Σήμερα παιδιά θα μιλήσουμε για μία τύπισσα – μα τί τύπισσα! Όλοι την έχουμε ακούσει άλλα μάλλον ελάχιστοι ξέρουμε το όνομά της. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της στην Ελλάδα και μόνο…διακριτική παρουσία δεν την έλεγες…το αντίθετο! Ωστόσο, η ζωή της είναι γεμάτη αστικούς μύθους που αφορούν από τα ερωτικά της μέχρι την εμπλοκή της στην πολιτική ζωή της χώρας.
Πάμε λοιπόν να μιλήσουμε για την Sophie de Marbois-Lebrun, τη γνωστή σε όλους μας Δούκισσα της Πλακεντίας.
Η μικρή Σοφί λοιπόν γεννήθηκε την άνοιξη του 1785 στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Πατέρας της ήταν ο François Barbé-Marbois, Γάλλος διπλωμάτης και προσωπικός φίλος του Μεγάλου Ναπολέοντα. Η μητέρα της, Elizabeth Moore, ήταν Αμερικανίδα και κόρη του κυβερνήτη της Πενσυλβανίας William Moore.
Όταν γεννήθηκε η Σοφί, ο πατέρας της υπηρετούσε ως Γενικός Πρόξενος της Γαλλίας στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Μάλιστα, το 1803 ήταν εκείνος που διαπραγματεύθηκε, εκ μέρους του Ναπολέοντα, την πώληση της Λουϊζιάνα από τη Γαλλία στις ΗΠΑ.
Το 1804 η Σοφί παντρεύτηκε τον Anne-Charles Lebrun, Δούκα της Πλακεντίας και υπασπιστή του Ναπολέοντα. Ο Μέγας Ναπολέων όταν έγινε αυτοκράτορας, μεταξύ άλλων άρχισε να μοιράζει τίτλους ευγενείας, ονομάζοντας δουκάτα διάφορες περιοχές που είχε κατακτήσει.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και η λεγόμενη Πλακεντία, όπως έχει μεταφραστεί στα ελληνικά – Plaisance στα γαλλικά, Piacenza (Πιατσένζα) στα ιταλικά. Η πόλη με το όνομα Piacenza εξακολουθεί και υπάρχει μέχρι σήμερα. Βρίσκεται μεταξύ Μιλάνου και Γένοβας.
Ο Ναπολέων λοιπόν δημιούργησε τον τίτλο του Δούκα της Πλακεντίας το 1808 για τον στενό του συνεργάτη και φίλο Charles-François Lebrun, Τρίτο Ύπατο κατά την περίοδο 1799-1804 και κατόπιν υπουργό Οικονομικών της Γαλλίας. Ο γιος του, Anne-Charles, σύζυγος της Σοφί, κληρονόμησε τον τίτλο και έγινε ο δεύτερος Δούκας της Πλακεντίας, και κατά συνέπεια η Σοφί πήρε τον τίτλο της Δούκισσας της Πλακεντίας. Για την Ιστορία, να πούμε ότι ο τίτλος καταργήθηκε το 1926, μετά το θάνατο του έκτου κατά σειρά Δούκα της Πλακεντίας.
Το ζευγάρι απέκτησε μία κόρη, την Ελίζα. Ο γάμος τους ωστόσο δεν ήταν ευτυχισμένος, με αποτέλεσμα το ζευγάρι να βρίσκεται από κάποιο σημείο και πέρα σε διάσταση, δίχως όμως ποτέ να πάρει διαζύγιο. Η Δούκισσα με την κόρη της μετακόμισαν στην Ιταλία αλλά έκαναν συχνά ταξίδια.
Όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση το 1821 η Δούκισσα και η κόρη της υποστήριξαν ένθερμα τον Αγώνα των Ελλήνων και μάλιστα συνεισέφεραν μεγάλα χρηματικά ποσά για να τον στηρίξουν. Η Σοφί είχε γίνει μέλος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, που ιδρύθηκε την άνοιξη του 1823 με στόχο να στηρίξει την Ελληνική Επανάσταση. Επίσης, πούλησε τα κοσμήματά της και συγκέντρωσε 14.000 φράγκα στα οποία πρόσθεσε ακόμα 9.000, τεράστιο ποσό για την εποχή, και τα διέθεσε υπέρ του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.
