«To bullying με έφτασε στα πρόθυρα της κατάθλιψης»

Βασίλης Τσαρακτσίδης: «Από ένα σημείο και μετά, δεν μπορεί να είναι πλάκα, όταν βλέπεις ότι ο άλλος έχει σταματήσει να μιλάει και να στέλνεις μήνυμα: “Είσαι ξεφτίλας που 23 χρονών σου κάνουνε μπούλινγκ. Ζώο, μακάρι να καείς στις φωτιές ζωντανός”».

Μουσική

(Σήμα) Σταύρος Θεοδωράκης

Πώς συνεχίζεται η ζωή μετά από ένα χτύπημα, μία πτώση, μία τραγωδία; Τι έχουν να πουν οι ήρωες, οι ηρωίδες που τα κατάφεραν; Είναι το podcast «Ιωάννα». Συγκλονιστικές εκμυστηρεύσεις και μαθήματα ζωής. Με την Ιωάννα Παλιοσπύρου.

Ιωάννα Παλιοσπύρου: «Άλλο ένα podcast ξεκινάει σήμερα. Έχω μαζί μου τον Βασίλη Τσαρακτσίδη. Είναι 23 χρονών, κατάγεται από τη Ροδόπη και έχει καταγγείλει ότι δέχτηκε ηλεκτρονικό μπούλινγκ από συμφοιτητές του, που του δημιούργησε πολλά προβλήματα. Καλώς ήρθες, Βασίλη».

Β.Τ.: «Καλώς σας βρήκα και ευχαριστώ πάρα πολύ γι’ αυτή την πρόταση».

Ι.Π.: «Η ιστορία σου είναι πια γνωστή. Ξεκίνησε από μία ομάδα στο διαδίκτυο που κάποιοι συμφοιτητές σου άρχισαν να σου δημιουργούν προβλήματα, να σε εκφοβίζουν και να σου κάνουν αυτό που λέμε μπούλινγκ».

Β.Τ.: «Έτσι ακριβώς είναι. Όλα ξεκίνησαν όταν είχε φτιαχτεί μια μεικτή ομαδική πρωτοετών από όλα τα τμήματα του Πανεπιστημίου που ‘μουνα τότε στα Ψαχνά, στην Εύβοια. Μετά επειδή είχε παρεκτραπεί η κατάσταση, είχαν μπει κάποια παιδιά τα οποία απειλούσαν είτε εμένα, είτε κάποιους απ’ τους συμφοιτητές μου που ‘χα φτιάξει την ομαδική, εγώ βγάζω όλα αυτά τα άτομα απ’ την ομαδική. Και μετά φτιάχτηκαν νέες ομαδικές στο messenger στις οποίες βρίζαν εμένα, την οικογένειά μου, απειλές για μαχαίρια, ότι θα με μαχαιρώσουν και τέτοιου είδους πράγματα».

Ι.Π.: «Το χειρότερο από όλα αυτά, τουλάχιστον έτσι όπως το ‘χουμε εισπράξει οι περισσότεροι, νομίζω ήταν ένα τραγούδι που έκατσαν και έφτιαξαν».

Β.Τ.: «Ναι».

Ι.Π.: «Στο YouTube, με στίχους πολύ προσβλητικούς και εκφοβιστικούς για σένα».

Β.Τ.: «Αυτό έγινε κάποιες μέρες μετά, το οποίο έγινε από συμφοιτητές μου, όχι από τα άτομα που αρχικά με βρίζανε και απειλούσαν. Από άτομα με τα οποία είχα έρθει κοντά, θεωρούσα ότι ήταν οι πιο κοντινοί μου που είχα γνωρίσει απ’ τη σχολή που είχα περάσει. Και φτιάξανε, με αφορμή αυτό το γεγονός, ένα τραγούδι που ‘χαν πάρει κάποια από τα ηχητικά που με βρίζαν εμένα. Είχαν φτιάξει δικό τους στίχο και φωνή με ατάκες όπως “όλοι σε θέλουν νεκρό”, που ήταν και το μήνυμα το οποίο βρήκα γραμμένο στον τοίχο μου πριν κάποιες μέρες. “Μακάρι να σε φάνε άγρια ζώα”. Εγώ είχα κι ένα ατύχημα σε διάβαση, στην πρώτη Γυμνασίου με είχε χτυπήσει αυτοκίνητο. Και υπάρχει και στίχος “μακάρι να σε είχε λιώσει τότε το αυτοκίνητο, να σε είχε κάνει χαλκομανία”. “Φύγε απ’ τη χώρα”, τέτοια πράγματα».

