«Καμία να μην φοβάται, η σιωπή μας τρέφει τη βία»

Αρετή Παληού: «Καμία να μη φοβάται. Γιατί ο εχθρός φοβάται μόνο όταν ανοίγει το στόμα μας».

Ιωάννα Παλιοσπύρου: «Ακριβώς».

Α.Π.: «Και ποντάρει στη σιωπή μας. Έχει έρθει πια ο καιρός που μπορεί να μπει ένα τέλος σε όλη αυτή την παράνοια που υπάρχει στην κοινωνία σχετικά με τη γυναίκα, αλλά και όχι μόνο σχετικά με τη γυναίκα. Σχετικά με την ανοχή της βίας».

Μουσική

(Σήμα) Σταύρος Θεοδωράκης

Πώς συνεχίζεται η ζωή μετά από ένα χτύπημα, μία πτώση, μία τραγωδία; Τι έχουν να πουν οι ήρωες, οι ηρωίδες που τα κατάφεραν; Είναι το podcast «Ιωάννα». Συγκλονιστικές εκμυστηρεύσεις και μαθήματα ζωής. Με την Ιωάννα Παλιοσπύρου.

Ι.Π.: «Γεια σας. Είμαι η Ιωάννα Παλιοσπύρου και ακούτε το podcast “Ιωάννα”. Στο σημερινό επεισόδιο είναι καλεσμένη μου η Αρετή Παληού, ένα κορίτσι 22 χρονών που βρήκε τη δύναμη να καταγγείλει γνωστό δικηγόρο για σεξουαλική κακοποίηση όταν ήταν ακόμα ανήλικη και για ανάρτηση γυμνών φωτογραφιών της στο διαδίκτυο. Αρετή μου, καλώς ήρθες».

Α.Π.: «Καλώς σας βρήκα».

Ι.Π.: «Έζησες έναν εφιάλτη σε πολύ μικρή και ευαίσθητη ηλικία, αλλά βρήκες το κουράγιο όχι μόνο να το καταγγείλεις, αλλά να στείλεις κι ένα μήνυμα σε άλλα κορίτσια να μην φοβούνται να μιλήσουν. Ήσουν δεκατεσσάρων χρονών τότε».

Α.Π.: «Περίπου το 2012, σε ηλικία δώδεκα-δεκατριών ετών, μία θεία μου, αδερφή της μαμάς, μου γνώρισε τον τότε σύντροφό της -εραστή της καλύτερα- σε ένα πλαίσιο συγγενικό. Δηλαδή εγώ αυτόν τον άνθρωπο τον γνώρισα ως ίσως και τον μέλλοντα σύζυγό της. Βέβαια η θεία είχε σχέση με άλλον άντρα πάνω από είκοσι χρόνια, αλλά ήταν τόσο ενθουσιασμένη και τόσο ερωτευμένη με τον δικηγόρο, που μου έδωσε να καταλάβω ότι η σχέση τους ήτανε πιο σοβαρή. Και τον γνώρισα σαν μέλλοντα θείο. Η εντύπωση που μου έδωσε δεν ήταν πολύ καλή».

Ι.Π.: «Ήταν, εννοείς, το ένστικτό σου ή έκανε κάτι; Είπε κάτι;».

Α.Π.: «Είχε πρόσωπο κακού. Εγώ στα δώδεκα κάπως έτσι το σκέφτηκα. Η φυσιογνωμία του ήταν φυσιογνωμία κακού. Βοηθούσαν και τα χαρακτηριστικά του βέβαια σ’ αυτό. Βαθιά γαλανά μάτια, πολύ ψηλός, πολύ βαριά αντρική φωνή. Αλλά αυτή η πρώτη εντύπωση καλύφθηκε πολύ γρήγορα, γιατί η θεία ήταν τόσο ερωτευμένη κι ενθουσιασμένη μαζί του, οπότε μου άλλαξε τη γνώμη πάρα πολύ γρήγορα. Κι εκείνος το ίδιο, γιατί από τότε που γνωριστήκαμε για πρώτη φορά, ξεκίνησε κάποιου είδους φλερτ το οποίο εγώ δεν αντιλαμβανόμουν βέβαια σε εκείνη την ηλικία. Δηλαδή τώρα μπορώ να μιλήσω για φλερτ. Εγώ το έβλεπα σαν συγγενικό ενδιαφέρον τότε».

Ι.Π.: «Μπορείς να μου πεις έτσι μία-δύο στιγμές που ένιωσες αυτό που λες “φλερτ”; Δηλαδή για να καταλάβω τις κινήσεις που έκανε ή αυτά που έλεγε».

Α.Π.: «Τον ενδιέφερε πάρα πολύ να μάθει αν είχα σεξουαλικές ορμές, από πότε ξεκίνησαν, αν έκανα κάτι γι’ αυτές, τι σχέσεις είχα με τα αγόρια της ηλικίας μου και από πότε ξεκίνησα να έχω σχέσεις με τα αγόρια της ηλικίας μου. Και φυσικά ανέβηκε level αυτό το φλερτ λίγα χρόνια αργότερα».

Ι.Π.: «Συγγνώμη. Αυτό για να το κάνω λίγο εικόνα προσπαθώ, μου είναι δύσκολο πάρα πολύ. Προσπαθούσε να σε πετύχει κάπου μόνη σου για να σε ρωτήσει κάτι τέτοιο ή μπροστά…;».

Α.Π.: «Όχι, μπροστά στη θεία. Δεν…».

Ι.Π.: «Α, μπροστά στη θεία».

Α.Π.: «Ναι, ναι, ναι».

Ι.Π.: «Μάλιστα».

Α.Π.: «Η οποία θεία, από τότε που ήμουνα πάρα πάρα πολύ μικρή, ήταν σαν φίλη μου. Ήθελε να έχει τον ρόλο της φίλης, ήθελε να είναι η θεία που δεν θα φοβάμαι να της μιλήσω, που θα μπορώ να της πω πράγματα που φοβάμαι να πω στη μαμά μου».

Ι.Π.: «Μμμ».

Α.Π.: «Οπότε παραξενευόμουν που ήταν η θεία μου παρούσα σ’ αυτές τις κουβέντες. Αλλά ήταν κάτι που, όπως περνούσε από το μυαλό μου, έτσι και γρήγορα έφευγε, γιατί σκεφτόμουνα ότι η θεία θέλει να έχει αυτόν τον ρόλο πολλά χρόνια τώρα κι ότι θα ‘πρεπε να χαίρομαι που είμαι δεκατριών χρονών και έχω έναν ενήλικο άνθρωπο να μπορώ να του μιλήσω σαν να είναι φίλος».

Ι.Π.: «Αυτό θα ήταν πολύ καλό αν ήτανε και φυσιολογικός ενήλικας άνθρωπος και ώριμος και… Τέλος πάντων».