Το 1826 η Δούκισσα γνωρίζει στον Παρίσι τον Ιωάννη Καποδίστρια και γοητεύεται από την προσωπικότητα του. Μάλιστα, το 1830 μετακόμισε με την κόρη της στο Ναύπλιο, την πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Δεν άργησε όμως να στραφεί ευθέως εναντίον του Κυβερνήτη, αποδοκιμάζοντας έντονα τον τρόπο με τον οποίο είχε επιλέξει να κυβερνά. Έτσι η Δούκισσα και η κόρη της έφυγαν από την Ελλάδα μετά από 17 μήνες παραμονής και επέστρεψαν στην Ιταλία.
Μία από τις φήμες γύρω από το όνομα της Δούκισσας είναι ότι ήταν σφοδρά ερωτευμένη με τον Καποδίστρια και ότι η μεταστροφή στην συμπεριφορά της απέναντί του οφειλόταν σε ερωτική απογοήτευση… Είπαμε – φήμες.
Αυτό που γνωρίζουμε όμως είναι ότι η δολοφονία του Κυβερνήτη βρήκε την Σοφί στην Φλωρεντία. Όταν εκείνη πληροφορήθηκε το τραγικό γεγονός τάχθηκε και πάλι ανοιχτά εναντίον του Καποδίστρια, και μάλιστα υπερασπίστηκε ένθερμα τον Γεώργιο και τον Κωνσταντίνο Μαυρομιχάλη που τον δολοφόνησαν.
Η Δούκισσα επέστρεψε στην Ελλάδα το 1834 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα – πάντα μαζί με την κόρη της. Τώρα εδώ έχουμε ένα ακόμη πρόσωπο που μπαίνει στο κάδρο. Έναν άντρα με τον οποίο μάλιστα είχε ακουστεί ότι ήταν ερωτευμένες και η μάνα και η κόρη. Πρόκειται για τον Ηλία Κατσάκο Μαυρομιχάλη, ταγματάρχη του ελληνικού στρατου και υπασπιστή του Όθωνα. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, η Ελίζα ήταν αρραβωνιασμένη με τον Μαυρομιχάλη.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο ανιψιός του Πετρόμπεη, μαζί με τον γιο του Ανδρέα Μιαούλη, Αντώνη συνόδευσαν τον βασιλιά Όθωνα στο ταξίδι που έκανε στη Βαυαρία την άνοιξη του 1836 προκειμένου να τακτοποιηθεί το ζήτημα του γάμου του.
Έλα μου όμως που στο Μόναχο τότε θέριζε επιδημία χολέρας. Και δυστυχώς πέθαναν και οι δύο – και ο Ηλίας Κατσάκος Μαυρομιχάλης και ο Αντώνης Μιαούλης. Κι ενταφιάστηκαν εκεί, στο Μόναχο. Μάλιστα ο τάφος του Μαυρομιχάλη είναι ολόκληρο μαυσωλείο, το οποίο παρήγγειλε ο πατέρας του Όθωνα, ο Λουδοβίκος, για να τιμήσει τον υπασπιστή του γιού του. Ο τάφος αυτός σώζεται μέχρι σήμερα.
Πίσω στην Ελλάδα, η είδηση του θανάτου του Μαυρομιχάλη έκανε την Ελίζα ράκος. Λίγο αργότερα παθαίνει φυματίωση και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που θεώρησαν ότι η κοπέλα αρρώστησε από τη στεναχώρια της. Η Δούκισσα πήρε την κόρη της και έφτασε μέχρι τη Βηρυτό, σε αναζήτηση τρόπου να θεραπευτεί η Ελίζα. Δυστυχώς όμως η νεαρή κοπέλα δεν τα κατάφερε – πέθανε. Ο χαμός της κόρης της συγκλόνισε τη Δούκισσα, η οποία αρνούμενη να αποδεχτεί ότι η κόρη της δεν ήταν πια στη ζωή, ταρίχευσε τη σορό της και την έφερε μαζί της πίσω στην Αθήνα.
Το σπίτι στο οποίο έμενε τότε βρισκόταν κοντά στη σημερινή πλατεία Κουμουνδούρου.
