Ο «Άλλος άνθρωπος» στο podcast της Ιωάννας στο pod.gr
Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος: «Τον “Άλλον Άνθρωπο” τον ξεκίνησα πρώτα για μένα. Δεν τον ξεκίνησα για κανέναν άλλον. Ήθελα να αποδείξω σε μένα ότι δεν είμαι παράσιτο. Ότι επειδή έχασα τη δουλειά μου, δεν μπορώ να προσφέρω στον εαυτό μου, στην οικογένειά μου, στους φίλους μου, στην κοινωνία γενικά. Και ήξερα το παράδειγμα το δικό μου. Αφού μπορώ και το κάνω εγώ, πάει να πει ότι μπορεί να το κάνει ο καθένας».
Ιωάννα Παλιοσπύρου: «Αυτό που λες, ότι το έκανες αρχικά για τον εαυτό σου, νομίζω είναι όλη η ουσία αυτής της δράσης».
Κ.Π.: «Μα είναι η αλήθεια. Αν δεν πω την αλήθεια, με λένε… “Μα” μου λέει “πώς μπορείς και λες κάτι τέτοιο πράγμα; Δεν λυπάσαι τους ανθρώπους;”. Δεν λυπάμαι τους ανθρώπους, συγγνώμη. Εγώ δεν λυπάμαι κανέναν. Γιατί δεν μ’ αρέσει να με λυπούνται. Δεν έχω δικαίωμα να κάνω κάτι το οποίο δεν μου αρέσει να μου κάνουν. Υπάρχει άνθρωπος που του αρέσει να τον λυπούνται; Δεν νομίζω, κανένας».
Ι.Π.: «Μμμ».
Κ.Π.: «Ακόμη και τα μικρά παιδιά να ρωτήσεις, “όχι” θα σου πούνε. Γιατί λοιπόν εσύ λυπάσαι; Άλλο “συμμετέχω”, άλλο “συμπάσχω”, άλλο “συνυπάρχω μαζί σου” και άλλο “λυπάμαι”. Ο οίκτος στα μάτια είναι το χειρότερο πράγμα, το χειρότερο συναίσθημα που μπορεί να δεχτεί ο άλλος. Όπως και η αγκαλιά είναι το ομορφότερο».
Μουσική
(Σήμα) Σταύρος Θεοδωράκης
Πώς συνεχίζεται η ζωή μετά από ένα χτύπημα, μία πτώση, μία τραγωδία; Τι έχουν να πουν οι ήρωες, οι ηρωίδες που τα κατάφεραν; Είναι το podcast «Ιωάννα». Συγκλονιστικές εκμυστηρεύσεις και μαθήματα ζωής. Με την Ιωάννα Παλιοσπύρου.
Ι.Π.: «Σήμερα είναι μαζί μου ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος, γνωστός και σαν “Ο Άλλος Άνθρωπος”. Έχει δημιουργήσει την “κοινωνική κουζίνα” που προσφέρει φαγητό σε όσους τη χρειάζονται. Βρίσκεται παντού στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Σε φυσικές καταστροφές, σε εμπόλεμες ζώνες. Έχει δημιουργήσει στο Μεταξουργείο το σπίτι του “άλλου ανθρώπου”, όπου, όσοι έχουν ανάγκη, εκεί βρίσκουν εκτός από ένα πιάτο φαγητό, και πολύ καλή συντροφιά. Κωνσταντίνε μου, καλωσόρισες».
Κ.Π.: «Γεια σου, Ιωάννα. Καλώς σε βρήκα. Και χαίρομαι πάρα πολύ που μιλάω μαζί σου. Να ξέρεις, παίρνω δύναμη από σένα, όπως πάρα πολύς κόσμος. Και όχι δύναμη γι’ αυτό που έπαθες, δύναμη για τον τρόπο που το αντιμετώπισες. Και είναι πολύ σημαντικό να μιλάω με έναν άλλον άνθρωπο».
Ι.Π.: «Είναι μεγάλη μου τιμή που το λες αυτό. Σε ευχαριστώ πολύ. Σε γνωρίζουμε όλοι πια. Έχεις αυτή τη χαρακτηριστική φυσιογνωμία με το τζόκει καπέλο πάντα, με τα ωραία σου τα μούσια. Να μαγειρεύεις με κόσμο όλων των ηλικιών, από παιδιά, μέχρι ηλικιωμένους. Κι είναι πια πάνω από δέκα χρόνια που το κάνεις αυτό».
Κ.Π.: «Έντεκα. Απ’ τον Δεκέμβρη του 2011».
Ι.Π.: «Και σ’ αυτό βοηθάνε και εθελοντές. Έτσι δεν είναι;».
Κ.Π.: «Εννοείται».
Ι.Π.: «Πότε ξεκίνησε όλο αυτό και πώς προέκυψε στη ζωή σου;».
Κ.Π.: «Λοιπόν, ο “Άλλος Άνθρωπος” ξεκίνησε το 2011, τον Δεκέμβρη. Απ’ τον Μάη του 2011, τότε με το Σύνταγμα, με τους “Αγανακτισμένους”, μ’ άρεσε πάρα πολύ εμένα αυτό, το αγνό όμως».
Ι.Π.: «Μμμ».
Κ.Π.: «Το επαναλαμβάνω αυτό πριν καπηλευτεί όλο αυτό. Και όταν τελείωσε αυτό, ε μετά τα παιδιά τα οποία ήμασταν μαζί, τα οποία ήτανε απογοητευμένα και τους έλεγα “παιδιά, δεν υπάρχει λόγος να είστε απογοητευμένοι”. Αυτό ήταν η αρχή, είναι ο σπόρος. Μπορεί να κόπηκε το δέντρο του Συντάγματος, της πλατείας Συντάγματος, αλλά έτσι όπως έπεσε το δέντρο κάτω, κάνανε ένα μεγάλο λάθος. Φυσούσε εκείνη την εποχή. Και ο αέρας πήρε τα άνθη και τα διασκόρπισε σε όλη την Ελλάδα. Κι ήταν πραγματικότητα αυτό. Από εκείνη την εποχή και μετά, γίνανε πολλές δράσεις παρόμοιες. Δράσεις αλληλεγγύης πραγματικής. Πραγματικής αλληλεγγύης και όχι δήθεν -εντός εισαγωγικών η λέξη- “φιλανθρωπίας”. Πράγματα τα οποία εγώ δεν τα ‘χα ξαναδεί ποτέ μου. Υπήρχανε μέχρι και κοινωνικά ωδεία. Δηλαδή πήγαινε κάποιος που δεν είχε χρήματα -σε πολλές περιοχές της Αθήνας και όχι μόνο- να μάθει μουσική δωρεάν. Υπήρχε θέατρο δωρεάν. Υπήρχανε συναυλίες που γινόντουσαν με γνωστά ονόματα δωρεάν. Υπήρχανε κοινωνικές κουζίνες, συλλογικές κουζίνες μάλλον, οι οποίες μαγειρεύανε μία-δυο φορές την εβδομάδα δωρεάν. Όχι μόνο για τους ανθρώπους που ‘χουν ανάγκη ένα πιάτο φαγητό, αλλά για όλους. Και υπήρχε και το “εμείς” πλέον. Δεν υπήρχε το “εγώ”».
Ι.Π.: «Πω, φοβερό αυτό, ε;».
Κ.Π.: «Έτσι; Για μένα είναι… “Η ισχύς εν τη ενώσει” είναι κάτι το οποίο μπορεί να νικήσει τα πάντα. Κι όταν υπάρχει αγάπη, σεβασμός… Σεβασμός όχι μόνο στον άλλον. Σεβασμός και στην επιλογή του άλλου. Γιατί πρέπει να μην ξεχνάμε ποτέ ότι είμαστε μοναδικοί -διαφορετικοί βέβαια, μοναδικοί όμως-, αλλά είμαστε ίσοι. Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία, το δικό του “θέλω”, το δικό του σκεπτικό, τη δικιά του ιδεολογία. Εγώ λοιπόν ήθελα μέσω του φαγητού αυτό το πράγμα να το κάνω πιο μεγάλο. Γιατί; Γιατί όπου και να ‘σαι, ό, τι και να ‘σαι, όταν έχεις διαφορετική άποψη -που ‘ναι λογικό να ‘χουμε διαφορετικές απόψεις ο καθένας από εμάς-, μέσω του φαγητού, όταν τρώμε το ίδιο φαγητό, είναι πιο κουλ. Δεν… Δεν τσακώνεσαι, δεν επιτίθεσαι στον άλλον. Και έτσι ξεκίνησε ο “Άλλος Άνθρωπος”. Ξεκίνησε βέβαια με πρώτο στόχο να τρώνε οι άνθρωποι που μένανε στον δρόμο τότε, γιατί ήταν πάρα πολλοί οι άστεγοι της Αθήνας».
Ι.Π.: «Χμμ».