Α.Π.: «Θα σου πω χαρακτηριστικά ένα περιστατικό που εκεί λίγο τρόμαξα κιόλας. Είχε πάρει το τηλέφωνό μου από τη θεία μου. Είχε πάρει το Facebook μου. Μόλις είχα κάνει Facebook τότε, τότε δεν είχαμε Instagram τα γυμνασιάκια. Μου έστελνε συχνά μηνύματα σε ένα πλαίσιο πάλι συγγενικό. Τουλάχιστον, συγγενικό, έτσι το ‘βλεπα εγώ. Και μου ζήτησε μία μέρα πάνω στη συζήτηση να παίξουμε ένα παιχνίδι. Του είπα “εντάξει”. Και μου λέει “θα σου στέλνω φωτογραφίες μου από μικρή ηλικία και θα μου στέλνεις αντίστοιχες”. “Εντάξει”. Μου έστειλε μία φωτογραφία του που ήταν μωρό, έστειλα κι εγώ μία αντίστοιχη φωτογραφία που ήμουν μωρό. Αργότερα έστειλε μία φωτογραφία που ήταν κάπου στα δέκα και έπαιζε κιθάρα. Του έστειλα μία φωτογραφία που έπαιζα πιάνο σε μία παράσταση. Και κάπως έτσι ανέβαινε ηλικιακά το παιχνίδι και μου έστειλε μία φωτογραφία που ήτανε γύρω στα δεκαεπτά-δεκαοκτώ κι ήτανε γυμνός στην παραλία. Εκεί τρομοκρατήθηκα, δεν έστειλα αντίστοιχη φωτογραφία».

Ι.Π.: «Εντωμεταξύ είναι σοκαριστικό για μένα τώρα που το ακούω και αντιλαμβάνομαι πόσο μεθοδικά το κάνει. Που σημαίνει ότι ξέρει πολύ καλά τι κάνει. Που αυτό επίσης σημαίνει ότι το ‘χει κάνει κι άλλες φορές».

Α.Π.: «Ακριβώς. Υπάρχει συγκεκριμένη μέθοδος. Υπάρχει συγκεκριμένο μοτίβο. Είναι τρομακτικό. Και για… για ένα παιδί που τώρα μαθαίνει τη ζωή. Γιατί τώρα έχω αρχίσει να χτίζω πια τη συνείδησή μου και να γνωρίζω τον κόσμο. Εμένα μου φαίνεται σαν ταινία όλη αυτή η ιστορία. Και, να σου πω την αλήθεια, έτσι προσπαθώ κιόλας να την αντιμετωπίζω. Δηλαδή για να τη διακωμωδώ και κάπως».

Ι.Π.: «Το καταλαβαίνω αυτό. Είναι η άμυνά σου ίσως».

Α.Π.: «Ναι. Εγώ από εκείνη τη φορά που τον συνάντησα σ’ εκείνη την καφετέρια το 2012-’13, τον ξαναείδα δυο-τρεις φορές πάλι παρουσία της θείας. Όλα αυτά όταν ερχόμουν στην Αθήνα, γιατί εγώ μόνιμα ζούσα στη Χίο με τους γονείς μου. Φρόντιζε η θεία πάντα όταν βρισκόμουν στην Αθήνα, να βρισκόμαστε για έναν καφέ μαζί του ή να έρχεται στο σπίτι. Και φτάνουμε πια στο 2014. Είμαστε στο Αγρίνιο, έχουμε χάσει το ΚΤΕΛ για Αθήνα και είμαστε πάρα πολλές ώρες στην αναμονή για να βρούμε εισιτήριο. Μετά από πάρα πολλές ώρες, καταφέρνουμε να βρούμε εισιτήριο και φτάνουμε στην Αθήνα κατάκοπες κατά τις εννιά η ώρα το βράδυ. Και η θεία επέμενε πάρα, πάρα, πάρα πολύ να συναντηθούμε με τον δικηγόρο. Οπότε ήρθε και μας πήρε ο δικηγόρος από το σπίτι. Να πούμε ότι εγώ τότε είμαι δεκατεσσάρων ετών. Και μας πήγε σε ένα μαγαζί στην παραλιακή, στο Island και αρχίσαμε να συζητάμε. Εγώ ήθελα να γίνω δικηγόρος τότε, οπότε είχαμε ωραίο αντικείμενο συζήτησης με τον δικηγόρο. Η θεία εκνευρίστηκε πάρα πολύ γιατί την είχαμε αφήσει εκτός συζήτησης. Και επειδή εκνευρίστηκε, ζήτησε να φύγουμε. Μπήκαμε πάλι στο αμάξι. Ενώ πριν είχα κάτσει πίσω εγώ, εκείνη τη φορά με έβαλε να κάτσω μπροστά. Και στην επιστροφή με κάθε αφορμή -δηλαδή μπορεί να πήγαινε να αλλάξει ταχύτητα-, μου έπιανε το μπούτι. Φτάσαμε στο σπίτι, στο Γαλάτσι και ξεκίνησε μία συζήτηση όσο ήμασταν κάτω από το σπίτι μέσα στο αμάξι για το αν θα ανέβει πάνω στο σπίτι. Εγώ θυμάμαι μόνο να με νοιάζει ότι έχω κουραστεί πάρα πολύ, ότι νυστάζω πάρα πολύ. Και τους έλεγα “δεν ξέρω, κάντε ό, τι θέλετε, απλά πάμε για ύπνο πια”. Πήγα να κοιμηθώ στο κρεβάτι της θείας, με πήρε ο ύπνος και ξύπνησα επειδή έκαναν σεξ δίπλα μου. Το αντιλαμβάνομαι έτσι μισοκοιμισμένη και πριν προλάβω να καταλάβω τι ακριβώς γίνεται, ο δικηγόρος αρχίζει να με αγγίζει. Είχε περάσει το χέρι του μέσα από το εσώρουχό μου. Σηκώθηκα, έφυγα, αλλά, από το δωμάτιο, αλλά δεν είπα τίποτα. Η θεία με είχε κάνει να νιώθω ότι ως φίλη της της οφείλω να την προστατεύω. Αυτοί τσακωθήκανε όταν έφυγα εγώ από το κρεβάτι. Θυμάμαι φωνές. Νομίζω ότι η θεία σαν να ζήλεψε όταν κατάλαβε ότι με άγγιξε. Και μία φράση θυμάμαι μόνο απ’ αυτόν, να της λέει: “Γιατί φωνάζεις; Ηρέμησε” ας πούμε “τόσο καιρό το κανονίζαμε”».

Ι.Π.: «Μάλιστα».

