχμάλωτο γιατί αλλιώς θα του κάνουν κακό.

Οι απαγωγείς συνέχισαν να επικοινωνούν με την οικογένεια του Μαρσελίνο, σημειώνοντας σε μία από αυτές τις επικοινωνίες απευθυνόμενοι στον πατέρα του 17χρονου: «Να βρεις γρήγορα τα εκατομμύρια αν θέλεις το καλό του παιδιού σου. Δεν αστειευόμαστε.»

Ωστόσο, όσο περνούσαν οι μέρες και η οικογένεια του Μαρσελίνο προσπαθούσε να συλλέξει όσα περισσότερα χρήματα μπορούσε, οι απαγωγείς παρά τις τηλεφωνικές τους κλήσεις δεν προσδιόρισαν ποτέ χρόνο και σημείο παράδοσης των λύτρων.

Τις πρώτες ημέρες η ελληνική κοινωνία παρακολουθούσε συγκλονισμένη τις εξελίξεις στην υπόθεση της εξαφάνισης του Μαρσελίνο, χωρίς να γνωρίζει, ωστόσο, ότι πρόκειται για απαγωγή- καθώς η αστυνομία έκρινε ότι η πληροφορία αυτή δεν έπρεπε να δημοσιοποιηθεί αμέσως. Αυτό θα αλλάξει στις 29 Μαρτίου του 1990 όταν το «Έθνος» και ο Πάνος Σόμπολος θα κάνουν γνωστή την είδηση ότι ο Μαρσελίνο έχει απαχθεί για λύτρα.

Η αστυνομία συνεχίζει την έρευνα αλλά χωρίς να σημειώνει ιδιαίτερη πρόοδο και παρότι ο Γιώργος Τσατσάνης είχε συγκεντρώσει με τη βοήθεια και των συγγενών του ένα αξιόλογο ποσό πάνω από 50 εκατομμύρια, οι απαγωγείς δεν προχωρούσαν τη διαδικασία με τα λύτρα. Στις 19 Ιουνίου του 1990 στο χωριό Σκούρτα στη Βοιωτία, ο Χρήστος Αγάθης, ιδιοκτήτης μίας στάνης βρίσκεται στο μαντρί του όταν ακούει τα σκυλιά του να γαβγίζουν. Πηγαίνει κατευθείαν να δει τι συμβαίνει και παρατηρεί ότι τα σκυλιά τραβούν με τα στόματά τους ένα κομμάτι ύφασμα. Συνειδητοποιώντας ότι κάτι είναι θαμμένο κάτω από το χώμα, αρχίζει να σκάβει λίγο με τα χέρια του για να το βρει. Τότε, θα κάνει την ανατριχιαστική ανακάλυψή ότι κάποιος έχει θάψει ένα πτώμα στο χωράφι του. Κατευθύνεται στο κοντινό χωριό Πύλη και από εκεί καλεί την αστυνομία. Αστυνομικοί, συμπεριλαμβανομένου και του διοικητή, από το τοπικό Τμήμα καταφθάνουν στη στάνη του Αγάθη για να ερευνήσουν.

Σύμφωνα με το περιοδικό της Αστυνομίας «Αστυνομική Επιθεώρηση» που κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1990: «Ο νεκρός φορούσε παπούτσια, μια μαύρη μπλούζα και μπουφάν και στα χέρια του ήταν περασμένες χειροπέδες με κομμένη την αλυσίδα. Πάνω στο μπουφάν υπήρχαν κηλίδες από ξεραμένο αίμα και ένας μικρός αναπτήρας. Μέσα στο εσώρουχο βρέθηκαν τα κλειδιά από I.X. τύπου Φολκσβάγκεν. Ανάμεσα στα χώματα βρέθηκε και μια χρυσή αλυσίδα λαιμού. Οι άνδρες της Ασφάλειας συνέδεσαν αμέσως την εξαφάνιση του «Μαρσελίνο» με το πτώμα. Τα κλειδιά από το Φολκσβάγκεν άναψαν το πράσινο φως για την ανακάλυψη της ταυτότητας του πτώματος. Λίγες ώρες μετά αστυνομικοί άνοιγαν τη μάντρα που φυλασσόταν το Γκολφ του πλούσιου τσιγγανόπουλου. Το κλειδί που βρήκαν ταίριαζε στο αυτοκίνητο. Δεν υπήρχε πλέον καμία αμφιβολία για την ταυτότητα του πτώματος: ήταν ο Γιάννης Τσατσάνης».