Στο οικόπεδο όπου βρισκόταν το σπίτι αυτό το 1890 χτίστηκε ορφανοτροφείο, σε σχέδια του Τσίλλερ, με δωρεά του ομογενούς εμπόρου Γεωργίου Χατζηκώνστα. Σήμερα σώζεται ο ναός του Αγίου Γεωργίου που χτίστηκε μεταξύ του 1899 και 1901 και βρισκόταν στον περίβολο του Ορφανοτροφείου Χατζηκώνστα (τον ναό τον συναντάμε σήμερα επί των οδών Μυλλέρου & Αγησιλάου, σχεδόν επί της οδού Πειραιώς).
Στο υπόγειο εκείνου του σπιτιού λοιπόν η Δούκισσα τοποθέτησε το ταριχευμένο σώμα της κόρη της και κάθε βράδυ κατέβαινε εκεί, καθόταν δίπλα της και της μιλούσε. Οι περαστικοί έλεγαν ότι κάποια βράδια, περνώντας έξω από το σπίτι αυτό, άκουγαν τον θρήνο της. Δέκα ολόκληρα χρόνια κρατούσε την πεθαμένη κόρης της στο σπίτι της η Δούκισσα – ώσπου το 1847 ξέσπασε πυρκαγιά (η οποία, κατά μία άποψη, προκλήθηκε από τα αναμμένα κεριά που είχε η Δούκισσα δίπλα στο ταριχευμένο κορμί της κόρης της). Το σπίτι καταστράφηκε ολοσχερώς και η ταριχευμένη σορός της κόρης της αποτεφρώθηκε…
Όσο για τη Δούκισσα, το πλήγμα αυτής της καταστροφής ήταν τεράστιο για εκείνη όπως καταλαβαίνουμε. Τότε αποφάσισε να επισπεύσει τις εργασίες κατασκευής της λεγόμενης Villa Ilissia, που χτιζόταν επί της οδού Κηφισίας ήδη από το 1840 και προοριζόταν για χειμερινή της κατοικία. Το κτίριο ολοκληρώθηκε τελικά και η Δούκισσα πέρασε εκεί τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής της. Πρόκειται για το κτίριο που σήμερα στεγάζει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, κοντά στον ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟ.
Η Δούκισσα από τότε που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ασχολήθηκε κυρίως με την αγορά γης και τις αγαθοεργίες. Έγινε μάλιστα στενή φίλη με τον αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη, ο οποίος την συμβούλευε για τις αγορές οικοπέδων και για τη διαμόρφωση των αρχιτεκτονικών σχεδίων για κάποια από τα κτίσματα που ξεκινούσε να κατασκευάζει.
Ιδιαίτερα έντονο είναι μέχρι σήμερα το αποτύπωμά της Δούκισσας στην Πεντέλη. Εκεί αγόρασε το 1840 περίπου 2.000 στρέμματα γης, που ανήκαν μέχρι τότε στην μονή Πεντέλης. Μάλιστα κατάφερε να τα αγοράσει σε τιμή πολύ μικρότερη από εκείνη που ζητούσε αρχικά η Μονή, και αυτό επειδή μεσολάβησε η κυβέρνηση ώστε να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις και να μην στεναχωρηθεί η Δούκισσα.
Στην Πεντέλη λοιπόν η Δούκισσα ξεκίνησε την κατασκευή τεσσάρων οικημάτων.
Το πιο γνωστό απ’ όλα είναι το λεγόμενο Καστέλλο της Ροδοδάφνης ή αλλιώς Μέγαρο ή Πύργος της Δούκισσας, που ξεκίνησε να οικοδομείται σχεδόν αμέσως μετά την αγορά της έκτασης γης στην Πεντέλη. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια ήταν σε νεογοτθικό ρυθμό και το κύριο υλικό που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του κτιρίου αυτού ήταν το πανέμορφο λευκό πεντελικό μάρμαρο. Το Καστέλλο της Ροδοδάφνης προοριζόταν για θερινή κατοικία της Δούκισσας. Μετά όμως από τη φωτιά που κατέκαψε το σπίτι της οδού Πειραιώς και μαζί του τη σορό της κόρης της, η Δούκισσα έχασε εντελώς το ενδιαφέρον της, κι έτσι το Καστέλλο της Ροδοδάφνης έμεινε ημιτελές.
Εν τω μεταξύ, είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή ενός άλλου κτιρίου στην Πεντέλη, πολύ πιο μικρού, που η Δούκισσα ονόμασε Maisonette, δηλαδή μικρό σπίτι – σπιτάκι, και το οποίο προόριζε για προσωρινή της θερινή κατοικία στην Πεντέλη, μέχρι την ολοκλήρωση του Καστέλλου της Ροδοδάφνης.