Κ.Π.: «Αλλά κι αυτών που ‘τανε στον δρόμο. Στον δρόμο δεν γίνεται ποτέ πουθενά τίποτα. Μέχρι τότε. Γινόντουσαν σε κλειστά. Πήγαινες σε μια δομή, πήγαινες κάπου, πήγαινες οπουδήποτε, σ’ έναν χώρο μέσα συγκεκριμένα. Εγώ ήθελα να γίνει στον δρόμο. Και ο λόγος που ήθελα να γίνει στον δρόμο ήταν για να ενώσω τους διαφορετικούς ανθρώπους. Δηλαδή για μένα διαφορετικοί άνθρωποι είναι αυτοί που μένανε στο παγκάκι, οι αλκοολικοί, οι Μουσουλμάνοι, οι Χριστιανοί, οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι πλούσιοι, οι φτωχοί. Όλοι. Δεν μ’ ένοιαζε εθνικότητα, δεν μ’ ένοιαζε τίποτα. Ξέρεις κάτι; Υπάρχουν τρία-τέσσερα πραγματάκια τα οποία μας ενώνουν όλους. Όλους όμως. Πρώτον αν δεν αναπνεύσεις, θα πεθάνεις. Κι εσύ, κι εγώ, κι ο Μουσουλμάνος, κι ο… Όταν πεινάς, έρθει η ώρα να φας και πεινάς, πεινάει το στομάχι σου, γουργουρίζει, το ίδιο γουργουρητό έχει είτε μένεις στο Παγκάκι, είτε μένεις σε μια μεγάλη βίλα στην Εκάλη».
Ι.Π.: «Σωστό».
Κ.Π.: «Και το τρίτο, πιο σημαντικό, είναι ότι για μένα άστεγος είναι η ψυχή, άστεγη είναι η ψυχή. Οπότε κάποιος που ‘ναι μόνος του είναι άστεγος. Είτε μένει στον δρόμο, είτε μένει στην Εκάλη σε μια βίλα. Το φαγητό -φιλέτα να τρως κάθε μέρα- όταν το τρως μόνος σου, δεν είναι νόστιμο».
Ι.Π.: «Έχεις δίκιο. Τα πράγματα μοιάζουν διαφορετικά όταν τα μοιράζεσαι».
Κ.Π.: «Εννοείται. Είναι το μοίρασμα. Αυτό λοιπόν ήθελα να κάνω και αυτή ήταν η ιδέα μου και την ξεκίνησα. Βέβαια στην αρχή είχα πολλή οργή κι εγώ μέσα μου, όπως όλοι μας τότε. Οργή για τα πάντα».
Ι.Π.: «Ήσουν απογοητευμένος δηλαδή απ’ τη…».
Κ.Π.: «Όχι, όχι. Δεν ήμουν απογοητευμένος, ποτέ δεν απογοητεύομαι. Οργίζομαι. “Γιατί;”. Λέω “γιατί να γίνει;”. Δεν λέω “ω ρε γαμώτο μου, γιατί έγινε αυτό;” και να με πάρει από κάτω. Είναι σαν κι εσένα. Έγινε. Το γιατί έγινε θα το μάθω μετά. Αλλά τώρα που έγινε θα προχωρήσω, δεν θα σταματήσω. Δηλαδή τη μάχη τη χάνεις όταν δεν τη δώσεις. Όταν τη δώσεις, δεν ξέρεις το αποτέλεσμα. Δεν σε νοιάζει κιόλας αν τη χάσεις ή την κερδίσεις, σημασία έχει ότι τη δίνω. Άρα είμαι νικητής. Τουλάχιστον για μένα. Και τον “Άλλον Άνθρωπο” τον ξεκίνησα πρώτα για μένα. Δεν τον ξεκίνησα για κανέναν άλλον. Ήθελα να αποδείξω σε μένα ότι δεν είμαι παράσιτο. Ότι επειδή έχασα τη δουλειά μου, δεν μπορώ να προσφέρω στον εαυτό μου, στην οικογένειά μου, στους φίλους μου, στην κοινωνία γενικά. Και ήξερα το παράδειγμα το δικό μου. Αφού μπορώ και το κάνω εγώ, πάει να πει ότι μπορεί να το κάνει ο καθένας».
Ι.Π.: «Αυτό που λες, ότι το έκανες αρχικά για τον εαυτό σου, νομίζω είναι όλη η ουσία αυτής της δράσης».
Κ.Π.: «Μα είναι η αλήθεια. Αν δεν πω την αλήθεια, με λένε… “Μα” μου λέει “πώς μπορείς και λες κάτι τέτοιο πράγμα; Δεν λυπάσαι τους ανθρώπους;”. Όχι, δεν λυπάμαι τους ανθρώπους, συγγνώμη. Εγώ δεν λυπάμαι κανέναν. Γιατί δεν μ’ αρέσει να με λυπούνται. Δεν έχω δικαίωμα να κάνω κάτι το οποίο δεν μου αρέσει να μου κάνουνε. Υπάρχει άνθρωπος που του αρέσει να τον λυπούνται; Δεν νομίζω, κανένας. Ακόμη και τα μικρά παιδιά να ρωτήσεις, “όχι” θα σου πούνε. Γιατί λοιπόν εσύ λυπάσαι; Άλλο “συμμετέχω”, άλλο “συμπάσχω”, άλλο “συνυπάρχω μαζί σου” και άλλο “λυπάμαι”. Ο οίκτος στα μάτια είναι το χειρότερο πράγμα, το χειρότερο συναίσθημα που μπορεί να δεχτεί ο άλλος. Όπως και η αγκαλιά είναι το ομορφότερο».
Ι.Π.: «Όλο αυτό πώς σε έχει επηρεάσει εσένα; Πώς σε έχει αλλάξει; Δηλαδή αν συγκρίνεις τον εαυτό σου σήμερα με τον εαυτό σου πριν από έντεκα χρόνια, τι σου έχει προσφέρει συναισθηματικά, στον χαρακτήρα σου;».
Κ.Π.: «Θα σου πω κάτι. Εμένα η δουλειά μου ήτανε καμιά εικοσαριά χρόνια σε μάρκετινγκ, εκπαίδευα πωλητές και ήμουνα σε πεντάστερα ξενοδοχεία και σε πολύ μεγάλες εταιρείες που ‘χανε σχέση με την τεχνολογία. Οπότε εγω δούλευα απ’ τις 11 το πρωί μέχρι τις 5 τα ξημερώματα περίπου, με όλο… ό, τι συνεπάγεται αυτό. Με κοστούμι, γραβάτα, με αυτοκίνητα πολυτελείας και σε πεντάστερα ξενοδοχεία. Αυτή ήταν η δουλειά μου. Ήμουνα μόνος μου. Ήμουνα με πολύ κόσμο, αλλά στην ουσία ήμουνα μόνος μου».
Ι.Π.: «Ναι, καταλαβαίνω».
Κ.Π.: «Τώρα δεν είμαι ποτέ μόνος μου. Και θα σου πω κι ένα σημαντικό. Δηλαδή για να καταλάβεις πόσο μεγάλο πράγμα είναι αυτό που αισθάνομαι εγώ αυτή τη στιγμή, πόσο απέραντη ευγνωμοσύνη έχω και πόσο λέω ότι ό, τι έχω κάνει στη ζωή μου από την ημέρα που γεννήθηκα ήταν για να κάνω τον “Άλλον Άνθρωπο”. Τα βήματα όλα ήταν για να γίνει αυτό που κάνω τώρα, αυτή τη στιγμή».
Ι.Π.: «Όλη δηλαδή η ζωή σου με τις επιτυχίες, με τις αποτυχίες σε οδήγησαν σε αυτό».
Κ.Π.: «Σε αυτό το πράγμα. Το οποίο με κάνει ευτυχισμένο, είμαι ευτυχισμένος. Κάποτε στη… Το 2013, δύσκολες εποχές στο Μεταξουργείο τότε, δύσκολες εποχές και στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, κατέβαινα τη Λεωνίδου βράδυ, 11 η ώρα το βράδυ. Κι έρχεται ένας Πακιστανός και μου βάζει 20 ευρώ στην τσέπη φωνάζοντας το όνομά μου. Μου λέει: “Κώστα, Κώστα! Σ’ αγαπάω πολύ. Με βοήθησες πάρα πολύ να βρω δουλειά, γιατί έναν χρόνο έτρωγα από σένα. Και τώρα πάρε αυτό. Δεν έχω πολλά, αλλά πάρε αυτά για να συνεχίσεις να κάνεις και για άλλους ανθρώπους που ψάχνουν για δουλειά”. Τέτοια παραδείγματα σου βάζουνε… σου φέρνουνε κόμπο καταρχήν».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Π.: «Έτσι; Σου κάνουνε κόμπο στο στομάχι, αλλά σου δίνει και τόσο δύναμη, ρε Ιωάννα. Τόσο δύναμη, που δεν μπορείς να…».
Ι.Π.: «Και είναι και μια αναγνώριση της προσπάθειας που ‘χεις κάνει».