Ηχητικό κλιπ από το τραγούδι

Ι.Π.: «Το μπούλινγκ δεν είχε να κάνει ούτε με την εμφάνισή σου, ούτε με τη σεξουαλικότητά σου. Δεν έγινε δηλαδή για κάποιον συγκεκριμένο λόγο. Ήταν καθαρά μία ψυχολογική πίεση που κάποιοι θεώρησαν ότι είναι αστείο να σου ασκήσουν».

Β.Τ.: «Αυτό ακριβώς. Καταρχήν για εμφανισιακούς λόγους δεν θα μπορούσε να συμβεί διότι δεν με είχαν δει καν από κοντά, όπως ούτε εγώ τους είχα δει αυτούς. Μόνο φωτογραφίες στα social media. Ουσιαστικά όλο αυτό ξεκίνησε επειδή κάποιοι άνθρωποι σαν να μην μπόρεσαν να δεχθούν ότι κάποιος τους βγάζει από μία ομαδική και αυτό έγινε επειδή είχανε ένα είδος συμπεριφοράς σαν να μην μπορούσαν να δεχθούνε ότι κάποιες πράξεις έχουν και συνέπειες, να το πω έτσι. Χωρίς να το παίζω εγώ ότι είμαι ο τιμωρός ξέρω γω ή εγώ επιβάλλω την τάξη. Απλά όταν έβλεπα ότι υπήρχανε απειλές και κοροϊδίες είτε προς εμένα, είτε προς κάποιους συμφοιτητές μου -οι οποίοι συμφοιτητές είναι μετά στη συνέχεια που φτιάξαν το τραγούδι και τα μηνύματα που είπα-, θεώρησα εκείνη την ώρα πιο σωστό να αντιδράσω έτσι, χωρίς σε καμία περίπτωση να μπορούσα να διανοηθώ το τι θα συνέβαινε μετά και ότι αυτό το πράγμα θα το ακολουθούσαν κι από άτομα που θεωρούσα φίλους μου. Και η προδοσία είναι κάτι πάρα πολύ σκληρό και δεν μου ‘χει ξανασυμβεί άτομα που θεωρούσα κοντινά μου να μου φέρονται έτσι».

Ι.Π.: «Όταν ήσουν πιο μικρός, στο Δημοτικό ή στο Λύκειο, είχες δεχτεί καθόλου παρόμοιες συμπεριφορές ή ήταν η πρώτη επαφή σου με αυτό το φαινόμενο;».

Β.Τ.: «Όχι, όχι. όχι. Σε τέτοια κλίμακα όχι, σε καμία περίπτωση. Τώρα κάποιο πείραγμα που γίνεται μεταξύ παιδιών Δημοτικού-Γυμνασίου, μπορεί. Αλλά κάτι επαναλαμβανόμενο, κάτι τόσο σκληρό, όχι».

Ι.Π.: «Υπήρξε κάποια στιγμή που πραγματικά όμως να φοβήθηκες για τη ζωή σου; Δηλαδή ότι αυτές οι απειλές έχουν κάποια βάση».

Β.Τ.: «Ναι, φοβήθηκα. Από ένα σημείο και μετά δεχόμουνα και μηνύματα από συμφοιτητές μετά, όλο αυτό το διάστημα. “Μπορείς να καείς ζωντανός”, “να βρούμε το τηλέφωνό του και να τον χτυπήσουμε”, “θα σου φτιάξουμε δεύτερο τραγούδι και θα ‘ναι πιο σκληρό”. Και φοβόμουνα τι θα μπορούσε να συμβεί, αν με τη νέα χρονιά τώρα που τα μαθήματα ήταν διά ζώσης, αν πήγαινα εκεί πέρα, τι θα μπορούσε να συμβεί. Γι’ αυτό και αποφάσισα να αλλάξω σχολή παρότι μου άρεσε, αυτό ήταν το όνειρό μου. Και γι’ αυτό αποφάσισα να ξαναδώσω Πανελλήνιες τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη φορά».