Το 1846 η Δούκισσα κατασκεύασε ένα κτίριο για να χρησιμοποιείται ως μικρός ξενώνας – ξενοδοχείο και το ονόμασε Plaisance. Τέλος, την ίδια χρονιά ξεκίνησε την κατασκευή ενός ακόμη κτίσματος που θα λειτουργούσε ως κατοικία του προσωπικού του Καστέλλου της Ροδοδάφνης. Τον ονόμασε Tourelle – Πυργίσκο δηλαδή, αλλά τελικά έμεινε ημιτελής, όπως και ο Πύργος της Δούκισσας. Συζητιόταν μάλιστα ότι η Δούκισσα ήταν προληπτική και ότι επίτηδες άφηνε κάποια από τα ακίνητα που κατασκεύαζε ημιτελή, φοβούμενη πως όταν τα ολοκλήρωνε όλα, θα πέθαινε.
Η Δούκισσα ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στους κατοίκους της Πεντέλης. Και λογικό εδώ που τα λέμε – δεν έκανε και λίγα για τον τόπο τους. Για την ακρίβεια, πρέπει να έκανε μακράν περισσότερα απ’ ό,τι έκανε το ελληνικό κράτος για εκείνους. Έδωσε χρήματα για διάνοιξη δρόμων στην Πεντέλη, κατασκευάστηκε μεγάλη πεντάτοξη μαρμάρινη γέφυρα, η οποία υπάρχει μέχρι σήμερα στα Βριλήσσια και είναι γνωστή ως Γέφυρα της Δούκισσας και έδινε δουλειά στους χωρικούς μέσα στο χειμώνα. Γενικά, η Δούκισσα σκορπούσε αφειδώς χρήματα τόσο για έργα κοινής ωφελείας όσο και για χάρη εκείνων που αποτελούσαν τον κύκλο της.
Διοργάνωνε συχνά συμπόσια στο σπίτι της, όπου συζητιόντουσαν διάφορα θέματα – από πολιτικά μέχρι θρησκευτικά. Όσο για τις σχέσεις της με το τότε βασιλικό ζεύγος, τον Όθωνα και την Αμαλία, ε…καλές δεν τις έλεγες…Λίγο η εκκεντρικότητες της Δούκισσας, λίγο το γεγονός ότι δεν τα πήγαινε καλά με τον μη φιλελεύθερο τρόπο διακυβέρνησης…ε…πολύ ήθελε;
Γενικότερα, μιλώντας για τη Δούκισσα καλό είναι να έχουμε πάντα στο μυαλό μας αυτό που είπαμε στην αρχή. Ότι δηλαδή η ζωή της περιβάλλεται από πολλούς μύθους. Παραδείγματος χάριν, η σχέση της με τη θρησκεία είναι αρκετά περίεργη και αμφιλεγόμενη. Κάποια στιγμή, η Δούκισσα απαρνήθηκε τον Χριστιανισμό καιφαίνεται να ασπάστηκε τον Ιουδαϊσμό – μάλιστα χρηματοδότησε και την ανακατασκευή της συναγωγής της Χαλκίδας το 1855, μετά από την καταστροφή που αυτή είχε υποστεί ένα χρόνο νωρίτερα. Λέγεται επίσης ότι από κάπου και πέρα είχε δημιουργήσει κατά κάποιο τρόπο μια δική της κοινωνικό-θρησκευτική οργάνωση και ότι έκανε συγκεντρώσεις όπως είπαμε στην Villa Ilissia, όπου απένειμε τίτλους ευγενείας σε όποιον συμπαθούσε.
Οπότε στα μάτια των Ελλήνων η Δούκισσα, την οποία συμπονούσαν για τον χαμό της κόρης της αλλά και για τις πολλές της αγαθοεργίες, είχε αρχίσει να φαίνεται όλο και περισσότερο εκκεντρική – και να είναι, εδώ που τα λέμε.