Κ.Π.: «Είναι αναγνώριση… Καθημερινά είναι αναγνώριση».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Π.: «Καθημερινά. Γιατί απ’ τη στιγμή που κάποιος δέχεται να ‘ρθει να φάει μαζί σου, που δεν σε γνωρίζει… Δεν με ξέρουνε, δεν με ξέρουνε προσωπικά. Κι έρχονται και σ’ αγκαλιάζουν, σε φιλάνε, σου μιλάνε στον ενικό. Αισθάνεσαι μέλος της οικογένειάς σου. Δηλαδή είσαι παρέα, είσαι φίλος, είσαι αδελφός, είσαι όλα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία απ’ αυτή, που μπορεί να νιώσει ένας άνθρωπος απ’ αυτή που νιώθω εγώ κάθε μέρα».
Ι.Π.: «Και δεν είναι τρομερό πώς όταν μοιράζεσαι πράγματα και μοιράζεσαι αγάπη και δίνεις ένα καλό παράδειγμα, πώς αυτό πολλαπλασιάζεται. Δηλαδή αυτός ο άνθρωπος σου είπε ότι “θέλω να συνεχίσεις, γιατί και κάποιος άλλος που θα βρεθεί στη δική μου τη θέση θέλω να τον βοηθήσεις να… να βρει τον δρόμο του ας πούμε”».
Κ.Π.: «Ακριβώς».
Ι.Π.: «Είναι φοβερό».
Κ.Π.: «Φοβερό μόνο; Μα αυτό είναι και το παράδειγμα του “Άλλου Ανθρώπου” και ο στόχος του “Άλλου Ανθρώπου”. Είναι αυτό που κάνω εγώ -και απ’ τη στιγμή που το κάνω εγώ, είπαμε, μπορεί να το κάνει ο καθένας, είναι τόσο απλό- να το κάνουν κι άλλοι άνθρωποι. Κι άλλες ομάδες, κι άλλες συλλογικότητες. Οπουδήποτε, σε κάθε γειτονιά του πλανήτη. Όχι μόνο στην… στην Ελλάδα. Σε κάθε γειτονιά του πλανήτη. Γιατί για μένα αυτό είναι η ουσία. Να σταματήσουμε να μας διαχωρίζουνε πράγματα τα οποία τα ‘χουμε όλοι μας. Δηλαδή έχουμε αφήσει να μας διαχωρίζει η θρησκεία, που όλες οι θρησκείες -άμα τις βάλεις- μιλάνε για αγάπη. Όλες οι θρησκείες. Μας διαχωρίζει το χώμα, που ‘ναι το ίδιο χώμα που πατάμε. Δηλαδή έχουμε βάλει ένα όριο, το ‘χουμε ονομάσει σύνορο και λέμε “εδώ θα πάμε, εδώ δεν θα πάμε”. “Εδώ χρειάζεται να μας κάνουνε face control, το λεγόμενο, για να περάσουμε απέναντι. Αν δεν τους αρέσει η φάτσα μας, δεν θα πάμε”. Πού δεν θα πάμε; Πού δεν θα πάμε; Και βάσει αυτού του πράγματος έχουνε γίνει αυτές οι κοινωνικές κουζίνες είτε με τον “Άλλον Άνθρωπο” που λέγονται “Άλλοι Άνθρωποι”, είτε με άλλα ονόματα που εμένα δεν με ενοχλεί καθόλου. Εμένα αυτό που με νοιάζει είναι να γίνονται δράσεις έξω στον δρόμο για τους ανθρώπους. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε έχουμε 15-17. 17 κουζίνες στην Ελλάδα με την ονομασία “Άλλος Άνθρωπος”. Καμιά εκατοστή οι οποίοι γίνανε και κάνουνε δράση παρόμοια με τις δικές μας, με του “Άλλου Ανθρώπου”, με το δικό τους σκεπτικό πάντα και με τη δικιά τους νοοτροπία, σε όλη την Ελλάδα και 2 στο εξωτερικό. Μία στη Βαρκελώνη και μία στο Μπόντρουμ, στην Τουρκία. Έχουμε μαγειρέψει βέβαια Βρυξέλλες, Βερολίνο, Λονδίνο».
Ι.Π.: «Άρα αυτό πολλαπλασιάζεται σιγά-σιγά, έτσι;».
Κ.Π.: «Ναι».
Ι.Π.: «Μεγαλώνει».
Κ.Π.: «Μεγαλώνει πάρα πολύ και εγώ αυτό που θέλω είναι να μεγαλώνει αυτό-οργανωμένα».
Ι.Π.: «Μμμ».
Κ.Π.: «Δεν θέλω να ‘μαι εγώ ο leader, να ‘μαι ο manager που έκανα παλιά και να λέω τι θα κάνει ο καθένας. Εγώ λέω απλά απ’ την αρχή ότι: “Παιδιά, είναι: Μαγειρεύουμε όλοι μαζί, ζούμε όλοι μαζί, τρώμε όλοι μαζί. Χωρίς κανέναν διαχωρισμό”. Αυτή είναι η ιδέα του “Άλλου Ανθρώπου” και δεν ανακατεύομαι πουθενά αλλού. Ναι, θα κάνω, όταν χρειάζεται να το στήσουνε στην αρχή, να πάω να τους δείξω πώς μαγειρεύουμε, πώς ανάβουμε την γκαζιέρα, ποιες είναι οι ποσότητες, ποια είναι η αναλογία νερού με φαγητού».
Ι.Π.: «Εσύ όλα αυτά… Να φανταστώ είσαι αυτοδίδακτος, έτσι;».
Κ.Π.: «Εννοείται. Ξέρουνε πολύ καλά όλοι ότι εγώ δεν ξέρω να μαγειρεύω για τέσσερα άτομα. Δηλαδή πήγα να μαγειρέψω μια φορά για τέσσερα άτομα και μου βγήκε το φαΐ… Δεν, δηλαδή δεν. Είχα βάλει πάρα πολύ νερό, είχα βάλει πολύ αλάτι, είχα βάλει πολλά μπαχαρικά».
Ι.Π.: «Ναι, ναι, κατάλαβα».
Κ.Π.: «Ε… Για εκατό άτομα μπορώ να μαγειρέψω, και για χίλια άτομα».
Ι.Π.: «Έχεις κάνει το δύσκολο να φαίνεται εύκολο».
Κ.Π.: «Μα είναι εύκολο».
Ι.Π.: «Έχεις υπολογίσει περίπου πόσες μερίδες φαγητού έχεις δώσει όλα αυτά τα χρόνια;».
Κ.Π.: «Είναι κάτι γύρω στα 16 με 17 εκατομμύρια μερίδες φαΐ. Έχουνε φάει μαζί μας 17 εκατομμύρια άνθρωποι. Και το ‘χουμε μοιραστεί. Κι έχουμε μαγειρέψει με χιλιάδες εθελοντές σε αυτά τα 17 εκατομμύρια. Χιλιάδες εθελοντές εννοώ στη διάρκεια των έντεκα χρόνων. Γιατί δεν είναι μόνο εμείς που πάμε και μαγειρεύουμε. Είναι και οι άνθρωποι που μας φέρνουν τα τρόφιμα. Μην ξεχνάμε ότι 17 εκατομμύρια μερίδες φαΐ, στην ξεφτίλα, με 50 λεπτά τη μερίδα, είναι γύρω στα 8-9 εκατομμύρια, 8, 5 εκατομμύρια ευρώ. Είναι τεράστιο το νούμερο».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Π.: «Και μιλάω μόνο για το φαγητό. Έτσι; Δεν μιλάω για τίποτα άλλο. Ούτε για τη βενζίνη, ούτε για τα νοίκια, ούτε για τα ρεύματα, ούτε για τα αυτοκίνητα, ούτε για τα σήματα, ούτε για τα μπολάκια, ούτε για… Για τίποτα, για τίποτα, για τίποτα».
Ι.Π.: «Ας μιλήσουμε λίγο για τους εθελοντές. Κάποιος που θέλει να συμμετάσχει σ’ αυτό, να προσφέρει, με ποιους τρόπους μπορεί; Και πού πρέπει να απευθυνθεί;».