Ι.Π.: «Τελικά έχεις καταλάβει ποιο ήταν το κίνητρο; Δηλαδή τι ήταν αυτό που, ας πούμε, στο μυαλό τους τούς ενοχλούσε σε σχέση με σένα και υπήρξε αυτή η εξέλιξη;».

Β.Τ.: «Νομίζω αυτό καταρχήν ότι είναι κάτι που μόνο οι ίδιοι μπορούν να το απαντήσουνε. Εγώ μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω».

Ι.Π.: «Άρα δεν έχετε επικοινωνήσει, να σου πουν ότι…».

Β.Τ.: «Όχι, όχι».

Ι.Π.: «”Βασίλη, είχες κάνει αυτό και μας είχε ενοχλήσει”».

Β.Τ.: «Όχι, όχι, όχι. Το μόνο που μπορώ να υποθέσω είναι ότι ήταν κατά κάποιον τρόπο κάτι σαν μόδα εκείνη την περίοδο εγώ να δέχομαι ύβρεις, κατάρες και τέτοια πράγματα. Και θέλαν να μπούνε στο κύμα, κατά κάποιον τρόπο. Αλλά αυτό που σίγουρα δεν μπορώ να καταλάβω είναι ότι περάσαν μήνες απ’ το τραγούδι, εγώ δεν μιλούσα, είχα απομακρυνθεί, δεν έστελνα μηνύματα, δεν έκανα τίποτα και εξακολουθούσε απ’ το πουθενά, σαν να με θυμόντουσαν και να μου στέλναν αυτά τα μηνύματα που είπα και πριν. “Να καείς ζωντανός”, απειλές, “θα σε δείρουμε” και τέτοια».

Ι.Π.: «Υπήρξε κάποια αντίδραση; Είτε από τη σχολή, είτε από άλλους συμφοιτητές, κάποιος που να σε υπερασπίστηκε».

Β.Τ.: «Αυτό ήταν κάτι το οποίο γινότανε σε ομαδικές που υπήρχανε όσο ακόμα κάναμε παρέα που ήταν αυτοί οι έξι κι εγώ. Οπότε δεν ήταν κάτι που είχε γίνει εν γνώσει των υπόλοιπων παιδιών της σχολής ούτε και της ίδιας της σχολής, των καθηγητών. Αυτό που με έχει στεναχωρήσει, να το πω έτσι, και ήταν κάτι που δεν το περίμενα, είναι ότι μετά τη δημοσιοποίηση δεν ήρθε κάποιος απ’ την προηγούμενη σχολή στο Καποδιστριακό σε επικοινωνία μαζί μου. Τουλάχιστον να έβγαζαν μια ανακοίνωση η οποία να λέει ότι “σε περίπτωση που ισχύουν αυτά, είναι καταδικαστέα”. Γιατί οκ, υπάρχει πάντα το τεκμήριο της αθωότητας, να το πω έτσι. Και ότι “όποιος φοιτητής μας αντιμετωπίσει παρόμοιο πρόβλημα, μπορεί να απευθυνθεί σε εσάς”. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν έγινε τίποτα από όλα αυτά και να πω την αλήθεια κάτι που με στεναχώρησε, να το πω έτσι».

Ι.Π.: «Εσύ σκέφτηκες εκείνη την περίοδο να απευθυνθείς στη σχολή σου, στη διοίκηση, να ζητήσεις να κάνουν κάτι;».