Ένα ακόμα περιστατικό που κινείται μεταξύ μύθου και αλήθειας είναι η απαγωγή της Δούκισσας το 1846 από τον ληστή Σπύρο Μπίμπιση, ο οποίος ζήτησε λύτρα για να την απελευθερώσει. Ωστόσο, μόλις έμαθαν για την απαγωγή οι κάτοικοι του Χαλανδρίου παρενέβησαν και πέτυχαν την απελευθέρωσή της. Είπαμε, ήταν αγαπητή η Δούκισσα, ειδικά στην περιοχή του σημερινού Χαλανδρίου και της Πεντέλης. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η Δούκισσα διατηρούσε σχέση με τον Μπίμπιση…Τώρα πού είναι η αλήθεια πού το ψέμμα…hard to say…
Όσο περνούσαν τα χρόνια, η Δούκισσα κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό της και είχε μειώσει δραστικά τον κύκλο της. Από τους ελάχιστους ανθρώπους που είχε δίπλα της μέχρι το τέλος της ζωής της ήταν η Φωτεινή Μαυρομιχάλη, εγγονή του Πετρόμπεη και κυρία επί των τιμών της βασίλισσας Αμαλίας, και η Ελένη Καψάλη, κόρη του ήρωα του Μεσολογγίου Χρήστου Καψάλη.
Η Sophie de Marbois Lebrun έφυγε από τη ζωή τον Μάιο του 1854 σε ηλικία 69 ετών. Η ταφή της έγινε στην Παλαιά Πεντέλη, όπου το μνημείο της, σχεδιασμένο σε νεοκλασσικό ρυθμό από τον αρχιτέκτονα Σταμάτη Κλεάνθη, υπάρχει μέχρι σήμερα.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας μπορεί να μην ήταν Ελληνίδα αλλά αγάπησε αυτή την χώρα και τους ανθρώπους της, και επέλεξε να παρέχει τη στήριξή της με όποιον τρόπο μπορούσε, και να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της εδώ, σ’ αυτόν τον τόπο. Κι έτσι, κατά κάποιο τρόπο – ή μάλλον με πολλούς τρόπους – έγινε ένα μ’ αυτόν τον τόπο.
Η χειμερινή της κατοικία, εκεί όπου έζησε τα τελευταία έξι χρόνια της ζωής της, περιήλθε αργότερα στο Ελληνικό Δημόσιο. Στέγασε για τρία χρόνια τη Σχολή Ευελπίδων και στη συνέχεια άλλες στρατιωτικές αρχές, ώσπου το 1926 παραχωρήθηκε για να στεγάσει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο.
Παρόλο που η εξωτερική όψη του κτιρίου παρέμεινε περίπου όπως την είχε σχεδιάσει ο Κλεάνθης, έγιναν κάποιες παρεμβάσεις στο εσωτερικό ώστε να είναι κατάλληλο για τη νέα του χρήση ως μουσείο, ενώ η αυλή διαμορφώθηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κίμωνα Λάσκαρη. Έτσι, από το 1930, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο στεγάζεται μόνιμα στην πάλαι ποτέ χειμερινή κατοικία της Δούκισσας της Πλακεντίας.
Και η θερινή κατοικία; Ή μάλλον, πιο σωστά, το κτίριο που προοριζόταν για θερινή της κατοικία. Η Δούκισσα όπως είπαμε μετά την πυρκαγιά στο σπίτι της οδού Πειραιώς όπου κάηκε η σορός της κόρης της, έχασε κάθε ενδιαφέρον για την αποπεράτωση του λεγόμενου Καστέλλου της Ροδοδάφνης.
Όταν η Δούκισσα το εγκατέλειψε, δεν είχαν τοποθετηθεί παράθυρα και στέγη. Έτσι, μετά το θάνατό της και για περίπου έναν αιώνα, ο λεγόμενος Πύργος της Δούκισσας έμεινε ακατοίκητος και ερειπωμένος.
Ώσπου το 1959 ξεκίνησε η αναστήλωσή του από το Ελληνικό Δημόσιο, μιας και αποφασίστηκε να αποτελέσει την εξοχική κατοικία του τότε Διαδόχου Κωνσταντίνου. Έτσι και έγινε. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 1961 και ο τότε Διάδοχος την χρησιμοποιούσε ως θερινή του κατοικία έως το 1964.
Σήμερα πλέον ο Πύργος της Δούκισσας ανήκει στον Δήμο Πεντέλης και αξιοποιείται ως πολιτιστικό κέντρο, όπου φιλοξενούνται διάφορες εκδηλώσεις καθώς και βιβλιοθήκη με σπάνια βιβλία.