Κ.Π.: «Λοιπόν. Το πιο απλό πράγμα που μπορεί να κάνει κάποιος στον “Άλλον Άνθρωπο” είναι ένα μόνο. Όταν θέλει, όταν έχει χρόνο δηλαδή, όποια μέρα θέλει και για όση ώρα θέλει, μπορεί να έρθει Μεγάλου Αλεξάνδρου 109 στον Κεραμεικό και απλά να συμμετάσχει. Και να πει “γεια σας, ήρθα, τι κάνω;”. That’s it. Δεν χρειάζεται να ‘μαι εγώ, δεν χρειάζεται να πάρει άδεια από κανέναν, δεν χρειάζεται να κάνει καμιά αίτηση, δεν χρειάζεται τίποτα. Είναι τόσο απλό. Σημασία έχει στην αλληλεγγύη… σημασία έχει να… να το κάνεις όταν μπορείς. Όταν μπορείς, όποτε μπορείς και για όσο μπορείς. Την αλληλεγγύη δεν τη ζητάς, ούτε την επιβάλλεις. Η αλληλεγγύη είναι μια… μια ιδέα, να την πω. Δεν ήθελα να πω συναίσθημα, μια ιδέα θα πω. Την οποία σ’ την επιβάλλει μόνο η καρδιά σου. Μόνο αυτή θα σου πει “πρέπει να πάω και θα πάω”. Δεν ακούει το μυαλό, είναι μόνο η καρδιά. Δεν σε νοιάζει τίποτα άλλο. Και γι’ αυτό δεν υπάρχει περιορισμός σε αυτό. Δεν μπορείς κάποιος που θέλει να ‘ρθει να προσφέρει να του πεις: “Κάνε μου μια αίτηση. Ποιος είσαι; Από πού είσαι;”. Απλά έρχομαι και προσφέρω. Όπως δεν μπορείς να πεις “όχι” σε κάποιον που θέλει να σου δώσει κάτι».
Ι.Π.: «Αν κάποιος θέλει να προσφέρει ας πούμε φαγητό, δηλαδή να πάει να ψωνίσει και να σας το φέρει, έρχεται στον Κεραμεικό…».
Κ.Π.: «Έρχεται εκεί. Μπορεί να κάνει δηλαδή είτε τηλεφωνική παραγγελία μέσω ίντερνετ, είτε να το φέρει ο ίδιος που για μένα θα ‘ναι χαρά μου. Και η μεγαλύτερή μου χαρά θα ‘ναι όταν το φέρει, να κάτσουμε να το μαγειρέψουμε και να το μοιράσουμε μαζί».
Ι.Π.: «Σωστό».
Κ.Π.: «Δηλαδή η ουσία είναι αυτή».
Ι.Π.: «Να απολαύσει όλη τη διαδικασία».
Κ.Π.: «Να δει όλη τη διαδικασία. Να τη δει, να τη ζήσει. Γιατί πολλές φορές με παίρνουν τηλέφωνο από Αμερική, ρε παιδάκι μου, που θέλουν να βοηθήσουν, να κάνουν, να ράνουνε. Τους λέω “ναι, έχετε έρθει;”. Μου λέει: “Πού να ‘ρθω; Απ’ την Αμερική;”. Λέω: “Όχι, ρε άνθρωπε. Κάποιος δικός σου, εδώ στην Ελλάδα.” του λέω. “Για να με μάθεις εμένα και να μιλάμε Ελληνικά, πάει να πει ότι έχεις κάποιον συγγενή εδώ”. Μου λέει “ναι”. “Έχει έρθει;”. Μου λέει “ναι, έχει έρθει”. “Γιατί δεν μου το λες” του λέω “απ’ την αρχή;”. Δεν μπορώ να δεχτώ κάτι από κάποιον που δεν ξέρει ποιος είμαι και δεν έχει έρθει ποτέ. Ούτε ένα πακέτο μακαρόνια. Όχι χρήματα. Ούτε ένα πακέτο μακαρόνια. Πρέπει να ‘ρθει να δει ποιος είμαι. Να δει τι είναι αυτό που κάνουμε. Και ο λόγος είναι απλός: για το δικό του καλό. Δεν θα ‘χει άγχος και θα σκεφτεί ότι: “Τώρα, ρε γαμώτο μου, του ‘δωσα αυτουνού λεφτά, του ‘δωσα τρόφιμα. Θα τα πάρουν οι άνθρωποι που τα ‘χουν ανάγκη; Θα πάνε εκεί που πρέπει;”. Γιατί συνήθως αυτή είναι η ερώτηση».
Ι.Π.: «Οι δεύτερες σκέψεις που κάνουμ».
Κ.Π.: «Οι δεύτερες σκέψεις που κάνουμε όλοι. Κι είναι στο ανθρώπινο DNA. Αν λοιπόν έρθει και δει, δεν θα ‘χει αυτή τη δεύτερη σκέψη».
Ι.Π.: «Εντάξει, νομίζω ότι πέρα απ’ αυτό, είναι να πάρει το μήνυμα περισσότερο. Να μπει μέσα στη φιλοσοφία».
Κ.Π.: «Είναι η συμμετοχή».
Ι.Π.: «Ακριβώς».
Κ.Π.: «Είναι η συμμετοχή. Γιατί συμμετοχή δεν είναι μόνο να μου φέρεις ένα πακέτο μακαρόνια. Συμμετοχή ξέρεις ποια είναι; Είναι αυτό που μου… μου κάνανε πρόπερσι όταν είχα πάει στην Καρδίτσα, στις πλημμύρες, που με πήραν τηλέφωνο απ’ την Αυστραλία και με παίρναν τηλέφωνο κάθε μέρα οι άνθρωποι και μου φέρανε πέντε παλέτες τρόφιμα. Μπορεί να μην ήρθε ο ίδιος, αλλά κάθε μέρα, όσο καιρό ήμουνα στην Καρδίτσα, μ’ έπαιρναν τηλέφωνο».
Ι.Π.: «Μμμ».
Κ.Π.: «”Κώστα, τι κάνεις; Πού είσαι; Χρειάζεσαι κάτι άλλο; Είμαστε κομπλέ; Πώς πάνε οι άνθρωποι; Καθαρίσατε σπίτια; Δώσατε φαγητό;”. Δηλαδή συμμετείχε από εκεί».
Ι.Π.: «Ναι, ακόμα και μ’ αυτόν τον τρόπο ας πούμε μπορεί να…».
Κ.Π.: «Είναι συμμετοχή. Δε… Δηλαδή δεν παίρνεις ένα τηλέφωνο “Κώστα, θα σου δώσω, εντάξει, ένα φορτηγό τρόφιμα, γεια” και εξαφανίστηκες. Αυτό δεν είναι συμμετοχή. Αυτό είναι ελεημοσύνη».
Ι.Π.: «Καταλαβαίνω, ναι».
Κ.Π.: «Κι εγώ τη σιχαίνομαι την ελεημοσύνη».
Ι.Π.: «Δηλαδή έχει έρθει κάποιος και έχει συμμετάσχει σ’ όλο αυτό. Θέλω να μου πεις μία περίπτωση που σου ‘χει μείνει, που κάποιος μπορεί να ενθουσιάστηκε ή να του άλλαξες γενικά το mindset».
Κ.Π.: «Θα σου πω. Καταρχήν να σου πω ότι κάθε μέρα είναι κάτι σημαντικό. Πάντα γίνεται κάτι σημαντικό. Κάθε μέρα, κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Θα σου πω και καλό και αρνητικό και θετικό».
Ι.Π.: «Αμέ».
Κ.Π.: «Έτσι; Γιατί είναι και τα δύο. Κατ’ αρχήν είναι άνθρωποι οι οποίοι μένανε τρία και τέσσερα χρόνια στον δρόμο. Και όποιος ξέρει τι πάει να πει τρία-τέσσερα χρόνια στον δρόμο, θα καταλάβει πόσο δυνατοί ήταν αυτοί οι άνθρωποι, που μέσα από την κοινωνική κουζίνα “Ο Άλλος Άνθρωπος” ξανακάνανε επανένταξη στην κοινωνία. Γιατί; Γιατί όταν μαγείρευα στον Πειραιά λοιπόν κι ήρθε κάποιος ο οποίος έμενε εκεί τρία χρόνια… Λέω ότι έμενε τρία χρόνια στον Πειραιά, στο λιμάνι του Πειραιά, στις αποβάθρες. Και σιγά-σιγά ερχόταν που μαγείρευα εγώ εκεί πέρα και μου λέει “Κώστα, να βοηθήσω κι εγώ;”. Του λέω “βεβαίως”. “Απλά” του λέω “να ξέρεις ότι την ώρα της δράσης απαγορεύεται το αλκοόλ και η χρήση ουσιών. Μετά τι θα κάνεις δεν με νοιάζει”».
Ι.Π.: «Μμμ».