Α.Π.: «Αλλά τσακωθήκανε και ο δικηγόρος έφυγε από το σπίτι. Η θεία ήρθε και με πήρε από τον καναπέ, μου ζήτησε συγγνώμη. Επιστρέψαμε στο κρεβάτι, της είπα “εντάξει, μην ανησυχείς, δεν θα πω τίποτα σε κανέναν”. Αλλά το επόμενο πρωί ξύπνησα γιατί ο δικηγόρος με κάποιον τρόπο είχε μπει στο σπίτι. Είχε μπει μέσα στο δωμάτιο και μας κοιτούσε όσο κοιμόμασταν. Και ξαναέγινε το ίδιο που έγινε το ίδιο βράδυ. Εγώ, αν δεν κάνω λάθος, την επόμενη μέρα… Ε, είναι πολύ θολές οι μνήμες. Έφυγα από την Αθήνα, της είπα της θείας μου ότι δεν θα πω τίποτα σε κανέναν και απλά της άφησα ένα σημείωμα με ένα μαγνητάκι στο ψυγείο ότι “πιστεύω ότι δεν σε αγαπάει, δεν είναι ερωτευμένος μαζί σου, αυτό που έγινε δεν ήταν σωστό και όμορφο, αλλά ντάξει, μην ανησυχείς, εγώ δεν θα πω κάτι”. Επέστρεψα στη Χίο και εκεί άρχισαν να είναι πάρα πολύ δύσκολα τα πράγματα, γιατί εγώ αφενός δεν μπορούσα καθόλου να διαχειριστώ αυτό που είχε συμβεί, και σαν γεγονός, αλλά πιο πολύ δεν μπορούσα να αντέξω το ότι η θεία μου, η φίλη μου με εξέθεσε έτσι. Κατ’ αρχάς ήμουνα και σε μία ηλικία που… Γιατί μου έχει γίνει πολλές φορές αυτή η ερώτηση, “γιατί δεν έφυγες από το σπίτι;” Ήμουν μεγαλωμένη στη Χίο, σε επαρχία και κάθε φορά που ερχόμουνα στη Χίο χωρίς τους γονείς, οι γονείς μου έλεγαν “όταν θα κυκλοφορείς στην Αθήνα, δεν θα κυκλοφορείς έξω μόνη σου”. Οπότε, όποτε έβγαινα από τα σπίτια των συγγενών στην Αθήνα, πάντα ήμουνα με τη συνοδεία κάποιου».

Ι.Π.: «Και πέρα απ’ αυτό, εγώ καταλαβαίνω και το σοκ, καταλαβαίνω ότι δεν ξέρεις τι είναι αυτό που συμβαίνει, δεν ξέρεις πώς να το ερμηνεύσεις, δεν ξέρεις αν πρέπει να αντιδράσεις. Δεν καταλαβαίνεις ότι απειλείσαι εκείνη τη στιγμή».

Α.Π.: «Ακριβώς».

Ι.Π.: «Έχεις απλά ερωτηματικά».

Α.Π.: «Είναι… Η σύγχυση στο κεφάλι είναι απίστευτη».

Ι.Π.: «Ναι, ναι, εγώ το καταλαβαίνω».

Α.Π.: «Δεν ξέρεις τι να πρωτοσκεφτείς. Δηλαδή εγώ σκεφτόμουνα κιόλας ότι άμα φύγω από το σπίτι, μήπως μου βάλουν και τις φωνές, ας πούμε».

Ι.Π.: «Ναι».

Α.Π.: «Που βγήκα έξω μόνη μου. Και, όπως έλεγα λοιπόν, γύρισα στη Χίο κι εκεί ξεκίνησε ένας αγώνας με τον εαυτό μου για να προσπαθήσω να διαχειριστώ αυτό που έγινε χωρίς να μιλήσω. Ταυτόχρονα ο δικηγόρος, επειδή είχε το τηλέφωνό μου, μου έστελνε συνέχεια μηνύματα ότι δεν ήθελε να μου κάνει κακό, ότι είναι πολύ ερωτευμένος, ότι με αγαπάει, ότι δεν θέλει τη θεία μου, εμένα ήθελε εξ αρχής. Εγώ δεν απαντούσα τις περισσότερες φορές σε αυτά τα μηνύματα. Ή όταν απαντούσα, του έλεγα ότι “δεν θέλω να με ξαναενοχλήσεις”. Να πω εδώ, γιατί το έχω πει αλλά έχει κοπεί σε γυρίσματα και σε δηλώσεις, ότι οι γονείς μου έβλεπαν ότι κάτι δεν πάει καλά».

Ι.Π.: «Απ’ τη συμπεριφορά σου».

Α.Π.: «Από τη συμπεριφορά μου. Κατ’ αρχάς εγώ μόλις γύρισα στη Χίο… Τα μαλλιά μου ήταν φυσικά ξανθά, μακριά μέχρι τη μέση, ίδια ακριβώς με της θείας μου. Πήγα και τα έκοψα καρέ και τα έβαψα μαύρα. Γιατί με κοιτούσα στον καθρέφτη και τη θύμιζα πάρα πολύ. Ήτανε κι ο σωματότυπός μας ίδιος».

Ι.Π.: «Μμμ».

Α.Π.: «Και μας έλεγε κι αυτός ότι μοιάζουμε πάρα πολύ. Αλλά πέρα απ’ αυτό, ξεκίνησα να έχω ανεξήγητα δέκατα, πυρετό. Με πήγαιναν οι γονείς μου… Πήγαμε σε όλους τους γιατρούς που μπορούσαμε να πάμε. Και στην Αθήνα είχαμε έρθει για γιατρό. Ε, αλλά δεν βρίσκαμε κάποια αιτία και όλοι οι γιατροί τους είπαν ότι είναι ψυχολογικό».

Ι.Π.: «Εσύ καταλάβαινες όλη αυτή την πίεση που είχες μέσα σου από όλο αυτό που είχε συμβεί;».

Α.Π.: «Εγώ καταλάβαινα την πίεση, αλλά δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι τα δέκατα ήταν απ’ αυτήν. Και φυσικά όλα αυτά είχαν επίδραση και στην κοινωνική μου ζωή. Ας πούμε απομακρύνθηκα εντελώς από τις φίλες μου. Δεν είχα καθόλου φίλες πια εκείνο το διάστημα».

Ι.Π.: «Γιατί; Ένιωθες ένοχη εσύ;».

Α.Π.: «Ένιωθα ότι δεν ήμουν καλά ψυχολογικά και ότι δεν μπορούσα να σταθώ σε μία παρέα. Δηλαδή κλεινόμουν πάρα πολύ στο σπίτι. Στο σχολείο, στα διαλείμματα δεν έβγαινα έξω, έμενα μέσα, στο θρανίο ας πούμε. Απομακρύνθηκαν οι φίλες μου. Οι γονείς μου όλο αυτό το απέδιδαν στα δεινά που περνούσε η οικογένεια εκείνη την περίοδο, γιατί λίγους μήνες πριν είχε πεθάνει ο αδερφός του πατέρα μου ο οποίος ήταν και συνέταιρος στην επιχείρηση. Έτσι λοιπόν φτάνουμε στο 2015. Εγώ είμαι Α’ Λυκείου. Είμαι ολομόναχη, χωρίς φίλους και με πείθει ο δικηγόρος -ξαναλέω, αυτό μεθοδευμένα και σ’ ένα διάστημα μηνών- ότι είναι ο μόνος που με νοιάζεται, ο μόνος που με αγαπάει. Πρέπει να τον βλέπω σαν φίλο, είναι ερωτευμένος μαζί μου, αλλά δεν πρέπει να μ’ απασχολεί αυτό. Πάνω απ’ όλα, να εστιάζω στο ότι είναι ένας φίλος που θέλει να είναι δίπλα μου. Κι έτσι λοιπόν κέρδισε την εμπιστοσύνη μου όλους αυτούς τους μήνες και όταν κι εγώ του εξέφρασα ότι πλέον τον εμπιστεύομαι, μου είπε ότι το μόνο που θα μπορούσα να κάνω για να τον ευχαριστήσω θα ήταν να του στείλω μία φωτογραφία μου γυμνή. Και μου ζήτησε πρώτη φωτογραφία μου το αιδοίο μου».

Ι.Π.: «Αα».

Α.Π.: «Και μάλιστα όταν του το έστειλα και σοκαρίστηκα πάρα πολύ, μου το κοστολόγησε κιόλας. Μου είπε ότι “να ξέρεις, αυτό αξίζει πάνω από πεντακόσια ευρώ”».