Το άρθρο στο περιοδικό της Αστυνομίας συνεχίζει περιγράφοντας το θύμα και τη ζωή του αγγίζοντας τα στερεότυπα που υπήρχαν τότε αλλά ίσως και σήμερα για τους Ρομά: «Ήταν ωραίος, πλούσιος, νέος και τσιγγάνος… Ανήκε στη φυλή που τραγουδά τον έρωτα, τη ζωή και το θάνατο με το ίδιο πάθος, σε ολονύχτια γλέντια και συγκλονιστικά μοιρολόγια. Όμως οδηγούσε ακριβό σπορ αυτοκίνητο, είχε μόνιμη στέγη και είχε φίλους, που δεν ήταν Τσιγγάνοι. Ο «Μαρσελίνο». Ο Γιάννης Τσατσάνης ήταν ένας από τους πολλούς Τσιγγάνους, που διάλεξαν την περιοχή της Αγ. Βαρβάρας, για να ζήσουν, όταν εδώ και πολλά χρόνια κάποιοι απ’ αυτούς προτίμησαν ν’ αφήσουν τις σκηνές και να ζήσουν σε σπίτια. Στη γειτονιά αυτή γεννήθηκε και μεγάλωσε. Το 1950 (δεκαετία, που οι Τσιγγάνοι κι οι πρόσφυγες κατέκλυσαν το Αιγάλεω και την Αγ. Βαρβάρα) τα σπίτια εκεί ήταν λιγοστά. Σκηνές, μικρά πλίνθινα σπίτια, χωματένιοι δρόμοι και πείνα ήταν ό,τι γνώριζαν όσοι κατοικούσαν εκεί. Ακόμα και το δημοτικό σχολείο του Αιγάλεω, το αποκαλούσαν «πράσινη καλύβα». Ήταν ξύλινο… Μόνο, που τότε μπορεί να υπήρχε πείνα, περίσσευε όμως η ανθρωπιά. Όμως σήμερα… εκεί στην Αγία Βαρβάρα, καιροφυλαχτούν οι νεκροθάφτες των κρανίων μας… Αυτοί που υπάρχουν παντού.

Αυτοί που «αγόρασαν» τον «Μαρσελίνο» 150 και μετά 50 εκατομμύρια. Πάνω απ’ όλα τα αργύρια, αφού όλα έχουν μια τιμή. Ακόμα και ο φόνος ενός 17χρονου παιδιού.»

Οι αστυνομικοί διεξήγαν έρευνα στην περιοχή και μίλησαν με διάφορους κατοίκους από τα γύρω χωριά. Ένας κάτοικος ανέφερε ότι στις 22 Μαρτίου είχε παρατηρήσει ένα ύποπτο όχημα να κινείται στην περιοχή και θυμόταν ότι η πινακίδα κυκλοφορίας του άρχιζε από ΒΝ. Αυτό το στοιχείο οδήγησε τους αστυνομικούς σταδιακά σε άτομα που εμπλέκονταν με την αρπαγή αλλά και τη δολοφονία του άτυχου Μαρσελίνο- κάποια από αυτά στο πολύ κοντινό περιβάλλον του.

Οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση τελικά είναι εννέα: 

Ο Κωνσταντίνος Σπινάρης, 32 ετών που φέρεται να ήταν και υπάλληλος του πατέρα του Μαρσελίνο, Γιώργου Τσατσάνη. 
Ο Δημήτρης Αγαπητός, 28 ετών, συμπαίκτης του Μαρσελίνο στον «Κεραυνό Αγίας Βαρβάρας» αλλά και γείτονας της οικογένειας.
Ο Βασίλης Βασιλείου, 20 ετών, γνωστός και με το ψευδώνυμο «Τζίνο» που ήταν ξάδελφος του Μαρσελίνο.
Ο Σταμάτης Γρυπαίος, 20 ετών, ναύτης που είχε, ωστόσο, λιποτακτήσει.
Ο Δημήτρης Σκαφτούρος, 19 ετών, κτηνοτρόφος.
Ο Γιάννης Λαζάρου, 22 ετών, φανοποιός.
Ο Γιάννης Αβραμίδης, 37 ετών.
Ο Γιάννης Πετράκης, 24 ετών.
Και η Θεοφανία Μεσμερλή, 23 ετών.

Οι συλλήψεις δεν έγιναν όλες μαζί, αλλά κάθε φορά που οι αστυνομικοί ανέκριναν ένα άτομο, εκείνο τους οδηγούσε σε ένα άλλο. Αν και οι εμπλεκόμενοι είχαν συχνά διαφορετικές και συγκρουόμενες μαρτυρίες για το τι πραγματικά συνέβη, ή για το ποιος ήταν ο εγκέφαλος του σχεδίου, η πιο διαδεδομένη και αποδεκτή σειρά των γεγονότων πάει ως εξής. Ο Τζίνο, Βασίλης Βασιλείου, πρότεινε αρχικά στον Δημήτρη Αγαπητό και τον Κωνσταντίνο Σπινάρη να απαγάγουν τον Μαρσελίνο και να ζητήσουν λύτρα από τον πατέρα του. Στην αρχή, σύμφωνα με τους ίδιους, δεν έδωσαν σημασία στην πρόταση του Τζίνο και την θεώρησαν πλάκα. Εκείνος, όμως, επέμεινε και τελικά τους έπεισε. Έτσι, ο Σπινάρης και ο Αγαπητός που ήταν αρκετά κοντινοί φίλοι του Μαρσελίνο έκλεψαν ένα ακριβό μαγνητόφωνο από το αυτοκίνητό του και τον έπεισαν ότι ήξεραν ποιος το είχε πάρει κι εκείνος τους ακολούθησε στα Πυροβολεία στο Σχιστό για να το πάρει πίσω στις 18 Μαρτίου του 1990.