Κ.Π.: «Το σεβάστηκε, ήρθε. Την επόμενη μέρα, την επόμενη μέρα. Κάθε μέρα λοιπόν που πήγαινε, έκοβε και περισσότερο το αλκοόλ. Που ερχότανε. Το ’15 λοιπόν που ήμασταν κάθε μέρα στον Πειραιά που ‘χαν έρθει πρόσφυγες, αυτός ο άνθρωπος ερχόταν κάθε μέρα απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, γιατί μαγειρεύαμε για 15000 ανθρώπους, έτσι; Απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ. Άρα δεν έπινε ποτέ. Το βράδυ πήγαινε, να πούμε, και ξάπλωνε στην καρέκλα κατευθείαν και κοιμόταν. Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος την επόμενη μέρα, μόλις τελείωσε στο προσφυγικό του Πειραιά, μου λέει ότι “Κώστα, έχω ξεκινήσει” μου λέει “κρυφά-κρυφά και μαζεύω κουτάκια αλουμινένια και κάνω ανακύκλωση” μου λέει “κι έχω μαζέψει κάνα κατοστάρικο και βρήκα ένα σπίτι 150 ευρώ, αλλά θέλει δυο νοίκια μπροστά”. Του λέω: “Εντάξει, θα σ’ τα δώσουμε εμείς. Θα πληρώσεις τα μισά εσύ και τα άλλα μισά εγώ”. Μου λέει “θέλω να κάνω και την κουζίνα του Πειραιά”. Λέω: “Θα κάνεις και την κουζίνα του Πειραιά. Θα την αναλάβεις εσύ μαζί με τους άλλους, να μαγειρεύετε, να γλιτώσω κι εγώ. Να μην έρχομαι στον Πειραιά, να πάω κάπου αλλού”. Λοιπόν, αυτός ο άνθρωπος λοιπόν βρήκε δουλειά, οι γονείς του, τα παιδιά του, η γυναίκα του δεν μάθανε ποτέ ότι ήταν άστεγος. Γύρισε στην πατρίδα του, άνοιξε μαγαζί δικό του, σουβλατζίδικο, και ζει εκεί πέρα. Έγινε κανονική επανένταξη, κανονικότατα».
Ι.Π.: «Απλά δηλαδή ήθελε το παράδειγμα, ήθελε κάποιον άνθρωπο να…».
Κ.Π.: «Ήθελε να μην το επιβάλεις. Δεν ήθελε να του πεις “πρέπει να κάνεις αυτό, πρέπει να κάνεις…”».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Π.: «Δεν ήθελε την επιβολή. Όπως δεν σ’ αρέσει σε σένα και σε μένα και σε όλους μας να μας επιβάλλουν τη γνώμη τους, έτσι δεν πρέπει να επιβάλλουμε κι εμείς τη δική τους. Ας είναι και σωστή, ας διαφωνούμε και με τον άλλον. Πρέπει να τον αφήσουμε να το καταλάβει μόνος του. Το ίδιο ακριβώς έγινε και με έναν άλλον άστεγο στον Πειραιά. Ο οποίος ήρθε μες στην κουζίνα, τον βάλαμε στο σπίτι, ήταν υπεύθυνος του σπιτιού του “Άλλου Ανθρώπου” στην Πλαταιών, είχε χάσει την επαφή με τα παιδιά του, σιγά-σιγά ξαναπήρε μπροστά. Τελικά κληρονόμησε λοιπόν από έναν θείο του μακρινό μισό εκατομμύριο ευρώ και μας κατηγορούσε».
Ι.Π.: «Ότι τι;».
Κ.Π.: «Ότι εμείς τον εκμεταλλευτήκαμε. Έμενε πέντε χρόνια στο σπίτι του “Άλλου Ανθρώπου”, έτσι; Ότι πήγαινα και μαγείρευα κι εγώ κι αυτός μαζί και δεν έκανε τίποτα. Αυτό. Είναι και καλά και κακά. Εμένα όμως αυτό που με νοιάζει είναι ότι αυτός ο άνθρωπος ξαναμπήκε στην κοινωνία κανονικά. Εμένα μου αρέσει οι άνθρωποι να μιλάνε και να μην σκύβουν το κεφάλι. Ακόμα και αρνητικό να ‘χουν να πούνε για μένα…».
Ι.Π.: «Μμμ».
Κ.Π.: «Και για τη δράση της κουζίνας, μ’ αρέσει να μου το λένε. Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν βγάζουν τον σκασμό. Μιλάνε».
Ι.Π.: «Το 2015 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ανακήρυξε Ευρωπαίο Πολίτη της χρονιάς».
Κ.Π.: «Ναι».
Ι.Π.: «Και εσύ; Τι έκανες; Αρνήθηκες να πας να παραλάβεις το βραβείο. Για ποιο λόγο;».
Κ.Π.: «Δεν… Δεν αρνήθηκα να παραλάβω το βραβείο».
Ι.Π.: «Αα».
Κ.Π.: «Αρνήθηκα να πάρω το βραβείο. Όχι να πάω. Γιατί τους το δήλωσα απ’ την αρχή εδώ, έκανα λάθος βέβαια, γιατί είχα την εντύπωση ότι στον “ναό” της δημοκρατίας, της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, θα μπορεί κάποιος να πάει να πει τον λόγο που αρνείται να πάρει κάποιο βραβείο που του δίνουνε. Η λογική μου αυτό λέει, η δικιά μου. Μπορεί να ‘ναι λάθος, δεν ξέρω. Και αυτοί κρίνανε σκόπιμο να πούνε ότι “δεν θα σου κάνουμε τα έξοδα να έρθεις, δεν θα έρθεις, αντί για 15 Οκτωβρίου, θα τα μοιράσουμε τα βραβεία 14 Οκτωβρίου”. Μια μέρα πιο μπροστά. Εγώ θύμωσα πάρα πολύ μ’ αυτό γιατί ήθελα να μάθουνε για ποιον λόγο δεν πήρα το βραβείο που σ’ το εξήγησα εδώ. Και τους είπα ότι: “Δεν μπορείτε να με βραβεύετε εσείς που έχετε επιβάλει αυτή τη λιτότητα στην Ελλάδα. Σ’ έναν τόπο σαν την Ελλάδα, σαν τη Γαλλία, σαν την Ιταλία, σαν την Ισπανία, σαν την Πορτογαλία, σαν την Ισλανδία. Μικρές χώρες δηλαδή”».
Ι.Π.: «Το θεώρησες ας πούμε υποκριτικό».
Κ.Π.: «Εντελώς».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Π.: «Εγώ δεν ενδιαφέρομαι για κομματική πολιτική. Εγώ ενδιαφέρομαι για πολιτική των ανθρώπων, της κοινωνίας».
Ι.Π.: «Μου έλεγες πριν για την περιοδεία με τον Γιώργο Μαζωνάκη».
Κ.Π.: «Ναι. Ήδη ξεκινήσαμε το μαγείρεμα. Στη Θεσσαλονίκη έγινε χαμός».
Ι.Π.: «Ναι. Πες μου λίγο λεπτομέρειες γι’ αυτό».
Κ.Π.: «Λοιπόν. Ε… Η γνωριμία με τον Γιώργο, θα σου πω, ε έγινε την Τσικνοπέμπτη. Αυτή την Τσικνοπέμπτη του ’22. Χωρίς να τον περιμένω, εγώ μαγείρευα στο… στη Μεγάλου Αλεξάνδρου, κάθε χρόνο μαγειρεύουμε. Και μου ‘ρθε κατά τις 11 η ώρα και μου λέει “πες μου τι να κάνω”. Του λέω “καθάρισε”. “Καθάρισε κρεμμύδια, καθάρισε καρότα”».
Ι.Π.: «Α δεν ψάρωσες εσύ, έτσι;».
Κ.Π.: «Γιατί να ψαρώσω; Ο άνθρωπος ήρθε να βοηθήσει».
Ι.Π.: «Οκ».
Κ.Π.: «Κι έτσι ξεκίνησε η γνωριμία μου με… με τον Γιώργο. Ήρθε 11 η ώρα το πρωί κι έφυγε στις 4. Χωρίς δημοσιογράφους, χωρίς κανέναν».
Ι.Π.: «Μόνος του;».
Κ.Π.: «Μόνος του. Μαζί με τους φίλους του. Την παρέα του. Εγώ ξέρω ότι ήρθε με μια παρέα ο Γιώργος, ο Αλέξανδρος, ο Κώστας και πέντε-έξι άλλοι άνθρωποι κι ήρθανε και κάτσανε στον “Άλλον Άνθρωπο” και καθαρίσανε ένα τσουβάλι καρότα κι ένα τσουβάλι πατάτες. Και καθαρίσανε και μισό τσουβάλι κρεμμύδια. Και το κόψανε και τα καθαρίσανε και μαγειρέψαμε και συσκευάσαμε και ψήσαμε και φάγαμε μαζί με πολλούς ανθρώπους που ‘ταν εκεί πέρα. Κι εκεί λοιπόν την επόμενη… μετά από μια βδομάδα, μου λέει: “Κώστα, θέλω να κάνουμε κάτι για τον Άλλον Άνθρωπο. Αν μπορείς” μου λέει “και θέλεις, εγώ φέτο θα κάνω μερικές συναυλίες και θέλω να μαγειρεύω την ημέρα της συναυλίας μαζί σου στην κεντρική πλατεία εκεί που την κάνεις”. Κι έτσι το κάναμε. Ούτως ή άλλως εγώ θα ‘κανα τον γύρο της Ελλάδος για την αφύπνιση συνειδήσεων σε όλους τους ανθρώπους, να δείξω τι είναι “Ο Άλλος Άνθρωπος”. Ότι δεν είναι μόνο ένα απλό συσσίτιο. Δεν είναι μόνο ένα γεύμα για τους ανθρώπους που ‘χουν ανάγκη. Ναι, είναι γεύμα για τους ανθρώπους που ‘χουν ανάγκη. Αλλά δεν είναι μόνο για τους ανθρώπους που ‘χουν ανάγκη. Είναι ένα γεύμα που μας φέρνει κοντά και λύνει τις διαφορές μας και επικοινωνούμε σαν οικογένεια».