Ι.Π.: «Πεντακόσια ευρώ για ποιο πράγμα;».

Α.Π.: «Δεν ξέρω. Αν εκδιδόμουν; Ήμουν και παρθένα τότε».

Ι.Π.: «Αα έχει και τιμοκατάλογο».

Α.Π.: «Ναι, ναι. Και συνέχισε πλέον αυτή η συζήτηση. Εγώ έχω περάσει… Έχω κλείσει πια τα δεκαπέντε έτη. Ξεκίνησε μία επικοινωνία, εγώ τον έβλεπα σαν φίλο και μου ζητούσε συνεχώς φωτογραφίες. Του τις όφειλα αυτές τις φωτογραφίες για την αγάπη και το ενδιαφέρον που μου έδειχνε. Και με πίεζε και πάρα πολύ να κάνουμε sexting».

Ι.Π.: «Άρα έχουμε έναν άνθρωπο ο οποίος περιμένει να σε βρει σε μία ευάλωτη στιγμή της ζωής σου που η οικογένειά σου τρέχει με διάφορα θέματα».

Α.Π.: «Χμμ».

Ι.Π.: «Άρα σου “πουλάει” στην ουσία το ότι “εγώ είμαι εδώ για σένα και σε στηρίζω ψυχολογικά” και “ό, τι χρειαστείς” και “σ’ αγαπώ” και “είμαι ερωτευμένος”. Και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να σε βρει ευάλωτη και να πάρει αυτό που θέλει».

Α.Π.: «Έτσι ακριβώς. Εκμεταλλεύτηκε το ότι οι γονείς μου δούλευαν πάρα, πάρα πολλές ώρες και με έπεισε ότι οι γονείς μου δεν με αγαπάνε. Με έστρεψε εναντίον των γονιών μου. Ειδικά απέναντι στον πατέρα μου πάρα πολύ. Με έκανε να πιστεύω ότι ο μπαμπάς μου είναι ένας κακός σατράπης και δεν πρέπει να ‘χω καμία σχέση μαζί του. Και φυσικά ότι όλο αυτό πηγάζει από την ερωτική σχέση που θα ήθελε να έχει ο πατέρας μου μαζί μου, αλλά δεν μπορεί να την έχει. Έτσι, με πάρα πολύ άρρωστα πράγματα».

Ι.Π.: «Απορώ και πώς τα σκέφτεται αυτά».

Α.Π.: «Ναι. Και με έπεισε ότι μόνο αυτός είναι εδώ για μένα. Αν ήθελα κιόλας, να με υιοθετήσει. Και φυσικά ότι τα μόνα ανταλλάγματα που ήθελε ήταν φωτογραφίες και sexting. Φωτογραφίες κατά παραγγελία πάντα. Μου ζητούσε πάντα συγκεκριμένα πράγματα. Και, από ένα σημείο και μετά, δεν του έφταναν οι φωτογραφίες. Και μου λέει: “Έρχομαι στη Χίο για να συνευρεθούμε ερωτικά. Αλλά μην ανησυχείς. Αν δεν θέλεις, δεν θα το κάνουμε”. Ήρθε στη Χίο. Άνοιξα την πόρτα του ξενοδοχείου και μου είπε ότι “επειδή φοβάμαι ότι θα φύγεις”, ότι “επειδή πρέπει να μπω να κάνω ένα μπάνιο, επειδή φοβάμαι ότι θα φύγεις, μην ανησυχείς, θα σε δέσω”».

Ι.Π.: «Τι;».

Α.Π.: «Ναι. Και με έδεσε. Εγώ δεν αντέδρασα. Ήμουν εντελώς παγωμένη. Μέχρι και τότε δεν πίστευα ότι θα γίνει κάτι παρά τη θέλησή μου».

Ι.Π.: «Μμμ».

Α.Π.: «Αλλά δεν καταλάβαινα κιόλας ποια είναι η θέλησή μου. Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς ήθελα εκείνη τη στιγμή. Δηλαδή εγώ ένιωθα απλά ότι κάνω το σωστό. Πάω να βρω τον άνθρωπο που με νοιάζεται. Φεύγει, επιστρέφει στην Αθήνα. Αρχίζουν τρομερές πιέσεις να πάω να τον βρω εγώ στην Αθήνα. Μου λέει “εγώ ήρθα μέχρι τη Χίο, τώρα έλα εσύ στην Αθήνα”».

Ι.Π.: «Εσύ είσαι δεκαπέντε χρονών».

Α.Π.: «Εγώ δεκαπέντε χρονών».

Ι.Π.: «Και πρέπει να φύγεις να…».

Α.Π.: «Να πάω στην Αθήνα. Βρήκα πρόφαση -γιατί οι πιέσεις ήταν τρομερές- για να πάω στην Αθήνα. Εκμεταλλεύτηκα ένα ταξίδι που έκανε η αδερφή μου και της είπα να με πάρει μαζί. Έγιναν μερικά ακόμα περιστατικά στην Αθήνα. Εκεί κάπου έσπασα και μίλησα και στη θεία μου. Πήγα και τη βρήκα και της είπα τα πάντα. Η θεία φάνηκε ότι δεν γνώριζε επακριβώς τα πράγματα, αλλά το μόνο που την ένοιαξε εκείνη τη στιγμή ήτανε να με πείσει ότι προτιμάει εκείνη και όχι εμένα».

Ι.Π.: «Α, αυτό ήτανε το πρόβλημα».

Α.Π.: «Ναι».

Ι.Π.: «Αυτό είναι το λάθος. Ότι αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να είναι αυτοί που είναι, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι που ‘ναι γύρω απ’ αυτούς τους ανθρώπους ή που είναι γύρω απ’ το θύμα, είναι το ίδιο ανίκανοι και να σε προστατεύσουν και να σου πούνε το σωστό. Λες και βρίσκει ο ένας τον άλλον, δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό το πράγμα».

Α.Π.: «Ναι, ναι. Ε μα αυτό έκανε ουσιαστικά ο δικηγόρος. Έψαξε συνεργό. Και είναι το μοτίβο του, θα καταλάβεις στη συνέχεια γιατί. Και μετά η φαντασία του άρχισε να καλπάζει περισσότερο. Μου ζητούσε πολύ πιο ακραία πράγματα. Μου ζητούσε τρίο. Με τη θεία μου, με τη γυναίκα του, με τις φίλες μου».

Ι.Π.: «Δηλαδή εσύ αν έλεγες “ναι” και δεχόσουν, ήταν σύμφωνες και η γυναίκα του και η θεία σου;».

Α.Π.: «Δεν μπορώ να είμαι σίγουρη… Για τη θεία μου είμαι σίγουρη. Για τη γυναίκα του δεν μπορώ να είμαι σίγουρη γιατί, όπως φάνηκε, εκείνη την περίοδο ήτανε μάλλον… Έπαιρναν διαζύγιο και πλέον δεν βλέπονται. Οπότε νομίζω ότι ήταν ένας τρόπος για να με πείσει ότι είναι τόσο φυσιολογικό αυτό».

Ι.Π.: «Α, ναι. Κατάλαβα».

Α.Π.: «Που “δες, μέχρι και η γυναίκα μου δεν έχει πρόβλημα”».