Εκεί όρμησαν κατά πάνω τους τρεις άντρες με κουκούλες, οι οποίοι πυροβόλησαν στον αέρα με ένα περίστροφο. Οι άντρες με τις κουκούλες ήταν ο Σταμάτης Γρυπαίος, ο Δημήτρης Σκαφτούρος και ο Γιάννης Λαζάρου. Ακινητοποίησαν τον Μαρσελίνο, του φόρεσαν χειροπέδες, του έβαλαν μία κουκούλα και τον οδήγησαν στο Χαϊδάρι, στο διαμέρισμα που έμενε ο Γιάννης Πετράκης και εκεί βρισκόταν και η φίλη του Θεοφανία Μεσμερλή. Ο 17χρονος έμεινε στο διαμέρισμα στο Χαϊδάρι γύρω στις 5 ημέρες, με χειροπέδες και κουκούλα. Οι απαγωγείς ηχογράφησαν τον Μαρσελίνο και χρησιμοποιούσαν τις ηχογραφημένες κασέτες ακόμα και μετά τον θάνατό του όταν επικοινωνούσαν με τον πατέρα του. Το βράδυ της 21ης Μαρτίου οι απαγωγείς αποφάσισαν ότι δεν μπορούσαν να απελευθερώσουν τον Μαρσελίνο γιατί πίστευαν ότι τους είχε αναγνωρίσει. Ο Γρυπαίος, ο Σπινάρης, ο Αγαπητός και ο Σκαφτούρος έβαλαν τον Μαρσελίνο στο Ι.Χ. του Αβραμίδη με πινακίδα κυκλοφορίας ΒΝ8929, στοιχείο που ταίριαζε με τη μαρτυρία του κατοίκου τρεις μήνες αργότερα.

Τον οδήγησαν στα Σκούρτα, όπου λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 22ης Μαρτίου συνάντησαν τον Αβραμίδη και τον Λαζάρου. Αυτοί επέβαιναν σε ένα άλλο αυτοκίνητο φορτηγό χωρίς αριθμό κυκλοφορίας. Έβαλαν τον Μαρσελίνο στο φορτηγό και μετέβησαν στην στάνη του Αγαθή. Τα υπόλοιπα γεγονότα θα σας τα μεταφέρω όπως τα γράφει στο βιβλίο του ο Πάνος Σόμπολος που κάλυψε από την πρώτη στιγμή αυτήν την τρομερή υπόθεση: «Τοποθέτησαν το άτυχο παιδί στον λάκκο όρθιο, αλλά δεν είχαν αποφασίσει ποιος θα πατούσε την σκανδάλη και θα τον σκότωνε. Το φονικό όπλο ήταν ένα περίστροφο που ανήκε στον Σκαφτούρο. Αγαπητός και Σπινάρης ήταν αδερφικοί φίλοι με τον Μαρσελίνο, είχαν μεγαλώσει μαζί και έπαιζαν στην ίδια ομάδα, στον Κεραυνό Αγίας Βαρβάρας. Γι’ αυτό δίσταζαν να τον σκοτώσουν και ζητούσαν επίμονα από τον Γρυπαίο να προχωρήσει εκείνος στην εκτέλεση. Τελικά, ο Γρυπαίος πείθεται, παίρνει το περίστροφο, που ως εκείνη τη στιγμή το κρατούσε ο Σπινάρης, και προχωρεί στην εκτέλεση. Πυροβολεί δύο φορές από πολύ κοντινή απόσταση. Η μία βολίδα πλήττει τον άτυχο Μαρσελίνο στην καρδιά και η άλλη στην αυχενική χώρα.

Σωριάζεται νεκρός μέσα στον τάφο. Αμέσως μετά, Σπινάρης και Αγαπητός αναλαμβάνουν την ταφή και λίγο αργότερα, αφού έχουν ολοκληρώσει την μακάβρια διαδικασία, όλοι μαζί αναχωρούν από το μαντρί. Βρίσκουν τον Λαζάρου και τον Αβραμίδη και επιστρέφουν στην Αθήνα.» Μία τραγική λεπτομέρεια που είδε το φως της δημοσιότητας μετά τις ομολογίες και τις καταθέσεις των εμπλεκομένων ήταν ότι κάποια από τα άτομα που απήγαγαν τον Μαρσελίνο ήταν τόσο κοντά στην οικογένεια που βρέθηκαν στην κηδεία του- ενώ ένας φέρεται να κρατούσε και το φέρετρο του 17χρονου, συμμετείχαν στις έρευνες και μιλούσαν στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης υποτίθεται οργισμένοι και καταρρακωμένοι. Μάλιστα, ο Βασιλείου ήταν παρών σε πολλές επικοινωνίες του θείου του Γιώργου Τσατσάνη με την αστυνομία και ενημέρωνε τους συνεργούς του για την πορεία της αστυνομικής έρευνας.

Παρότι η ιστορία άλλαζε κάθε φορά που την έλεγε ένας από τους κατηγορούμενους και μάλιστα στο εφετείο οι Αγαπητός και Πετράκης ανέφεραν ότι την σκανδάλη δεν την πάτησε ο Γρυπαίος, αλλά ο Βασιλείου. Ωστόσο, οι 8 από τους 9 θα καταδικαστούν σε δίκη που κράτησε μερικές ημέρες τον Δεκέμβριο του 1991.

Οι ποινές για τους άμεσα εμπλεκόμενους θα είναι βαριές. Ο Σταμάτης Γρυπαίος θα καταδικαστεί για την φυσική αυτουργία στην δολοφονία και θα λάβει θανατική ποινή, παρότι είχε ήδη καταργηθεί το 1991. Επιπλέον θα λάβει 20 χρόνια κάθειρξη για αρπαγή ανηλίκου, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία και σύσταση συμμορίας.