Ι.Π.: «Είναι η παρέα, είναι η μοιρασιά».
Κ.Π.: «Όλα. Είναι όλα αυτά».
Ι.Π.: «Είναι το γέλιο».
Κ.Π.: «Το γέλιο, το χαμόγελο, η κόντρα που κάνουμε συνήθως με το φαγητό. Ξέρεις, λέει “θέλει λιγότερο αλάτι”, “ρε, μη βάζεις τόσο πολύ αλάτι”, “βάλε λιγότερα μπαχαρικά”, “κάνε το ένα”, “κάνε…”. Δηλαδή είναι αυτό».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Π.: «Είναι αυτό».
Ι.Π.: «Το έχεις κάνει και με άλλους καλλιτέχνες;».
Κ.Π.: «Ναι».
Ι.Π.: «Με ποιους;».
Κ.Π.: «Με τον Γιάννη τον Χαρούλη. Πολλές… πολλές χρονιές, Ιωάννα».
Ι.Π.: «Και η ανταπόκριση ας πούμε πώς ήταν του κόσμου;».
Κ.Π.: «Τεράστια. Και από τρόφιμα και από διασκέδαση και από επικοινωνία και από χαμόγελο και από τραγούδι και από χαρά. Γλέντι κανονικό».
Ι.Π.: «Αυτό μου θυμίζει το Πάσχα που μαζευόμαστε στο χωριό και…».
Κ.Π.: «Μπράβο. Αυτό».
Ι.Π.: «Είναι… Είμαστε ξέρω γω δέκα οικογένειες και…».
Κ.Π.: «Και κλασική».
Ι.Π.: «Έχεις το μακρύ τραπέζι».
Κ.Π.: «Το τραπέζι».
Ι.Π.: «Και σταματάνε».
Κ.Π.: «Και σταματάνε και έρχονται άνθρωποι που δεν τους γνωρίζεις. Ακριβώς αυτό είναι “Ο Άλλος Άνθρωπος”».
Ι.Π.: «Νομίζω κάποιοι άνθρωποι που μπορεί να μην τους έχει δοθεί η ευκαιρία να τα ζήσουν αυτά, ε τους προκαλεί τρομερή εντύπωση, τους είναι πολύ ξένο».
Κ.Π.: «Αλήθεια είναι. Αλήθεια είναι. Κι όμως εγώ ακόμη και στην Αθήνα, ακόμη και στο Αιγάλεω που μεγάλωσα, θυμάμαι ότι έβγαινα έξω στον δρόμο, βάζαμε την ψησταριά στον δρόμο, βάζαμε τραγούδια στον δρόμο. Ε, ποτά, μπύρες, ε κοψιδάκια, μεζεδάκια και καθόμασταν και τρώγαμε οικογενειακά και όποιος πέρναγε εκεί, ερχόταν κι έπαιρνε. Τίποτα. Και γελάγαμε, τσουγκρίζαμε, λέγαμε τα “χρόνια μας πολλά”. Αγκαλιαζόμασταν, γελάγαμε, μιλάγαμε, χαμογελούσαμε, διασκεδάζαμε. Το ίδιο γίνεται… κάνουμε και τώρα».
Ι.Π.: «Είναι σαν να… Σαν να είναι ένα σεμινάριο για το πώς να είσαι κοινωνικός, να είσαι ανοιχτός προς τους ανθρώπους. Σεμινάριο για μια ζωή χωρίς τις καχυποψίες, χωρίς τους εγωισμούς».
Κ.Π.: «Είναι ένα σεμινάριο, Ιωάννα μου, σεβασμού, αγάπης στο διαφορετικό και στην ισότητα μεταξύ όλων. Γιατί μπορεί να ‘μαστε διαφορετικοί όλοι, μπορεί να ‘μαστε άλλο είδος ανθρώπου όλοι, μπορεί να ‘χουμε άλλο χρώμα, να ‘χουμε άλλη θρησκεία, άλλη εθνικότητα, αλλά είμαστε ίσοι, ρε γαμώτο μου, και πρέπει να το καταλάβουμε αυτό».
Ι.Π.: «Πηγαίνεις και σε σχολεία και το κάνεις αυτό;».
Κ.Π.: «Ναι. Κι είναι μεγάλη μου χαρά αυτή».
Ι.Π.: «Νομίζω αυτό πρέπει να ‘ναι… Ειδικά για τα παιδιά πρέπει να ‘ναι μάθημα ζωής. Επειδή τα παιδιά ρουφάνε σαν σφουγγάρι…».
Κ.Π.: «Όχι μόνο ρουφάνε. Και κάνουν και σκληρές ερωτήσεις τα παιδιά».
Ι.Π.: «Για πες μου, για πες μου».
Κ.Π.: «Έτσι; Αλλά είναι αληθινές».
Ι.Π.: «Ναι. Πάντα».
Κ.Π.: «Γιατί ό, τι κάνει το παιδί, είναι αληθινό».
Ι.Π.: «Αφοπλιστικά ειλικρινή πάντα τα παιδιά είναι».
Κ.Π.: «Αφοπλιστικά ειλικρινές και αφοπλιστικά αληθινό. Δηλαδή όταν πας και μιλάς με τα παιδιά και σου λένε, παραδείγματος χάρη: “Καλά, ρε φίλε, εσύ πώς ζεις; Αφού κάνεις αυτό όλη μέρα”. Και τους λες “παιδιά, εγώ ζω από ‘δω”. “Δηλαδή;”. Και τους εξηγώ. Ότι: “Ξέρεις κάτι; Υπάρχει ένας χώρος στον Κεραμεικό, τον οποίο νοικιάζουνε πολλοί άνθρωποι μαζί, τον οποίο είναι για τον Άλλον Άνθρωπο, αλλά μένω εγώ εκεί. Εμένα με φωνάζουνε δεξιά-αριστερά να πάω σ’ όλη την Ελλάδα, στην Ευρώπη κι όλα αυτά για τον Άλλον Άνθρωπο. Δεν φωνάζουν τον Κωνσταντίνο Πολυχρονόπουλο. Τον Άλλον Άνθρωπο φωνάζουν. Αλλά επειδή τον δημιούργησα εγώ, πάω εγώ”. Δώσανε ένα αυτοκίνητο στον “Άλλον Άνθρωπο”, το χαρίσανε. Το χρησιμοποιώ εγώ. Για τον “Άλλον Άνθρωπο” όμως. Κι εγώ πάω και μαγειρεύω. Δεν έχω κάτσει πίσω από ένα γραφείο και να δίνω εντολές».
Ι.Π.: «Ακριβώς».
Κ.Π.: «Είμαι στον δρόμο. Με φωνάζουν τα παιδιά στα σχολεία και πάω εγώ. Δεν στέλνω άλλους να πάνε. Και δεν αφήνω και άλλους να πάνε γιατί είναι κι η καλύτερή μου δράση. Κι όταν έρχεται λοιπόν το τέλος όλων αυτών, τους μιλάω για την αμοιβή μου. Λέω: “Εγώ πρέπει να αμειφθώ. Γιατί το οτιδήποτε κάνουμε σ’ αυτή τη ζωή αμείβεται. Οι δασκάλες σας σας λένε μάθημα, σας προσέχουν, σας κάνουν και στο τέλος του μήνα παίρνουν τα λεφτά τους. Έτσι λοιπόν πρέπει να μου δώσουν κι εμένα την αμοιβή μου”. Και μετά κάθομαι εγώ στη μέση και τους λέω ότι η αμοιβή μου είναι η αγκαλιά, έρχεται ένα ολόκληρο σχολείο και με αγκαλιάζει. Και αισθάνομαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος του κόσμου».
Ι.Π.: «Που μπορεί ας πούμε κάποια παιδιά να μην είχαν σκεφτεί ποτέ πόσο σημαντικό μπορεί να είναι για κάποιον η αγκαλιά και ότι πραγματικά αυτό είναι μία ανταμοιβή. Έτσι;».
Κ.Π.: «Και να την κάνουν αληθινά. Τα βλέπω. Βλέπω στα μάτια τους, βλέπω τη λάμψη. Τη λάμψη στα μάτια. Δηλαδή είναι κάτι το οποίο είναι μαγικό. Την αγάπη. Είναι κάτι το οποίο… Το χαμόγελο δηλαδή, την αγκαλιά τη σφιχτή που σου δίνουνε. Που σπρώχνουν ο ένας το άλλο για να… για να έρθουν να σ’ αγκαλιάσουν εσένα. Γιατί στην ουσία εμένα μ’ αγκαλιάζουν πέντε-δέκα παιδάκια που ‘ναι γύρω-γύρω και τα υπόλοιπα όλα αγκαλιάζει το ένα το άλλο».