Ι.Π.: «Ναι, ναι. Κατάλαβα».

Α.Π.: «Και φυσικά ούτε στο τρίο ανταποκρινόμουν. Μου ζητούσε μετά φωτογραφίες με ακόμα πιο ακραίο περιεχόμενο. Για να καταλάβεις, μου ζητούσε ας πούμε φωτογραφίες ή βίντεο στα οποία ήθελε να έχω περίοδο. Και όταν του έλεγα ότι ‘”δεν μπορώ, σιχαίνομαι, μην με βάζεις να κάνω τέτοια πράγματα”, μου το πήγαινε πολύ φιλοσοφικά, ότι “το να σιχαίνεσαι το σώμα σου δείχνει πολλά πράγματα για την προσωπικότητά σου και ανασφάλειες” και “δεν πρέπει να σιχαίνεσαι τον εαυτό σου” και κάτι τέτοια για να με πείθει. Και κάποια στιγμή εγώ δεν άντεξα άλλο αυτές τις πιέσεις για φωτογραφίες και για τρίο, κατάλαβα ότι δεν μ’ αγαπάει και μίλησα στη μαμά μου. Και την ίδια στιγμή πήγαμε στην Αστυνομία. Η μαμά μου μίλησε στον μπαμπά μου. Η θεία μου αρνείται τα πάντα. Στην αρχή ζητούσε συγγνώμες. Και όταν ζητάς συγγνώμη, πάει να πει ότι το ‘χεις κάνει».

Ι.Π.: «Ναι, βέβαια».

Α.Π.: «Στην αρχή ζητούσε συγγνώμες. Μετά όμως έπαιρνε τηλέφωνα και έβριζε και έλεγε ότι της πήρα τον άντρα. Και από τότε έχει ξεκινήσει ένας αγώνας, από το 2015, δικαστικός. Συνεχόμενα δικαστήρια, ανακρίσεις, πραγματογνώμονες, ψυχολόγοι. Όλοι είναι με το μέρος μου. Όλα τα πορίσματα είναι με το μέρος μου. Αυτός ο άνθρωπος, όταν μίλησα εγώ, προφυλακίστηκε και τότε το έμαθαν άλλα δύο κορίτσια τα οποία έως τότε εκφόβιζε για να μην μιλήσουν. Αλλά τα κορίτσια πήραν θάρρος που μίλησα εγώ και τον κατήγγειλαν κι εκείνες. Και εδώ ήταν αυτό που ήθελα να σου πω, ότι το μοτίβο είναι ίδιο».

Ι.Π.: «Μμμ».

Α.Π.: «Ο δικηγόρος είχε σχέση με τη μητέρα τους».

Ι.Π.: «Απίστευτο».

Α.Π.: «Πολλά χρόνια. Είχε εκμεταλλευτεί το ότι μόλις είχε πεθάνει ο σύζυγός της και μπήκε μέσα στο σπίτι τους κανονικά σαν πατέρας και κακοποιούσε τις κόρες της, δύο αδελφές, από τα εννιά της μίας και τα έντεκα της άλλης».

Ι.Π.: «Σε γνώση της μητέρας τους ή όχι;».

Α.Π.: «Αυτό δεν το ξέρω ακριβώς. Ξέρω ότι όταν η μαμά αντιλήφθηκε τι ακριβώς συμβαίνει, πήρε τα κορίτσια κι έφυγαν στη Γερμανία. Μιλάμε για πολύ πιο ακραίες καταστάσεις απ’ αυτές που έχω βιώσει εγώ. Η δικογραφία των κοριτσιών είναι… Εγώ δεν έχω καταφέρει να τη διαβάσω. Είναι τραγική. Προφασιζόταν παιχνίδια αντίστοιχα με τα δικά μου, αλλά προσαρμοσμένα στην ηλικία των κοριτσιών. Δηλαδή εμένα μου ζητούσε φωτογραφίες στο παιχνίδι. Στα κορίτσια, την εννιάχρονη κυρίως, που δεν καταλάβαινε, την έβαζε να παίζει με το μόριό του. Με τα παιχνίδια από τις κούκλες της. Ναι. Είναι ακριβώς το ίδιο μοτίβο. Και όταν γνωριστήκαμε με τα κορίτσια, διαπιστώσαμε ότι συμπέφτουν χρονικά. Δηλαδή όταν τα κορίτσια έφυγαν στη Γερμανία, είναι ακριβώς η περίοδος που τον γνωρίζω εγώ. Δηλαδή μόλις έχασε το παιχνίδι του…».

Ι.Π.: «Α, μάλιστα».

Α.Π.: «Έψαξε να βρει ένα άλλο παιχνίδι. Και μάλιστα όταν κάναμε για πρώτη φορά βιντεοκλήση με τα κορίτσια, είδαμε ότι και οι τρεις μοιάζουμε. Είμαστε και οι τρεις ξανθιές, με γαλανά μάτια, μικροκαμωμένες. Ξεκάθαρα μοτίβο».

Ι.Π.: «Έχεις καταλάβει -πέρα απ’ την ανωμαλία που έχει αυτός ο άνθρωπος, και δεν ξέρω πώς αλλιώς να τον χαρακτηρίσω πραγματικά- ο σκοπός του ήτανε καθαρά να ικανοποιήσει τις δικές του ορμές; Ήτανε οικονομικοί οι λόγοι που μετά ανέβαζε ας πούμε τις φωτογραφίες για να έχει κέρδη; Ποιο ήταν το κίνητρό του τελικά; Έχεις καταλάβει;».

Α.Π.: «Το κίνητρό του -είμαι σίγουρη, γιατί το αποδεικνύει και το μοτίβο- είναι ότι έψαχνε να βρει ευάλωτες γυναίκες».

Ι.Π.: «Παιδιά».

Α.Π.: «Γυναίκες. Τις μαμάδες».

Ι.Π.: «Αα».

Α.Π.: «Τους κηδεμόνες».

Ι.Π.: «Ναι, ναι».

Α.Π.: «Για να φτάσει μετά στα παιδιά που είχαν υπό την προστασία τους».

Ι.Π.: «Ναι, κατάλαβα».

Α.Π.: «Δεν ξέρω αν έχει βγάλει χρήματα από το ίντερνετ και από την πορνογραφία. Απλά εμάς μας εξοργίζει -και εμένα και τα κορίτσια- ότι εμείς έχουμε κινηθεί νομικά από το 2015. Τα κορίτσια, αν δεν κάνω λάθος, από το 2017. Και ο άνθρωπος αυτός είναι κανονικά έξω, ασκεί κανονικά το επάγγελμά του, δεν έχει χάσει την άδειά του, είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου. Δεν έχει δικηγόρο, είναι συνήγορος του εαυτού του. Δηλαδή εμένα στο δικαστήριο με εξετάζει ο κακοποιητής μου. Πράγμα που ‘ναι πάρα, πάρα πολύ ψυχοφθόρο».

Ι.Π.: «Έχετε απευθυνθεί στον Δικηγορικό Σύλλογο;».

Α.Π.: «Τώρα προσπαθούμε να το κάνουμε. Και αν μας ακούει και κάποιος δικηγόρος, παρακαλώ πάρα πολύ να βοηθήσει, γιατί εγώ κι οι γονείς μου έχουμε γίνει χίλια κομμάτια για να τα καταφέρουμε όλα».