Ο Κωνσταντίνος Σπινάρης θα καταδικαστεί για ηθική αυτουργία στην δολοφονία και θα λάβει επίσης την θανατική ποινή. Του επιβάλλονται 24 ακόμη χρόνια κάθειρξης για αρπαγή ανηλίκου, παράνομη οπλοφορία και σύσταση συμμορίας. Ο Δημήτρης Αγαπητός θα καταδικαστεί για ηθική αυτουργία στην δολοφονία και θα του επιβληθεί ισόβια κάθειρξη, με επιπλέον 17 χρόνια για αρπαγή ανηλίκου και σύσταση συμμορίας.

Ο Γιάννης Λαζάρου θα λάβει την ποινή των 15 ετών και έξι μηνών κάθειρξης για αρπαγή ανηλίκου, απλή συνέργεια στην ανθρωποκτονία και παράνομη οπλοφορία. Ο Γιάννης Αβραμίδης θα λάβει την ποινή των 14 ετών κάθειρξης για αρπαγή ανηλίκου, απλή συνέργεια σε ανθρωποκτονία και σύσταση συμμορίας.

Ο Τζίνο η Βασίλης Βασιλείου θα καταδικαστεί σε 11 χρόνια κάθειρξη για ηθική αυτουργία στην δολοφονία και για σύσταση συμμορίας. Ο Γιάννης Πετράκης θα λάβει την ποινή των 10 ετών κάθειρξης για απλή συνέργεια σε αρπαγή ανηλίκου.

Τέλος, η Θεοφανία Μεσμερλή θα λάβει ποινή φυλάκισης 20 μηνών για παρασιώπηση εγκλήματος και η ποινή της θα είναι εξαγοράσιμη έναντι χιλίων δραχμών, καθώς το δικαστήριο συμπέρανε ότι δεν συμμετείχε σε κανένα στάδιο της απαγωγής ή της δολοφονίας αλλά γνώριζε τι είχε συμβεί. Στους υπόλοιπους καταδικασθέντες επιβλήθηκε η χρηματική ποινή των 50.000 δραχμών.

Ο Γιώργος Τσατσάνης, στο άκουσμα της ποινής θα ξεσπάσει σε κλάματα. Ο ίδιος ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος και είχε ζητήσει πολλές φορές και δημόσια να μην ξεσπάσει βεντέτα. Ωστόσο συγγενείς και φίλοι που βρισκόταν κάθε μέρα στα δικαστήρια επιχείρησαν πολλές φορές να επιτεθούν στους δράστες και να τους λιντσάρουν. Ο Κωνσταντίνος Σπινάρης κατά τη διάρκεια της μεταγωγής του, μάλιστα, θα δεχτεί πυροβολισμούς και θα τραυματιστεί αλλά χωρίς να κινδυνέψει η ζωή του.

Η ιστορία του Σπινάρη όμως, δεν τελειώνει εκεί. Το 2005 δεν θα επιστρέψει μετά από άδεια στις φυλακές Αλικαρνασσού, όπου και κρατείτο και θα διαφύγει στην γειτονική Τουρκία. Ένα χρόνο αργότερα θα συλληφθεί εκεί για εμπορίου ναρκωτικών. Θα καταδικαστεί σε 12 έτη φυλάκισης και θα παραμένει κρατούμενος έως το 2015, όπου και θα εκδοθεί από την Τουρκία στην Ελλάδα για να συνεχίσει την έκτιση της ποινής του.

Ο Δημήτρης Σκαφτούρος είναι ο μόνος που δεν θα καθίσει στο εδώλιο του κατηγορουμένου δίπλα στους συνεργούς του, και αυτό γιατί κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό. Αν και τα περισσότερα άρθρα κάνουν λόγο για σύλληψη του το 2008 στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και αίτημα της Ελλάδας για έκδοσή του- η ιστορία είναι πολύ πιο περίπλοκη και λιγότερο γνωστή.

Η ενημέρωση στα ελληνικά Μέσα ξεκινάει και σταματάει στην σύλληψη του Δημήτρη Σκαφτούρου στις 29 Μαΐου του 2008 στη Νέα Υόρκη μετά από έρευνα των αμερικανικών αρχών, των ελληνικών αρχών αλλά και της Ιντερπόλ και στο αίτημα της Ελλάδας για έκδοση του δραπέτη ώστε να δικαστεί για την συμμετοχή του στην απαγωγή και την ανθρωποκτονία του Γιάννη Τσατσάνη το 1990.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει στη δημοσιότητα μέσω Δελτίο Τύπου το γραφείο της Εισαγγελίας για την Νότια Περιφέρεια της Νέας Υόρκης: «Με βάση πληροφορίες που παρέχονται από την Interpol, οι ερευνητές εντόπισαν και σταμάτησαν τον Σκαφτούρο. Έδωσε ένα ψεύτικο όνομα στους πράκτορες, καθώς και δίπλωμα οδήγησης με το ίδιο ψεύτικο όνομα. Μια ανάλυση δακτυλικών αποτυπωμάτων επιβεβαίωσε ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα που λήφθηκαν από τον Σκαφτούρο κατά τη σύλληψή του ταίριαζαν με αυτά που είχε δώσει η Ιντερπόλ. Ο Σκαφτούρος κατηγορείται για ψευδείς δηλώσεις σε ομοσπονδιακούς αξιωματούχους.»