Β.Τ.: «Όχι, η αλήθεια είναι ότι ήμουν πάρα πολύ στα χαμένα. Σκεφτόμουν ακόμα και να δώσω τέλος στη ζωή μου. Δηλαδή πέρυσι Δεκέμβριο μήνα, την περίοδο των γιορτών, εγώ σκεφτόμουν πως να αυτοκτονήσω, να το πω έτσι. Οι γονείς μου ήταν αυτοί οι οποίοι, βλέποντας ότι κάτι δεν πάει καλά, μου πρότειναν από μόνοι τους να πάω σε ψυχίατρο. Και ουσιαστικά να βελτιωθώ εν μέσω και της ψυχοθεραπείας που άρχισα, των συνεδριών αλλά και της φαρμακευτικής αγωγής. Και το γεγονός ότι βρίσκομαι εδώ πέρα τώρα, όχι να, που δίνω αυτή τη συνέντευξη, αυτό το podcast, που είμαι ζωντανός ήταν θέμα συγκυριών. Δηλαδή αν δεν ήταν οι γονείς μου να μου το πουν αυτό, αν δεν κάναν αυτή την οικονομική υπέρβαση, διότι περί οικονομικής υπέρβασης ήταν για τα δικά μας δεδομένα, πληρώνουνε τακτικά συνεδρίες, ένας φίλος μου να έχει η μητέρα του δικηγορικό γραφείο ώστε να απευθυνθώ σ’ αυτούς, από μόνοι τους γνωρίζοντας τις οικονομικές δυσκολίες να μου προτείνουν να με εκπροσωπήσουν αφιλοκερδώς γιατί ούτε οικονομική δυνατότητα για νομική εκπροσώπηση υπήρχε, μπορεί να μη βρισκόμουν τώρα εδώ. Και κάτι ακόμη το οποίο έπαιξε ρόλο ήταν και το κίνημα του #MeToo που ξεκίνησε πέρσι τέτοια εποχή νομίζω, τέλη Ιανουαρίου. Που το ‘χω ξαναπεί και θα το ξαναπώ: Το μεγαλύτερο μήνυμα που πήρα -διότι ως άτομο που μου αρέσει ο κινηματογράφος, το θέατρο, που παρακολουθούσα, διάβαζα εκείνη την περίοδο πολύ σχετικά μ’ αυτό- είναι ότι αυτοί όλοι όσοι κάναν αυτό το πράγμα σε μένα, θα το ξανακάνανε. Αν όχι σαν ομάδα, σαν μονάδες».

Ι.Π.: «Κατ’ αρχάς, χαίρομαι πάρα πολύ που βρήκες τον τρόπο να το αντιμετωπίσεις. Και χαίρομαι για τους γονείς σου που κατευθείαν κατάλαβαν ότι κάτι δεν πάει καλά και ήταν εκεί για σένα. Όμως έχουμε μιλήσει πάρα πολλές φορές για το θέμα του μπούλινγκ».

Β.Τ.: «Ναι».

Ι.Π.: «Ειδικά τα τελευταία χρόνια, είναι ένα θέμα το οποίο το έχουμε συζητήσει. Ένα παιδί, γιατί δεν σκέφτεται ότι: “Ξέρεις τι; Πρέπει να απευθυνθώ στους γονείς μου. Δηλαδή πρέπει να το επικοινωνήσω. Πρέπει να μιλήσω στους δασκάλους μου”; Υπάρχουνε κάποιες οργανώσεις που μπορεί κάποιο παιδί να πάρει ένα τηλέφωνο και να ζητήσει βοήθεια και υποστήριξη. Γιατί πιστεύεις ότι ένα παιδί, όταν βρίσκεται σ’ αυτή τη φάση, αυτό που σκέφτεται είναι να το αποσιωπήσει ή μπορεί να θέλει να κάνει κακό στον εαυτό του και όχι όλα τα υπόλοιπα;».

Β.Τ.: «Καταρχήν είναι κάτι το οποίο δεν μπορείς να καταλάβεις πώς είναι, αν δεν το ‘χεις βιώσει εσύ ο ίδιος. Στην αρχή, οποιοσδήποτε μπορεί να νομίζει ότι φταίει αυτός. Να θεωρεί ότι έχει αυτός το πρόβλημα. Το κύμα μίσους που δέχεται να μην ξέρει πώς να το διαχειριστεί, γιατί στη δικιά μου περίπτωση πάντα ήτανε κυριολεκτικά απ’ το πουθενά. Μέσα σε μια στιγμή, ήταν σαν ένα ντόμινο που το ένα έφερε το άλλο και όλο αυτό το πράγμα κλιμακώθηκε. Γι’ αυτό θεωρώ ότι θα έπρεπε να μπούνε κάποιου είδους σεμινάρια, μαθήματα στα σχολεία απ’ την πολιτεία και για γονείς και για παιδιά, για το πώς να διαχειριστούνε το θέμα του εκφοβισμού, της ομοφοβίας, του ρατσισμού και όλα αυτά τα πράγματα. Τι κάνουμε αν δεχόμαστε μπούλινγκ, αν είμαστε εμείς που κάνουμε τον εκφοβισμό, αν δούμε ότι το παιδί μας κάνει μπούλινγκ σε άλλα παιδιά, τέτοιου είδους πράγματα. Θεωρώ ότι θα ‘ταν πολύ ουσιαστικό και θα είχε αποτέλεσμα άμα συνέβαινε κάτι τέτοιο».