Ι.Π.: «Ναι, ναι».
Κ.Π.: «Και γίνονται ένας τεράστιος κύκλος».
Ι.Π.: «Τέλειο».
Κ.Π.: «Και όταν γυρνάω, προσπαθώ να βλέπω τα μάτια τους. Γιατί εγώ κοιτάω τους ανθρώπους στα μάτια γιατί από ‘κεί φαίνονται όλα. Είναι ο καθρέφτης της ψυχής τους. Και της ψυχής μου, και της ψυχής σου, και όλων των ανθρώπων η ψυχή τους είναι στα μάτια τους. Και βλέπω… Αυτό που βλέπω… Δεν μπορείς να φανταστείς τι δύναμη παίρνω, τι ενέργεια έχω και τι είναι αυτό που μπορώ να κάνω μετά».
Ι.Π.: «Εντάξει, αυτό είναι πολύ συγκινητικό και είναι… Δεν ξέρω. Ίσως το πραγματικό σχολείο θα έπρεπε να έχει καθιερώσει τέτοια μαθήματα».
Κ.Π.: «Μα τα ‘χει καθιερώσει. Ξεκινάω λοιπόν και έχω πάει σε νηπιαγωγεία, με τη βοήθεια των δασκάλων, των νηπιαγωγών βέβαια. Και με τη βοήθεια των γονέων. Γιατί πολλά παιδιά λένε ιστορίες, και λένε ιστορίες για ήρωες και τέτοια. Και πολλά παιδιά νομίζουν ότι είμαι ψεύτικος. Δηλαδή λένε ότι: “Αυτός είναι ψεύτικος, είναι σαν τον Αγιοβασίλη. Λέμε για τον Αγιοβασίλη, αλλά δεν τον βλέπουμε».
Ι.Π.: «Φοβερό».
Κ.Π.: «Ε κι όταν πάω και με κοιτάνε, βλέπω τα μάτια τους έκπληκτα έτσι και ν’ αρχίζουν να μου τραβάνε γένια και να με τσιμπάνε για να δούνε άμα είμαι αληθινός και τέτοια. Ε, είναι καθημερινά παραδείγματα αυτά που σου λέω. Κι εγώ τρελαίνομαι δηλαδή απ’ τη χαρά μου. Τους λέω “όχι, αληθινός είμαι”. Κι εκεί βλέπω τα… τα μάτια των παιδιών πόσο παθιάζονται με αυτό. Δηλαδή υπάρχει παιδί στη Νέα Μάκρη το οποίο είναι πέντε χρονών, ο Λέανδρος, ο οποίος απ’ τη μέρα που με γνώρισε δεν πάει την Κυριακή του για μπάνιο. Παίρνει τους γονείς του και λέει: “Όχι μπάνιο. Πάμε να μαγειρέψουμε, θα ‘ναι κι ο Κωνσταντίνος, θα φάμε όλοι μαζί”».
Ι.Π.: «Έλα».
Κ.Π.: «Είναι το παιχνίδι του. Το ίδιο…».
Ι.Π.: «Του δίνει αυτό μεγαλύτερη ευχαρίστηση απ’ το να πάει να παίξει ας πούμε».
Κ.Π.: «Ακριβώς, ακριβώς. Μα δεν θέλει. Το παιχνίδι είναι για τις άλλες μέρες της εβδομάδας. Αγωνιά πότε θα ‘ρθει… Το χόμπι του, η αγάπη του είναι αυτό. Αγωνιά πότε θα ‘ρθει η Κυριακή. Το ίδιο μπορεί να γίνει και με τα Δημοτικά. Όχι μπορεί. Γίνεται με τα Δημοτικά, γίνεται με τα Γυμνάσια, γίνεται με τα Λύκεια, ακόμη και με τα Πανεπιστήμια. Πάω και μιλάω δηλαδή σε Πανεπιστήμια και τέτοια με φοιτητές Ιατρικής περισσότερο που θα κάνουν την πρακτική τους στον δρόμο, πώς θα πλησιάσουν κάποιον που μένει στον δρόμο. Κι όταν τους λέω το απλό και δεν θα πας να τον ρωτήσεις: “Επ, τι κάνεις; Είσαι καλά; Χρειάζεσαι κάτι;”. “Γιατί αυτό κάνανε” τους λέω. “Θα πας να τον ρωτήσεις, θα κάτσεις δίπλα του, θ’ ανάψεις ένα τσιγάρο, θα του προσφέρεις ένα τσιγάρο, θα πάρεις έναν καφέ, θα του δώσεις έναν καφέ”».
Ι.Π.: «Να νιώσει το πραγματικό ενδιαφέρον».
Κ.Π.: «Να νιώσει τον σεβασμό, ρε φίλε. Κι όχι τον οίκτο».
Ι.Π.: «Έχεις δίκιο σ’ αυτό».
Κ.Π.: «Όταν εγώ ξεκίνησα λοιπόν και με τα τοστ και μου ‘πε η γιαγιά ότι… που βρήκα μια γιαγιά μέσα σ’ έναν κάδο σκουπιδιών και πήγα να της δώσω ένα τοστ και δεν το πήρε. Και μου λέει στο τέλος: “Έλα ‘δω, ρε. Αν ήσουνα εσύ στον κάδο σκουπιδιών κι έψαχνες κάτι να φας, άμα σου κολλούσε κάποιος, θα γύρναγες να τον κοιτάξεις; Θα ντρεπόσουνα”. Και μου κοπήκαν τα πόδια. Και λέω “γιαγιά, συγγνώμη, έχεις δίκιο”. “Από ‘δω και πέρα” της λέω “θα μαγειρεύουμε μαζί. Δεν θα βγαίνω μόνο, θα τρώω κι εγώ”».
Ι.Π.: «Εντάξει. Έμεινα τώρα μ’ αυτό που μου είπες».
Κ.Π.: «Έτσι ξεκίνησε “Ο Άλλος Άνθρωπος”».
Ι.Π.: «Ναι. Αχ… Ζούμε πάρα πολύ δύσκολα χρόνια και η κοινωνική αλληλεγγύη πολλές φορές εμφανίζεται σαν τη μόνη λύση για να μπορέσουμε να στηρίξουμε τους πιο αδύναμους και να αντέξουμε όλο αυτό το… την αδικία που υπάρχει στην κοινωνία μας».
Κ.Π.: «Εδώ θα σε διακόψω, Ιωάννα. Η αλληλεγγύη δεν στηρίζει μόνο τους πιο αδύναμους. Στηρίζονται κι οι πιο δυνατοί απ’ αυτήν. Γιατί; Γιατί αυτοί που θέλουν πραγματικά κι αισθάνονται δυνατοί για να προσφέρουν στον άλλον, η ικανοποίησή τους είναι πολύ μεγάλη όταν τη δέχονται οι άλλοι».
Ι.Π.: «Μμμ».
Κ.Π.: «Ικανοποίηση ηθική».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Π.: «Το μεγάλο τους κέρδος, συναισθηματικό, όταν κάνεις ένα δώρο είναι όταν βλέπεις τον άλλον, τη χαρά που κάνει που του το δίνεις, που του άρεσε αυτό το δώρο που του δίνεις».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Π.: «Κι έτσι εσύ χαίρεσαι διπλά. Γι’ αυτό και η αλληλεγγύη είναι αμφίδρομη. Δεν είναι μόνο φιλανθρωπία “δίνω”. Παίρνω. Παίρνω πολύ. Παίρνω πάρα πολλά. Αυτό που δίνω δεν είναι τίποτα μπροστά σ’ αυτά που παίρνω».
Ι.Π.: «Συναισθηματικά εννοείς».
Κ.Π.: «Ε ναι, αυτό εννοώ».
Ι.Π.: «Στην ψυχή σου».
Κ.Π.: «Ναι, ναι. Στην ψυχή, στην καρδιά σου, στη σκέψη σου, στην ιδέα σου».
Ι.Π.: «Τι θα ήθελες να πεις στον κόσμο που μας ακούει; Έτσι, σαν μάθημα, σαν συμβουλή, σαν… Από όλο αυτό που έχεις κάνει και που έχεις ζήσει, κάτι που θέλεις να… να μοιραστείς».
Κ.Π.: «Θα σου πω δύο πράγματα. Το ένα είναι: Μες στη ζωή υπάρχουν όλα. Και οι χαρές και οι λύπες. Δεν γίνεται να υπάρχει μόνο το ένα. Σημασία δεν έχει πόσες φορές θα πέσεις κάτω. Σημασία έχει πόσες φορές θα σηκωθείς. Κι όπως είπαμε και προηγουμένως, σημασία δεν έχει αν χάσεις μια μάχη. Σημασία έχει να τη δώσεις. Γιατί αν δεν τη δώσεις, την έχεις χάσει σίγουρα. Τα ‘χεις παρατήσει δηλαδή. Είσαι σίγουρα χαμένος. Και φυσικά να μην κάνεις ποτέ μα ποτέ αυτό που δεν σ’ αρέσει να σου κάνουνε».