Φυσικά, η κατηγορία αυτή ήταν προσχηματική για να μείνει ο Δημήτρης Σκαφτούρος κρατούμενος και διαγράφηκε πολύ σύντομα όταν πια στις 11 Ιουνίου του 2008, αφέθηκε ελεύθερος σχετικά με αυτήν την κατηγορία αλλά συνελήφθη ξανά και η Εισαγγελία παρουσίασε την καταγγελία με την οποία ζητήθηκε η έκδοσή του στην Ελλάδα με την κατηγορία του συνεργού σε ανθρωποκτονία και σε απαγωγή ανηλίκου για λύτρα.

Την 31η Ιουλίου του 2009 το Δικαστήριο της Νέας Υόρκης αποφασίζει σχετικά με την έκδοση του Σκαφτούρου στην Ελλάδα και στην δημοσιευμένη απόφαση μαθαίνουμε περισσότερα στοιχεία για την επίσημη εκδοχή που βρισκόταν στην ελληνική δικογραφία, καθώς οι λεπτομέρειες της υπόθεσης επισυνάπτονται στην απόφαση του δικαστηρίου των ΗΠΑ για το αν ο Σκαφτούρος πρέπει να εκδοθεί στην Ελλάδα ή όχι.

Τα έγγραφα σημειώνουν: «Στις αρχές του 1990, ο Κωνσταντίνος Σπινάρης, ο Δημήτριος Αγαπητός και ο Βασίλειος Βασιλείου σκόπευαν να απαγάγουν τον ξάδερφο του Βασιλείου, τον Γιάννη Τσατσάνη, γνωστό στη γειτονιά της Αθήνας όπου διέμεναν όλοι ως Μαρσελίνο. Ο Σπινάρης και ο Αγαπητός πίστευαν ότι ο πατέρας του Μαρσελίνο, Γιώργος Τσατσάνης, ήταν πλούσιος και νόμιζαν ότι θα πλήρωνε ένα υψηλό ποσό ως λύτρα. Εφόσον ο Σπινάρης, ο Αγαπητός και ο Βασιλείου γνώριζαν τον Μαρσελίνο, στρατολόγησαν τον Σκαφτούρο να βοηθήσει στην πραγματοποίηση της απαγωγής.

Ο Σκαφτούρος, με τη σειρά του, στρατολόγησε δύο άντρες που δούλευαν στην ταβέρνα του πατέρα του, τον Σταμάτη Γρυπαίο και τον Γιάννη Λαζάρου.» Για να κρύψουν την εμπλοκή τους στο σχέδιο, ο Σπινάρης και ο Αγαπητός οργάνωσαν μια συμπλοκή στην οποία θα φαινόταν ότι δέχτηκαν επίθεση μαζί με τον Μαρσελίνο. Ο Σπινάρης και ο Αγαπητός έκλεψαν πρώτα ένα μαγνητόφωνο από το αυτοκίνητο του Μαρσελίνο. Κατόπιν πρότασης τους, συμφώνησε να τους συνοδεύσει σε μια προσποιητή αναζήτηση για τους κλέφτες στις 18 Μαρτίου 1990.

Οι τρεις τους οδήγησαν με το φορτηγό του Αγαπητού σε τοποθεσία στα περίχωρα της Αθήνας. Εκεί περίμεναν ο Σκαφτούρος, ο Γρυπαίος και ο Λαζάρου, οπλισμένοι με όπλα και φορώντας κουκούλες στα πρόσωπά τους. Ενώ προσποιούνταν ότι επιτέθηκαν στον Σπινάρη και τον Αγαπητό, οι δράστες πέρασαν χειροπέδες στο θύμα και του έβαλαν μια κουκούλα στο κεφάλι. Τον οδήγησαν με αυτοκίνητο του Γιάννη Αβραμίδη, ο οποίος ήταν σύζυγος της ξαδέρφης του Σκαφτούρου και δούλευε σε ταβέρνα του πατέρα του Σκαφτούρου. Στο μεταξύ, ο Αγαπητός και ο Σπινάρης ενημέρωσαν τον Βασιλείου ότι το θύμα είχε πιαστεί.

Ο Βασιλείου συμφώνησε να παρακολουθεί τις δραστηριότητες της οικογένειας του Μαρσελίνο.» Γύρω στις 4:00 τα ξημερώματα της 19ης Μαρτίου, ο Σκαφτούρος, ο Γρυπαίος και ο Λαζάρου έφτασαν στο Χαϊδάρι με τον Μαρσελίνο. Τον πήγαν στο σπίτι του γνωστού τους Γιάννη Πετράκη, όπου κοιμόντουσαν ο Πετράκης και η Θεοφανία Μεσμερλή. Στη συνέχεια ο Σκαφτούρος αναχώρησε, ενώ ο Γρυπαίος και ο Λαζάρου οδήγησαν τον Μαρσελίνο που φορούσε κουκούλα και χειροπέδες υπό την απειλή όπλου σε μια αποθήκη χωρίς παράθυρα. Ο Γρυπαίος και ο Λαζάρου έμειναν στο σπίτι για το υπόλοιπο της νύχτας μαζί με τον Μαρσελίνο, αλλά ο Πετράκης και η Μεσμερλή αποχώρησαν για κάποιο ξενοδοχείο. Ο Σκαφτούρος, ο Πετράκης και η Μεσμερλή επέστρεψαν κατά τη διάρκεια της ημέρας στις 19 Μαρτίου και έφαγαν μαζί με τον Γρυπαίο, τον Λαζάρου και τον Μαρσελίνο. Στη συνέχεια, ο Γρυπαίος ανάγκασε τον Μαρσελίνο να κάνει μια ηχογράφηση για να παίξουν στον πατέρα του. Παρουσία όλων, ο Μαρσελίνο παρακάλεσε: «Μπαμπά, δώσε όλα τα χρήματα που σου ζητούν αλλιώς δεν θα με ξαναδείς».