Ι.Π.: «Από όσο έχω ακούσει, αυτή η ομάδα των παιδιών υποστηρίζει ότι ήταν για εκείνους κάτι αστείο, ήταν μία πλάκα. Πιστεύεις ότι όντως έτσι ήταν ή είναι μία δικαιολογία γι’ αυτούς;».

Β.Τ.: «Δεν μπορώ να το ξέρω. Πάντως από ένα σημείο και μετά δεν μπορεί να είναι πλάκα όταν βλέπεις ότι ο άλλος έχει σταματήσει να μιλάει, και να στέλνεις μήνυμα: “Είσαι ξεφτίλας που 23 χρονών σου κάνουνε μπούλινγκ. Ζώο, μακάρι να καείς στις φωτιές ζωντανός”».

Ι.Π.: «Προφανώς αυτά τα παιδιά δεν αντιλαμβάνονται τη διαφορά ή το όριο που υπάρχει ανάμεσα από την πλάκα και το ότι κάνω κάτι επικίνδυνο και προσβάλλω έναν άνθρωπο που μπορεί να του προκαλέσω κάτι κακό, κάτι άσχημο».

Β.Τ.: «Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω. Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Κάτι το οποίο δεν το ‘χω ξαναπεί, δεν αφορά εμένα. Ένας από τους έξι συμφοιτητές, είχε πέσει στην αντίληψή μου ένα story που είχε κάνει στο Instagram μήνες μετά τη δημοσιοποίηση του τραγουδιού -δεν αφορούσε εμένα-, στο οποίο πραγματικά είναι… Χαρακτήριζε τον Γιάννη Αντετοκούνμπο. Δεν ξέρω γιατί».

Ι.Π.: «Εκτός από τα ψυχολογικά προβλήματα που σου δημιούργησε αυτή η κατάσταση, ξέρω ότι άλλαξε και τις αποφάσεις σου για τις σπουδές. Ήσουν στα Ψαχνά της Ευβοίας και βρέθηκες στην Πάτρα για να γλιτώσεις».

Β.Τ.: «Ναι».

Ι.Π.: «Από όλο αυτό το μπούλινγκ».

Β.Τ.: «Εγώ καταρχήν είμαι 23 χρονών τώρα, του ’98. Έδωσα Πανελλήνιες το ’20, διότι κατάλαβα ότι ήθελα να δώσω στον εαυτό μου μια δεύτερη ευκαιρία να κάνει αυτό που πραγματικά θέλει, ώστε να μην το ‘χει απωθημένο. Να μην σκεφτόμουνα χρόνια μετά για ποιο λόγο δεν ξαναπροσπάθησα όταν μπορούσα. Και ήθελα να σπουδάσω κινηματογράφο. Τα κατάφερα, πέρασα στη Σχολή Ψηφιακών Τεχνών Κινηματογράφου. Ήταν κάτι… Είχα ξεκινήσει με όρεξη, παρακολουθούσα τα μαθήματα, μάλιστα μου είχαν αρέσει κιόλας. Περίμενα να σταματήσουν και εξ αποστάσεως, να πάω διά ζώσης. Αλλά όλο αυτό το πράγμα που γιγαντώθηκε και παρότι είχε γίνει η καταγγελία τέλη Φεβρουαρίου, δεν είχανε -μέχρι αν δημοσιοποιηθεί τον Νοέμβριο- ενημερωθεί ότι έχουν μηνυθεί. Με φόβιζε τι θα μπορούσε να συμβεί. Δηλαδή φοβόμουν για τη σωματική μου ακεραιότητα, αν πήγαινα στα Ψαχνά. Γι’ αυτό και μέσω του 10% βρέθηκα στη Σχολή Θεατρικών Σπουδών στην Πάτρα».