Ι.Π.: «Δηλαδή δεν τον έχουνε διαγράψει. Δεν έχουνε πάρει θέση».

Α.Π.: «Όχι. Και…».

Ι.Π.: «Τουλάχιστον δηλαδή υπάρχει εισαγγελέας που έχει αποφανθεί ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι επικίνδυνος και κυκλοφορεί έξω και συνεχίζει να…».

Α.Π.: «Ναι».

Ι.Π.: «Λειτουργεί με το ίδιο σκεπτικό;».

Α.Π.: «Ναι. Ναι, ναι».

Ι.Π.: «Τόσα χρόνια».

Α.Π.: «Ναι. Για μένα προφυλακίστηκε ως επικίνδυνος για να διαπράξει αντίστοιχο έγκλημα. Για τα κορίτσια, που είναι ακόμα βαρύτερες οι κατηγορίες, δεν προφυλακίστηκε γιατί δεν θεωρούταν επικίνδυνος».

Ι.Π.: «Είναι, φαντάζομαι, μία λάθος εκτίμηση κάποιου αρμόδιου που μάλλον θα πρέπει να ανακληθεί και να επανεξεταστεί».

Α.Π.: «Δεν είναι τυχαίο το ότι είναι δικηγόρος και τα καταφέρνει όλα αυτά νομίζω».

Ι.Π.: «Σίγουρα εκμεταλλεύεται…».

Α.Π.: «Ναι».

Ι.Π.: «Τις γνώσεις του και τη θέση του και…».

Α.Π.: «Και τη θέση του και τις γνωριμίες του».

Ι.Π.: «Και φαντάζομαι ότι ποντάρει στο ότι θα κουραστείς ή θα κουραστείτε μετά από όλη αυτή την ταλαιπωρία και όλα αυτά τα χρόνια που δεν βγάζετε στην ουσία κάποιο αποτέλεσμα».

Α.Π.: «Αυτό έχει προσπαθήσει να κάνει. Γιατί τώρα σε πρώτο βαθμό… Το δικαστήριο σε πρώτο βαθμό για τα πλημμελήματα της πορνογραφίας ανηλίκων, της διακίνησης και της προσβολής γενετήσιας αξιοπρέπειας, κράτησε από το 2018. Η απόφαση βγήκε -αν δεν κάνω λάθος- το 2020. Και τώρα είμαστε στην έφεση η οποία τραβάει από τον Ιούλιο μέχρι σήμερα. Παίρνει συνεχώς αναβολές με πολύ γελοίες δικαιολογίες. Για να καταλάβετε, την τελευταία φορά είπε ότι έχει κορονοϊό, αλλά δύο μέρες μετά τον είδανε στα δικαστήρια».

Ι.Π.: «Βέβαια».

Α.Π.: «Να ασκεί κανονικά το επάγγελμά του».

Ι.Π.: «Απορώ… Καλά, αυτός να χρησιμοποιεί αυτές τις προφάσεις. Απορώ πώς γίνονται δεκτές. Αυτό είναι το πρόβλημα».

Α.Π.: «Αυτό είναι το πρόβλημα».

Ι.Π.: «Ότι γίνονται δεκτές».

Α.Π.: «Ναι».

Ι.Π.: «Από κάποιους άλλους ανθρώπους που υποτίθεται ότι είναι σώφρονες».

Α.Π.: «Ναι».

Ι.Π.: «Ας αφήσουμε λίγο αυτό το κομμάτι και θέλω να μιλήσουμε για δύο πολύ σημαντικά μηνύματα. Πρώτον, όσον αφορά τη στάση της οικογένειάς σου, που εντάξει, συγχαρητήρια. Πώς λένε τη μαμά και τον μπαμπά;».

Α.Π.: «Κωνσταντίνα και Γιάννη».

Ι.Π.: «Κυρία Κωνσταντίνα και κύριε Γιάννη, συγχαρητήρια. Πολλά συγχαρητήρια. Μπράβο που κάνετε ό, τι κάνετε. Γιατί να ξέρετε ότι δεν το κάνετε μόνο για την κόρη σας, το κάνετε και για άλλα παιδιά. Το οποίο είναι πάρα πολύ σημαντικό, να νιώθεις ότι έχεις την οικογένειά σου δίπλα σου και ότι δεν σε κατακρίνουνε. Και είδα και το μήνυμά σου στα social. Ένα βίντεο που ανέβασες με το οποίο καλείς όσα κορίτσια έχουν βιώσει κάτι ανάλογο να μην φοβούνται και να μιλήσουν. Και αν δεν ξέρουν τι να κάνουν, να απευθυνθούν σε σένα να τις βοηθήσεις».

Α.Π.: «Ναι».

Ι.Π.: «Τι ανταπόκριση είχες σ’ αυτό;».

Α.Π.: «Είπες κάτι πολύ σημαντικό, ότι οι γονείς βοηθάνε κι άλλα κορίτσια. Είναι έτσι ακριβώς. Ο μπαμπάς όταν μας είπε ότι θα κινηθούμε νομικά, το πρώτο πράγμα που μας είπε ήταν ότι ακόμα κι αν δεν καταφέρουμε να δικαιωθούμε, θα έχουμε βοηθήσει άλλα κορίτσια, γιατί μπορεί να υπάρχουν κι άλλα κορίτσια».

Ι.Π.: «Πολύ σωστό».

Α.Π.: «Και επιβεβαιώθηκε. Αλλά και τώρα ακόμα -και γι’ αυτό απηύθυνα έκκληση και σε άλλα κορίτσια στο βίντεο-, σκέφτομαι ότι κι αν δεν καταφέρω να δικαιωθώ, τουλάχιστον…».

Ι.Π.: «Έχεις ανοίξει τον δρόμο όμως».

Α.Π.: «Ναι».

Ι.Π.: «Για το επόμενο».

Α.Π.: «Έχει ανοίξει ένας πάρα πολύ μεγάλος δρόμος. Η αγκαλιά μας είναι τεράστια. Αυτό θέλω να καταλάβουν τα κορίτσια που μας ακούνε. Ότι η αγκαλιά των θυμάτων είναι τεράστια. Πρέπει να καταλάβουμε ότι μπορεί οι περιπτώσεις να είναι ξεχωριστές της καθεμίας, αλλά η βία είναι μία και ειλικρινά αν μιλήσουν, θα λυτρωθούν τουλάχιστον ψυχικά. Εγώ το κατάλαβα αυτό γιατί με συμβούλεψε μία δικηγόρος να απευθυνθώ σε… σε οργανώσεις. Και πήγα στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας. Εγώ ως τότε δεν μπορούσα να παρίσταμαι στα δικαστήρια, δεν είχα την ψυχική δύναμη να παρίσταμαι. Πέραν από τις περιπτώσεις που ήταν αναγκαστικό γιατί κατέθετα. Στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο οι ψυχολόγοι με βοήθησαν τόσο πολύ να καταφέρω να σταθώ στα πόδια μου και να μπορώ να πηγαίνω εκεί να τον αντιμετωπίζω και να δω την κατάσταση λίγο πιο αγωνιστικά. Να καταλάβω ότι το πρόβλημα δεν είναι δικό μου, το πρόβλημα είναι της κοινωνίας».