Εκατόν-εβδομήντα χρόνια έχουν περάσει από τον θάνατό της και η Δούκισσα της Πλακεντίας παραμένει μέχρι σήμερα ένα πρόσωπο τόσο οικείο όσο και μυστηριώδες. Έγινε λεωφόρος, στάση μετρό και έξοδος της Αττικής Οδού ενώ τα πιο γνωστά της οικήματα, η Villa Ilissia και ο Πύργος της Δούκισσας τα επισκέπτονται χιλιάδες άνθρωποι κάθε χρόνο και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτιστικής ζωής της πόλης.
Πολλά λοιπόν έχουν γραφτεί και ακόμα τόσα, κι άλλα τόσα, κι άλλα τόσα θα γραφτούν στα χρόνια που έρχονται. Απ’ ότι φαίνεται, η ζωή και η προσωπικότητα της Sophie de Marbois Lebrun δεν θα πάψει να εξάπτει το ενδιαφέρον κοινού και ερευνητών.
Ήταν αναμφίβολα μια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, γεμάτη αντιφάσεις, που προκαλεί ακόμα – όπως προκαλούσε και τότε – αντικρουόμενα συναισθήματα. Το σίγουρο είναι ότι δύσκολα αφήνει κάποιον αδιάφορο η εκκεντρική Δούκισσα.
Αξίζει νομίζω να δούμε τον ενδιαφέροντα τρόπο με τον οποίον περιγράφει τη Δούκισσα η Χριστιάνα Λυτ, η σύζυγος του προσωπικού ιερέα της Αμαλίας. Η Λυτ έζησε στην Ελλάδα από το 1839 έως το 1852 και κατέγραψε τις εμπειρίες της στο ημερολόγιό της, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1929 και αποτελείπολύτιμη πηγή πληροφοριών για την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή της εποχής. Στα ελληνικά μεταφράστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και κυκλοφόρησε σε δύο τόμους.
Έγραφε λοιπόν η Λυτ για τη Δούκισσα:
«Δίπλα μας έμενε η Γαλλίδα Δούκισσα της Πλακεντίας, μια εκκεντρική γυναίκα, πλούσια, χωρισμένη από τον άντρα της, ούτε Εβραία ούτε Χριστιανή. Είχε δημιουργήσει το δικό της δόγμα, που μάλιστα το είχε τυπώσει στα γαλλικά και το μοίραζε στον κόσμο. Ακόμα και σ’ εμάς έδωσε ένα αντίγραφο.
Είχε μία κόρη που πέθανε, κι εκείνη έβαλε τη σωρό της κόρης της μέσα σε ένα γυάλινο φέρετρο με οινόπνευμα και το τοποθέτησε στο υπόγειο, όπου το επισκεπτόταν συχνά.
Έπειτα από μερικά χρόνια το σπίτι της Δούκισσας έπιασε φωτιά και εκείνη επισκέπτονταν τον έναν γείτονα μετά τον άλλον και τους ζητούσε με αγωνία να σώσουν την σωρό της κόρης της έναντι μεγάλου αντιτίμου, αλλά κανείς δεν ήθελε να κατέβει εκεί κάτω, οπότε κάηκε.
Είχε έξι μεγάλα μαλλιαρά σκυλιά που την συνόδευαν παντού, ακόμα και όταν οδηγούσε την άμαξά της – μερικά τα έβαζε στο πίσω κάθισμα και κάποια άλλα έτρεχαν πίσω. Ήταν πάντοτε ντυμένη στα λευκά, τυλιγμένη με ένα μεγάλο σάλι που τόνιζε το χλωμό της δέρμα και τα μεγάλα μαύρα μάτια της. Ποτέ δεν έδινε χρήματα σε ζητιάνους. «Είμαι γενναιόδωρη» έλεγε «αλλά δεν δίνω ποτέ ελεημοσύνη».
Νομίζω ότι όσα έγραφε η εφημερίδα «Ελπίς» στις 17 Μαΐου 1854, δύο εβδομάδες μετά τον θάνατό της Δούκισσας, περιγράφουν με συντομία και ακρίβεια την εικόνα που έχουμε μέχρι σήμερα για αυτή την εκκεντρική γυναίκα που αποφάσισε να δέσει τη ζωή της με την Ελλάδα:
«Αι μικραί ιδιοτροπίαι της ουδένα έβλαψαν, πολλούς όμως ωφέλησαν και ουδέν αφαιρούσι του σεβασμού τον οποίον το Κοινόν έφερεν προς αυτήν, ως γυναίκα ενάρετο και φιλάνθρωπον».