Οι απαγωγείς δεν χρησιμοποίησαν αμέσως την ηχογράφηση, αλλά συνέχισαν να κρατούν τον Μαρσελίνο για αρκετές ημέρες. Ο Γρυπαίος και ο Λαζάρου παρέμειναν μαζί του στην κατοικία του Πετράκη. Ο Σκαφτούρος τους έφερνε φαγητό. Ο Αβραμίδης θυμάται ότι οδηγούσε στο Χαϊδάρι με τον Σκαφτούρο ένα βράδυ τον Μάρτιο του 1990 και περίμενε στο αυτοκίνητό του ενώ ο Σκαφτούρος έτρεξε στο υπόγειο σπίτι ενός φίλου για πέντε λεπτά. Όταν γύρισε, ο Αβραμίδης ρώτησε «τι συμβαίνει», στο οποίο ο Σκαφτούρος φέρεται να απάντησε, «άστο, δεν θέλω να μπεις, έχεις παιδιά». Το σπίτι του Πετράκη επισκέφτηκαν και ο Σπινάρης και ο Αγαπητός την περίοδο αυτή. Τελικά, την 21η Μαρτίου, ο Σπινάρης συνάντησε τον Γρυπαίο στο σπίτι και οι δύο άνδρες μετέφεραν την ηχογράφηση σε έναν κοντινό τηλεφωνικό θάλαμο. Υιοθετώντας μια ξένη προφορά, ο Γρυπαίος τηλεφώνησε στον Τσατσάνη, ζήτησε 150.000.000 δραχμές ως λύτρα για την επιστροφή του Μαρσελίνο και έπαιξε την κασέτα. Όταν ο Τσατσάνης ανέφερε ότι δεν μπορούσε να πληρώσει ένα τέτοιο ποσό και πρόσφερε το αυτοκίνητό του και αυτό του γιου του, ο Γρυπαίος είπε όχι, επέμεινε στα χρήματα και έκλεισε το τηλέφωνο.»

Τα αμερικανικά έγγραφα συνεχίζουν λέγοντας: «Αν και η (ελληνική) Έκθεση για τις επόμενες ώρες στις 21 Μαρτίου προκαλεί σύγχυση, φαίνεται ότι οι συνωμότες άρχισαν να ανησυχούν ότι η αστυνομία θα αποκάλυπτε το σχέδιο τους. Όπως φαίνεται, ο Τσατσάνης κατάφερε να μαζέψει ένα σημαντικό ποσό για την επιστροφή του γιου του. Ο Βασιλείου έμαθε ότι ο πατέρας του θύματος είχε συγκεντρώσει 70.000.000 δραχμές και ενημέρωσε τον Σπινάρη και τον Αγαπητό. Ο Σπινάρης, ο οποίος φαίνεται ότι είχε κερδίσει την εμπιστοσύνη του Τσατσάνη, προσποιούμενος ότι βοηθά στην αναζήτηση του Μαρσελίνο, είπε στον Αγαπητό ότι ο Τσατσάνης σχεδίαζε να αφήσει τα λύτρα σε ένα κοντινό δημοτικό σχολείο. Ωστόσο, ο Αγαπητός φοβήθηκε μην τον πιάσουν και αρνήθηκε να πάει να πάρει τα λύτρα. Ο Βασιλείου, ο οποίος δεν ήξερε πού κρατούσαν τον Μαρσελίνο, είπε στον Σπινάρη να σκοτώσει τον Μαρσελίνο για να μην αποκαλύψει την
ταυτότητά τους.»

Η ιδέα να φιμώσουν τον όμηρο κυριάρχησε. Το βράδυ της 21ης Μαρτίου, ο Σκαφτούρος, ο Αγαπητός, ο Σπινάρης και ο Λαζάρου συναντήθηκαν στην ταβέρνα του πατέρα του Σκαφτούρου και αποφάσισαν να σκοτώσουν τον Μαρσελίνο. Πίστευαν ότι είχε αναγνωρίσει τις φωνές του Σπινάρη και του Αγαπητού στις επισκέψεις τους στο σπίτι του Πετράκη. Η ομάδα συνάντησε τον Αβραμίδη και πήρε το αυτοκίνητό του και ένα βαν για να πάρει τον Γρυπαίο και τον Μαρσελίνο από το Χαϊδάρι.

Αφού έβαλαν ξανά στον Μαρσελίνο κουκούλα και χειροπέδες, οι Σκαφτούρος, Αγαπητός, Σπινάρης, Λαζάρου, Αβραμίδης και Γρυπαίος τον πήραν από την Αθήνα. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα στις 22 Μαρτίου τα δύο οχήματα συναντήθηκαν σε διασταύρωση έξω από το χωριό Σκούρτα. Από εκείνο το σημείο οι Σκαφτούρος, Σπινάρης, Αγαπητός, Γρυπαίος και το θύμα συνέχισαν στο βαν, ενώ ο Αβραμίδης και ο Λαζάρου έμειναν πίσω στο αυτοκίνητο.»