Ι.Π.: «Ποιο είναι το όνειρο του “Άλλου Ανθρώπου”; Τι ονειρεύεται; Ποιος είναι ο επόμενος στόχος;».
Κ.Π.: «Ο στόχος. Ο στόχος είναι… Λίγο τρελό θα σου ακουστεί, αλλά δεν πειράζει. Εμείς μες στην τρέλα είμαστε ούτως ή άλλως. Μα ούτως ή άλλως “Ο Άλλος Άνθρωπος” είναι μία τρέλα. Είναι ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο να… να βρω, καλό, για να μπορέσω να ταξιδέψω σε όλο τον κόσμο. Να πάω σε κάθε χώρα του πλανήτη, στην πρωτεύουσα της κάθε χώρας του πλανήτη ή στις δυο μεγαλύτερες πόλεις της κάθε χώρας του πλανήτη, κι επειδή στο εξωτερικό απαγορεύεται να μαγειρεύεις έξω, να μαγειρεύω στο τροχόσπιτο».
Ι.Π.: «Οκ. Για υγειονομικούς λόγους φαντάζομαι».
Κ.Π.: «Ναι, ναι. Ε… Για να μπορέσω να καταλάβει ο κόσμος την έννοια της πραγματικής αλληλεγγύης και την ιδέα του “Άλλου Ανθρώπου” να γίνει παγκόσμια γνωστή σε κάθε γειτονιά. Σε κάθε γειτονιά του πλανήτη».
Ι.Π.: «Πόσο γλυκό αυτό! Είσαι ακόμα ας πούμε στο ότι το οραματίζεσαι ή έχεις αρχίσει και το υλοποιείς;».
Κ.Π.: «Όχι, όχι, όχι. Δεν υπάρχει οραματισμός πλέον. Το όραμα ήταν πολλά χρόνια. Το όραμα ήταν το ’14. Ε…».
Ι.Π.: «Α, είναι κάτι που θα συμβεί σύντομα δηλαδή;».
Κ.Π.: «Ε… Ελπίζω μες στο 2023, όταν βρω το τροχόσπιτο. Έχω ξεκινήσει, έχω βγάλει το πρόγραμμα -στο μυαλό μου βέβαια- των χωρών που θα πάω και τις πόλεις που θα πάω και πώς θα ξεκινήσω και πού θα πάω. Αυτό που έχω αφήσει στο τέλος είναι η Αμερική, γιατί δεν συνορεύει καθόλου με όλο τον υπόλοιπο πλανήτη. Και η Αυστραλία βέβαια. Ε, αλλά…».
Ι.Π.: «Θα πας κι εκεί όμως. Θες να πας κι εκεί».
Κ.Π.: «Εννοείται θέλω να πάω κι εκεί. Αλλά υπάρχει εύκολα να γίνει στην Ευρώπη, Ασία και Αφρική».
Ι.Π.: «Οπότε τώρα χρειαζόμαστε το αυτοκινούμενο; Το τροχόσπιτο;».
Κ.Π.: «Το αυτοκινούμενο. Μόνο αυτό χρειαζόμαστε».
Ι.Π.: «Οπότε στέλνουμε μήνυμα. Θέλουμε ένα τροχόσπιτο».
Κ.Π.: «Ναι, ένα αυτοκινούμενο. Ε ναι, ακριβώς. Δεν με νοιάζει τίποτα άλλο. Να ‘χει τη δυνατότητα να μαγειρεύω μέσα μόνο, ε;».
Ι.Π.: «Ναι».
Κ.Π.: «Όχι με πολλά πράγματα. Να ‘χει χώρο να έχω δικιά μου γκαζιέρα, δικά μου πράγματα. Τα ‘χω όλα».
Ι.Π.: «Δηλαδή αυτό θέλει τρομερή ενέργεια και τρομερή θέληση. Νιώθεις έτοιμος να…;».
Κ.Π.: «Εδώ και πολλά χρόνια. Γεννήθηκα γι’ αυτό. Γεννήθηκα γι’ αυτό».
Ι.Π.: «Κωνσταντίνε μου, σου εύχομαι να συμβεί σύντομα, το 2023, όπως το ονειρεύεσαι».
Κ.Π.: «Να ‘σαι σίγουρη ότι θα συμβεί. Αφού μου το ευχήθηκες εσύ, θα συμβεί σίγουρα».
Ι.Π.: «Θα συμβεί σίγουρα γιατί είσαι άνθρωπος που όταν βάλει κάτι στο μυαλό του, το πετυχαίνει. Ήδη αυτό που έχεις καταφέρει είναι απίστευτο. Ε…».
Κ.Π.: «Δεν έχω καταφέρει τίποτα εγώ, γαμώτο μου. Ιωάννα…».
Ι.Π.: «Είναι… Έχεις καταφέρει»
Κ.Π.: «Πίστεψέ με».
Ι.Π.: «Διδάσκεις στον κόσμο την αλληλεγγύη και το τι σημαίνει να μοιράζομαι».
Κ.Π.: «Ναι, αλλά…».
Ι.Π.: «Δεν μιλάω για το φαγητό».
Κ.Π.: «Ναι. Αλλά αν δεν συμμετείχε ο κόσμος, δεν θα ‘χα καταφέρει τίποτα. Άρα το ‘χουμε καταφέρει μαζί. Εγώ είχα την ιδέα, ναι, εντάξει. Μέχρι εκεί όμως».
Ι.Π.: «Ο κόσμος νομίζω πάντα όταν βλέπει κάτι ειλικρινές και κάτι αληθινό και ουσιαστικό, πάντα ανταποκρίνεται».
Κ.Π.: «Αλήθεια είναι αυτό».
Ι.Π.: «Έτσι δεν είναι;».
Κ.Π.: «Κι εδώ ερχόμαστε σ’ αυτούς που λένε ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι πια. Όχι, υπάρχουν».
Ι.Π.: «Όχι, δεν ισχύει αυτό».
Κ.Π.: «Υπάρχουνε».
Ι.Π.: «Κατ’ αρχάς το ‘χω δει εγώ στη δική μου περίπτωση, το ‘χεις δει κι εσύ από τη δική σου πλευρά».
Κ.Π.: «Έτσι ακριβώς. Υπάρχουν και πάρα πολλοί. Υπάρχουνε και πάρα, πάρα πολλοί. Και μην ξεχνάς ότι για να υπάρχει ο καλός, πρέπει να υπάρχει κι ένας κακός. Αλλιώς δεν θα υπήρχε μόνο ο καλός».
Ι.Π.: «Ισχύει, ισχύει. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτή την κουβέντα».
Κ.Π.: «Εγώ».
Ι.Π.: «Εύχομαι να διαδώσεις το μήνυμα του “Άλλου Ανθρώπου” σε όλο τον κόσμο. Δεσμεύομαι ότι θα έρθω να μαγειρέψουμε μαζί».
Κ.Π.: «Πρόσεξε τι λες. Εγώ είμαι τρελός και παιδί, έτσι; Και παιδί και τρελός».
Ι.Π.: «Θα βάλω φορμίτσα».
Κ.Π.: «Ό, τι θέλεις, βάλε».
Ι.Π.: «Μην με βάλεις να μαγειρέψω μόνο. Είμαι λίγο άσχετη».
Κ.Π.: «Όχι, όχι. Κοίτα. Δεν υπάρχει στολή εργασίας. Υπάρχει άνθρωπος. Ότι έρχεσαι έτσι όπως ντύνεσαι την καθημερινότητά σου. Δεν θα σε βάλω να ανακατώσεις σάλτσες».
Ι.Π.: «Οκ».
Κ.Π.: «Εντάξει; Οπότε μπορείς να ‘ρθεις κανονικά».
Ι.Π.: «Εντάξει. Αλλά θα έχουμε και γλέντι όμως».
Κ.Π.: «Εννοείται. Κάθε μέρα είναι γλέντι, αγάπη μου».
Ι.Π.: «Έγινε. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ. Χάρηκα πάρα πολύ».
Κ.Π.: «Εγώ, αγάπη μου. Να ‘σαι καλά».
Μουσική
Ήταν το podcast “ΙΩΑΝΝΑ”, με την Ιωάννα Παλιοσπύρου.
Παραγωγή – Επιμέλεια: Γιούλα Ράπτη.
Στους ήχους ο Γιώργος Βαβανός.
Οι συγκλονιστικές ιστορίες συνεχίζονται με νέους καλεσμένους στα επόμενα επεισόδια. Μπορείτε να στέλνετε τα μηνύματά σας για την Ιωάννα στο email: ioanna@pod.gr.
Μια παραγωγή του pod.gr. Αναζητήστε τα podcast που σας ενδιαφέρουν στο pod.gr, apple podcast, google podcast και σε οποιαδήποτε άλλη εφαρμογή ακούτε podcast από το κινητό σας.