Ι.Π.: «Μμμ».

Α.Π.: «Και είναι πάρα πολύ άδικο να κατηγορούμε και τους γονείς. Γιατί το ακούω αυτό σαν επιχείρημα τώρα τελευταία συνέχεια, ότι να προσέχουν οι γονείς πώς μεγαλώνουν τα παιδιά τους, πώς μεγαλώνουν τα αγόρια τους. Διαφωνώ κάθετα. Και οι γονείς θύματα αυτής της κοινωνίας είναι. Δεν γεννήθηκαν λειτουργώντας πατριαρχικά. Η κοινωνία τους έμαθε πώς να λειτουργούν πατριαρχικά. Το σύστημά μας ωθεί τέτοιες συμπεριφορές και κακοποιητικές και εγκληματικές και πατριαρχικές. Και γι’ αυτό αν μας ακούνε και γονείς, μην ενοχοποιούν τον εαυτό τους. Δεν γεννήθηκαν γονείς, έκαναν το καλύτερο που μπορούσαν για τα παιδιά τους και το καλύτερο που νόμιζαν ότι κάνουν για τα παιδιά τους. Το πρόβλημα είναι της κοινωνίας και πρέπει να το καταλάβουμε και πρέπει να ενωθούμε όλες μαζί για να πάμε κόντρα σ’ αυτό. Υπάρχουν οργανώσεις αντίστοιχες του Ευρωπαϊκού Δικτύου κατά της Βίας που είναι πρόθυμες να βοηθήσουν. Μέσα απο αυτές τις οργανώσεις παίρνεις και τη δύναμη από τους ειδικούς, αλλά παίρνεις και τη δύναμη από τα θύματα που γνωρίζεις. Ας πούμε, γνώρισα τη Σοφία Μπεκατώρου η οποία είναι δίπλα μου σε κάθε δικαστήριο. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ποτέ όταν τα βίωνα όλα αυτά ότι θα έρθει η στιγμή που το θύμα που ξεκίνησε όλον αυτόν τον αγώνα στη χώρα μας θα είναι εκεί για να με ακούσει, να με καταλάβει, να με συμπονέσει και να με στηρίξει».

Ι.Π.: «Πολύ σημαντικό».

Α.Π.: «Ναι. Και αυτό πρέπει να καταλάβουν όσες κοπέλες μας ακούν, ότι μπορούμε να γίνουμε ένα, είμαστε ένα. Δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους ανθρώπους που μας κατέστρεψαν τη ζωή να την κατευθύνουν κιόλας. Δηλαδή ας πούμε εγώ όταν πήγαινα συνέχεια στη Δίωξη και έκανα καταγγελίες για τις φωτογραφίες που υπήρχαν στο dark web, σκεφτόμουνα ότι έκανα τόσο αγώνα για να ξεπεράσω όλη αυτή την κακοποίηση που είχα υποστεί από τον δικηγόρο κι από τη θεία μου. Δεν θα τον αφήσω τώρα κιόλας να μου μπλοκάρει το μέλλον, να μου βάλει εμπόδια στο μέλλον που θέλω να χτίσω».

Ι.Π.: «Να σταθούμε λίγο, εκτός απ’ τον φόβο που υπάρχει σ’ αυτές τις περιπτώσεις για να μιλήσουν τα κορίτσια, υπάρχει κι ένα κομμάτι της ντροπής που νιώθουν οι γυναίκες που κακοποιούνται σεξουαλικά. Το μήνυμά σου στο βίντεο ήταν ότι δεν έχουμε κάτι να ντραπούμε, το έγκλημα δεν το έχουμε κάνει εμείς. Αυτό μου θυμίζει λίγο την περίοδο που ήταν να πάω εγώ για πρώτη φορά στο δικαστήριο, που οι δικοί μου άνθρωποι και οι δικηγόροι μου ανησυχούσαν και μου έλεγαν: “Ξέρεις τι; Μήπως θέλεις να βρούμε κάποιον τρόπο να μπεις από κάποια άλλη είσοδο; Να μην βιώσεις όλη αυτή την πίεση και τους φωτογράφους και τα κανάλια”. Και πολύ αυθόρμητα η απάντησή μου ήταν ότι: “Εγώ δεν έχω κάνει κάτι για να ντρέπομαι και να φοβάμαι. Θα περάσω απ’ την μπροστινή είσοδο με τη μάσκα μου, έτσι όπως είμαι και θα πάω στη δουλειά μου”».

Α.Π.: «Έτσι ακριβώς είναι».

Ι.Π.: «Άλλος πρέπει να ντρέπεται και να προσπαθεί να περάσει από πλαϊνές εισόδους για να μην φανεί και να μην τον δουν. Άρα λοιπόν είναι κι αυτό κάτι αντίστοιχο. Πρέπει να καταλάβουν τα θύματα ότι δεν υπάρχει καμία ντροπή όταν κάποιος σε έχει εκμεταλλευτεί. Και ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και υπάρχουνε οι τρόποι και να βρούνε υποστήριξη, και να βρεθούν οι τρόποι για να δικαιωθούν. Τι άλλο θα ήθελες να… να πούμε πάνω σ’ αυτό;».

Α.Π.: «Πάνω σ’ αυτό. Ότι καμία κοπέλα δεν πρέπει να πτοείται από την κατακραυγή που φοβάται ότι θα εισπράξει από την κοινωνία. Κατ’ αρχάς, για μένα, δεν πρέπει να κατηγορούμε και τους ανθρώπους που ακόμα και τώρα πιστεύουν ότι φταίμε εμείς. Εγώ πιστεύω ότι κι αυτοί οι άνθρωποι είναι θύματα της κοινωνίας. Η ντροπή δεν είναι σε εμάς».

Ι.Π.: «Εγώ δεν ξέρω αν συμφωνώ απόλυτα σε αυτό. Θα σου πω από ποια άποψη. Καταλαβαίνω κάποιος να έχει μεγαλώσει με ένα μοτίβο. Όμως πλέον υπάρχει τόση πληροφόρηση για να διορθώσεις τις λάθος απόψεις που μπορεί να έχεις υιοθετήσει μεγαλώνοντας. Και πλέον είμαστε ενήλικες άνθρωποι. Δεν σημαίνει ότι κάτι που έχουμε μάθει, θα πορευόμαστε με αυτό το λάθος μια ζωή μέχρι τα γεράματα ή μέχρι τον θάνατό μας. Υποτίθεται ότι ακούμε, διαβάζουμε, συζητάμε, παίρνουμε και πληροφορίες, παίρνουμε απόψεις και όλα αυτά πρέπει να τα ζυγίζουμε και να επαναπροσδιορίζουμε το σκεπτικό μας. Δεν νομίζω ότι δικαιολογώ τους ανθρώπους εκατό τοις εκατό».

Α.Π.: «Σίγουρα δεν θα ήθελα να συναναστραφώ κάποιον τέτοιον άνθρωπο που δεν μπορεί να με καταλάβει. Απλά πιστεύω ότι αυτά τα στερεότυπα είναι τόσο βαθιά ριζωμένα μέσα στην κοινωνία μας, που στην τελική την ευθύνη δεν την έχει αυτός που αναπαράγει τα στερεότυπα, αλλά η ίδια η κοινωνία που τα συντηρεί. Δηλαδή στο σχολείο και στο σήμερα υπάρχει τόσος σεξισμός. Θυμάμαι να μην μας αφήνουν… Εν έτει 2015 και ’16 και ’17 που τελείωσα το σχολείο, θυμάμαι να μην μας αφήνουν να πηγαίνουμε στο σχολείο το καλοκαίρι με σορτς ακόμα και σχεδόν πάνω από το γόνατο. Δεν μιλάω για…».