Το βαν προχώρησε περίπου οκτώ χιλιόμετρα, μέσα από μια ακατοίκητη περιοχή της υπαίθρου, σε κάποια έκταση που ανήκε σε συγγενή του Σκαφτούρου. Σε αυτό το κτήμα βρισκόταν μια στάνη όπου ο πατέρας του Σκαφτούρου έσφαζε αρνιά για να πουλήσει κρέας στην ταβέρνα του. Ο Σκαφτούρος έμεινε στο βαν, ενώ ο Σπινάρης, ο Αγαπητός και ο Γρυπαίος οδήγησαν τον Μαρσελίνο στο κτίσμα. Οι τρεις άντρες πήγαν τον αιχμάλωτό τους σε έναν φρεσκοσκαμμένο λάκκο, ο οποίος η Έκθεση ισχυρίζεται ότι είχε προετοιμαστεί νωρίτερα από τον Σπινάρη και τον Αγαπητό. Έβαλαν τον Μαρσελίνο να καθίσει σε αυτόν, φορώντας ακόμα την κουκούλα και τις χειροπέδες. Ο Σπινάρης, ο Αγαπητός και ο Γρυπαίος συνομίλησαν στη συνέχεια για λίγο έξω από τη στάνη. Ο Σπινάρης και ο Αγαπητός έδωσαν στον Γρυπαίο μια τσάντα με ένα περίστροφο, που δήθεν ανήκε στον Σκαφτούρο, και είπαν «εσύ θα τον σκοτώσεις».

Ο Γρυπαίος επέστρεψε στον λάκκο και πυροβόλησε δύο φορές τον Μαρσελίνο, μία στο στήθος και μία στο λαιμό. Στη συνέχεια επέστρεψε στο βαν που περίμενε ο Σκαφτούρος και είπε ότι σκότωσε τον Μαρσελίνο. Ο Σπινάρης και ο Αγαπητός έθαψαν το σώμα του θύματος. Στη συνέχεια, συναντήθηκαν με τους συνεργούς τους και οδήγησαν πίσω στην Αθήνα. Ο Αβραμίδης ισχυρίζεται ότι, την επόμενη μέρα, ο Σκαφτούρος του αποκάλυψε ότι «είχαν μεταφέρει στα Σκούρτα ένα άτομο, το οποίο δολοφόνησαν».

Τα έγγραφα καταλήγουν: «Αν και ο Γρυπαίος έκανε άλλη μια κλήση στον Τσατσάνη για να ζητήσει λύτρα αρκετές ημέρες αργότερα, η προσπάθεια ήταν ανεπιτυχής. Ο Τσατσάνης κατέγραψε την κλήση και πήγε στην αστυνομία. Η έρευνα παρέμεινε στάσιμη έως ότου ανακαλύφθηκε το σώμα του Μαρσελίνο τον Ιούνιο του 1990, ενώ λίγο αργότερα ο Πετράκης παραδόθηκε στις αρχές και κατέθεσε.» Στα ίδια έγγραφα μαθαίνουμε και για τη διαδρομή που ακολούθησε ο Σκαφτούρος στην προσπάθειά του να διαφύγει. «Ο Σκαφτούρος διέφυγε από την Ελλάδα για την Ιταλία τον Μάιο του 1990. Αφού ταξίδεψε από την Ιταλία στον Καναδά, το 1992 ο Σκαφτούρος εισήλθε παράνομα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου έκτοτε παραμένει.»

Το δικαστήριο αποφασίζει ότι ο Σκαφτούρος πρέπει να εκδοθεί για να δικαστεί στην Ελλάδα. Παρότι σε μία τέτοια δικαστική απόφαση, σύμφωνα με το Αμερικανικό δίκαιο δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση, ο Δημήτρης Σκαφτούρος και ο δικηγόρος του καταβάλουν νέο αίτημα για ακύρωση της διαδικασίας έκδοσης. Η πλευρά του Σκαφτούρου ισχυρίζεται ότι πρώτον το αίτημα έκδοσης δεν βασίζεται σε επαρκείς αξιόπιστες αποδείξεις. Σε αυτό το Δικαστήριο απαντάει ότι αυτό δεν ισχύει καθώς τα στοιχεία της δικογραφίας και η κατάθεση του Γρυπαίου δείχνουν ότι ο Σκαφτούρος γνώριζε για το σχέδιο, επισκέφθηκε το σπίτι όπου κρατείτο ο Μαρσελίνο, βοήθησε στην παροχή αυτοκινήτου για την μεταφορά του 17χρονου, συνόδευσε τους καταδικασθέντες στα Σκούρτα, υπέδειξε την περιοχή που έθαψαν τον πτώμα του θύματος και τέλος επέστρεψε μαζί τους στην Αθήνα χωρίς τον Μαρσελίνο.

Ωστόσο, από εκεί και πέρα η υπόθεση παίρνει μία ιδιαίτερη τροπή. Ο Σκαφτούρος ισχυρίζεται ότι το ένταλμα σύλληψής του, το οποίο εκδόθηκε από την Ελλάδα έχει κάποια ελαττωματικά σημεία καθώς είναι υπογεγραμμένο μόνο από αστυνομικό και όχι από δικαστικό υπάλληλο, δεν περιέχει την ακριβέστερη δυνατή περιγραφή του ατόμου υπό σύλληψη και οι ελληνικές αρχές δεν επιχείρησαν ποτέ να επιδώσουν το ένταλμα- όλες προϋποθέσεις για να θεωρείται ένα ένταλμα έγκυρο στην Ελλάδα. Αυτός ο ισχυρισμός θα βρει σύμφωνη την δικαστή που εξετάζει την υπόθεση.

Τέλος, η πλευρά του Σκαφτούρου θα ισχυριστεί ότι το έγκλημα έχει παραγραφεί καθώς η υπόθεση εξετάζεται το 2010 και η περίοδος των 20 ετών που είναι το περιθώριο για να δικαστεί κάποιος για ανθρωποκτονία στη χώρα έχει πλέον παρέλθει. Η εισαγγελία φυσικά θα προτάξει ως επιχείρημα ότι στην περίπτωση που δεν είναι δυνατή η έναρξη ή η συνέχιση μίας δίωξης μπορεί να ληφθεί μία παράταση 5 ετών. Ωστόσο, όπως συμπέρανε το Δικαστήριο στη Νέα Υόρκη, ο Ελληνικός νόμος επιβάλλει την παράδοση ενός εγγράφου είτε στον ενδιαφερόμενο είτε σε πρώτου βαθμού συγγενή του για να ενημερωθεί ότι η παράταση αυτή τίθεται σε ισχύ. Και αν και η Ελλάδα έστειλε τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απόφαση για παράταση από το 1991, το αίτημα της ελληνικής εισαγγελίας προς το αστυνομικό τμήμα για παράδοση του εντάλματος και ένα έγγραφο που αναφέρει ότι το ένταλμα παραδόθηκε στη μητέρα του Σκαφτούρου δεν παρείχε ποτέ το απαραίτητο έγγραφο που πιστοποιούσε ότι η μητέρα του έλαβε το ένταλμα αυτό. Η ελληνική εισαγγελία θα ισχυριστεί, όπως φαίνεται χαρακτηριστικά στα έγγραφα του αμερικανικού δικαστηρίου, ότι το έγγραφο «λείπει» ή σε άλλο σημείο ότι έχει «κλαπεί».

Έτσι, τα γεγονότα παίρνουν μία άλλη τροπή από αυτή που περίμενε η Ελληνική Δικαιοσύνη τον Δεκέμβριο του 2010 και η δεύτερη δικαστής που εξετάζει την υπόθεση έκδοσης του Σκαφτούρου αποφασίζει να δεχτεί το αίτημά του και συνακόλουθα να ακυρώσει τις διαδικασίες έκδοσής του στην Ελλάδα. Πολύ γρήγορα απορρίφθηκε το αίτημα της εισαγγελίας για αναθεώρηση της απόφασης αυτής.

Έτσι, γραφειοκρατικές παραλήψεις του ελληνικού συστήματος απέτρεψαν την άμεση έκδοση του ένατου κατηγορούμενου στην υπόθεση απαγωγής και δολοφονίας του Μαρσελίνο.

Ωστόσο, τον Αύγουστο του 2011 το αίτημα του Σκαφτούρου περνάει στη φάση του Εφετείου στα Αμερικανικά Δικαστήρια. Η απόφαση θα είναι ανατρεπτική καθώς το δικαστήριο συμπεραίνει ότι η πλευρά του Σκαφτούρου δεν απέδειξε επαρκώς ότι το ένταλμα για τη σύλληψή του είχε ελαττώματα αλλά και ότι το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται έχει παραγραφεί. Πιο σημαντική ήταν, ίσως, η απόφαση ότι το προηγούμενο δικαστήριο έκρινε λανθασμένα καθώς ένας δικαστής, σύμφωνα με τον νόμο των ΗΠΑ, πρέπει να αποφεύγει να ερμηνεύει τη νομοθεσία μιας άλλης χώρας και να κρίνει αν οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν ήταν τυπικές αλλά πρέπει μόνο να κρίνει αν η υπόθεση τηρεί τις προϋποθέσεις έκδοσης. Έτσι, μετά από τριάμισι χρόνια, τα Δικαστήρια των ΗΠΑ έκριναν ότι ο Δημήτρης Σκαφτούρος πρέπει να εκδοθεί στην Ελλάδα για να δικαστεί.

Δυστυχώς, η ενημέρωση σταματάει εκεί και δεν ξέρουμε ποια ήταν τελικά η έκβαση της έκδοσης του Δημήτρη Σκαφτούρου. Αν ήρθε, αν δικάστηκε και αν καταδικάστηκε κι για ποια αδικήματα με βεβαιότητα. Αναζητώντας το όνομά του βρίσκει κανείς τον αδελφό του δολοφονηθέντος Γιάννη Σκαφτούρου που εκτελέστηκε στις 22 Απριλίου του 2022 στο πατρικό του στα Σκούρτα Βοιωτίας- ο οποίος έχει το ίδιο όνομα και πατρώνυμο με τον εμπλεκόμενο στην υπόθεση Μαρσελίνο και βρίσκεται στο Ψυχιατρείο των Φυλακών Κορυδαλλού. Αν κρίνει κανείς από τη συνωνυμία και τη σύνδεση με τα Σκούρτα, μάλλον πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.

Έτσι, έκλεισε η πολύχρονη αναζήτηση δικαιοσύνης για ένα τόσο απάνθρωπο έγκλημα, όπου ο νεαρός Μαρσελίνο έπεσε θύμα μιας ενέδρες στημένης από τους ίδιους του τους φίλους και συγγενείς.

Εγγραφή στο Newsletter