Ι.Π.: «Ναι».

Α.Π.: «Κοντά σορτς. Η κοινωνία φροντίζει τόσο πολύ για να συντηρεί τα στερεότυπα του σεξισμού, που στην τελική, εντάξει, έχει ευθύνη και αυτός που τα αναπαράγει, αλλά είναι θύμα της κοινωνίας».

Ι.Π.: «Ξέρεις τι θέλω να σου πω; Εσύ έχεις βιώσει αυτό, ας πούμε, το παράδειγμα που μου λες με το σορτσάκι στο σχολείο. Εσύ αύριο-μεθαύριο θα παντρευτείς, θα κάνεις παιδιά. Θα φτάσεις ποτέ στο σημείο να πεις στην κόρη σου ας πούμε ότι “δεν θα θα βάλεις κοντό σορτς για να πας στο σχολείο”; Όχι».

Α.Π.: «Όχι βέβαια».

Ι.Π.: «Ενώ έχεις μεγαλώσει μ’ αυτό και το έχεις βιώσει, από μία ηλικία και μετά μπορείς να ζυγίσεις τα πράγματα καλύτερα σε σχέση μ’ αυτά που κάποιοι σου έχουνε διδάξει λάθος και να είσαι η ίδια υπεύθυνη για τις απόψεις σου και -καταλαβαίνεις- για τις αποφάσεις σου».

Α.Π.: «Ναι, ναι».

Ι.Π.: «Οπότε αυτό θα το αλλάξεις».

Α.Π.: «Μα ακριβώς αυτό. Είναι η στιγμή που μπορούμε να… Δηλαδή οι συνθήκες είναι πλέον τόσο ευνοϊκές, που μπορούμε να συσπειρωθούμε για να βοηθήσουμε την κοινωνία να ξεφύγει απ’ αυτά τα πρότυπα. Δηλαδή δεν νομίζω ότι το να έχουμε αμυντική στάση απέναντι στους ανθρώπους που μας θεωρούν υπεύθυνες, ε ότι θα βγάλει κάπου. Θα βγάλει κάπου το να προσπαθήσουμε να τους κάνουμε να καταλάβουν ότι δεν φταίμε».

Ι.Π.: «Ωραία. Για να κλείσουμε, εγώ θέλω να πω ότι η ιστορία σου είναι μία αφορμή… Βασικά η ζωή σου, όχι η ιστορία σου. Η ζωή σου είναι μία αφορμή για να δούμε πάρα πολλά κοινωνικά θέματα. Από το ποιους ανθρώπους εμπιστευόμαστε, από το ότι όλοι οι κακοποιητές βρίσκουν συνεργούς και ανθρώπους για να διευκολύνουν το έγκλημά τους και να τους το επιτρέψουν. Το ότι εννοείται ότι τα κορίτσια και οι άνθρωποι γενικότερα πρέπει να μιλάμε, ότι υπάρχουν οι δομές, θα βρούνε υποστήριξη και όχι κατακραυγή και θα δικαιωθούν. Να απευθυνθώ και στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, να κάνει κάτι γιατί αυτά τα πράγματα είναι λίγο αστεία που συμβαίνουν. Δεν ξέρω πως αλλιώς να τα χαρακτηρίσω. Και κυρίως να μείνουμε στο ότι ο καθένας οφείλει στον εαυτό του να διεκδικεί μία φυσιολογική ζωή και μία δικαίωση. Και σε παρακαλώ θέλω το μήνυμά σου, αυτό που θέλεις να ακουστεί, για να κλείσουμε αυτή την πολύ σημαντική συζήτηση».

Α.Π.: «Αν μας ακούει κάποια κοπέλα η οποία φοβάται -εκεί θέλω να σταθώ, γιατί ο φόβος που νιώθουμε είναι απίστευτος-, φοβάται, κάτι της έχει συμβεί, μπορεί να επικοινωνήσει και με εμένα. Μπορεί να με βρει στα social και να μου στείλει μήνυμα. Έχω δεχθεί όλους αυτούς τους μήνες εκατοντάδες μηνύματα από κοπέλες που έχουν ανάγκη. Και θα τις κατευθύνω εγώ. Και καμία να μη φοβάται. Γιατί ο εχθρός φοβάται μόνο όταν ανοίγει το στόμα μας».

Ι.Π.: «Ακριβώς».

Α.Π.: «Και ποντάρει στη σιωπή μας. Έχει έρθει πια ο καιρός που μπορεί να μπει ένα τέλος σε όλη αυτή την παράνοια που υπάρχει στην κοινωνία σχετικά με τη γυναίκα, αλλά και όχι μόνο σχετικά με τη γυναίκα. Σχετικά με την ανοχή της βίας. Της οποιασδήποτε μορφής βίας. Δεν πρέπει να φοβάται καμία. Αυτό θέλω να καταλάβουν τα κορίτσια».

Ι.Π.: «Πιστεύω ότι θα εισακουστεί. Πιστεύω ότι… Ξέρω ότι είσαι εκεί για όποια θέλει να μιλήσει. Είμαι κι εγώ εδώ, κορίτσια. Θέλω να σου πω ότι είσαι πολύ γενναία. Σε ευχαριστώ που βγαίνεις μπροστά και κάνεις αυτά που κάνεις. Σου εύχομαι κουράγιο. Πιστεύω ότι ο αγώνας σου θα αποδώσει καρπούς και για σένα και για πολλά άλλα κορίτσια. Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συζήτηση αυτή».

Α.Π.: «Και εγώ ευχαριστώ. Και ένα τελευταίο μόνο που ξέχασα να πω. Αν κάποιο κορίτσι δεν θέλει να στείλει σε μένα γιατί μπορεί να ντρέπεται και μένα την ίδια, μπορεί να καταγγείλει ανώνυμα την κακοποίησή της στο menowmetoo.gr. Το έχει φτιάξει το Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας μαζί με τη Σοφία Μπεκατώρου και από εκεί προσπαθούμε να συσπειρωθούμε όλες μαζί ενάντια στον εχθρό».

Ι.Π.: «Να ‘σαι καλά. Καλή δύναμη».

Μουσική

Ήταν το podcast “ΙΩΑΝΝΑ”, με την Ιωάννα Παλιοσπύρου.
Παραγωγή – Επιμέλεια: Γιούλα Ράπτη.
Στους ήχους ο Γιώργος Βαβανός.
Οι συγκλονιστικές ιστορίες συνεχίζονται με νέους καλεσμένους στα επόμενα επεισόδια. Μπορείτε να στέλνετε τα μηνύματά σας για την Ιωάννα στο email: ioanna@pod.gr.
Μια παραγωγή του pod.gr. Αναζητήστε τα podcast που σας ενδιαφέρουν στο pod.gr, apple podcast, google podcast και σε οποιαδήποτε άλλη εφαρμογή ακούτε podcast από το κινητό σας.