Ι.Π.: «Φαντάζομαι ότι ούτε οι γονείς των συγκεκριμένων παιδιών έχουνε κάνει κάποια κίνηση να σε προσεγγίσουνε, αν σου ζητήσουνε συγγνώμη, να…».

Β.Τ.: «Όχι, όχι, όχι. Όχι. Επίσης, αυτό που κατάλαβα είναι ότι κάθε τραυματική εμπειρία που μπορείς να περάσεις, την ξανασυναντάς μπροστά σου. Δηλαδή στην Πάτρα πήγα με σκοπό να κάνω μια νέα αρχή, αλλά όλα αυτά τα κατάλοιπα του “πώς να ξαναεμπιστευτώ έναν άνθρωπο που δεν τον γνωρίζω” διότι, μην ξεχνάμε, τα περισσότερα συνέβησαν από άτομα που ήμουνα κοντά τους -διαδικτυακά έστω- και τους θεωρούσα φίλους μου, όλο αυτό κλιμάκωνε μέσα μου ένα άγχος όταν άρχισαν τα μαθήματα στην Πάτρα τον Οκτώβριο. Και είχε ως αποτέλεσμα και μία λιποθυμία σε εξωτερικό χώρο του Πανεπιστημίου».

Ι.Π.: «Οι συμφοιτητές σου πλέον στην Πάτρα πώς σε αντιμετωπίζουνε εσένα και το όλο θέμα;».

Β.Τ.: «Με στήριξαν από την πρώτη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε τον Νοέμβριο, δεν το γνώριζαν πριν. Με αγκάλιασαν μπορώ να πω, μου ‘στειλαν μηνύματα, το κοινοποίησαν, δείξαν ενδιαφέρον. Μέχρι τώρα έχω έρθει και με κάποια παιδιά κοντά. Δεν έχω κανένα παράπονο, όλοι τους είναι πάρα πολύ καλοί».

Ι.Π.: «Ας υποθέσουμε ότι βρίσκεσαι μπροστά σε ένα τέτοιο περιστατικό επίθεσης μπούλινγκ».

Β.Τ.: «Ως παρατηρητής».

Ι.Π.: «Ως παρατηρητής. Τι πιστεύεις ότι θα κάνεις;».

Β.Τ.: «Πιστεύω ότι σίγουρα θα ‘κανα πράγματα τα οποία, αν δεν μου ‘χε συμβεί αυτό, δεν θα έκανα. Θα προσπαθούσα να δώσω να καταλάβουν σε όσους το κάνουν, το πόσο λάθος είναι. Σε όποιον το δέχεται, ότι δεν φταίει αυτός σίγουρα και ότι δεν έχει κάνει κάτι για να αισθάνεται άσχημα. Και να προσπαθήσει να διεκδικήσει το όποιο δίκιο μπορεί να έχει. Και αυτό είναι που θα ‘πρεπε… Δηλαδή δεν θα ‘πρεπε κάποιος να δεχθεί κάτι να συμβεί σε κάποιο κοντινό του πρόσωπο για να ευαισθητοποιηθεί γύρω από τέτοιου είδους θέματα».

Ι.Π.: «Γιατί όμως δεν αντιδρούνε οι άνθρωποι που βρίσκονται γύρω από τέτοια περιστατικά; Επιλέγουν ή να σιωπήσουν ή να τα υποστηρίξουν, αλλά όχι να αντιδράσουν».

Β.Τ.: «Ναι. Ας πούμε, στις ομαδικές που είχαν φτιαχτεί όταν είχα διαλύσει εκείνη την πρώτη ομαδική, τα υβριστικά μηνύματα, οι απειλές, οι κοροϊδίες ήτανε από τέσσερα-πέντε άτομα. Ήτανε ομαδικές γύρω στων 30-40 ατόμων. Αλλά υπήρχαν πόσα άτομα τα οποία τα βλέπανε όλα αυτά και δεν υπήρξε ένα “εγώ αποχωρώ” ή “τι είναι αυτά που κάνουμε;”, “δεν είναι λογικό”. Λογικά -όχι σ’ αυτή την περίπτωση, γενικά σε παρόμοιες περιπτώσεις- ο καθένας θέλει να νιώθει ότι ανήκει κάπου, δεν θέλει να αισθάνεται μειοψηφία. Είτε για να μην βρεθεί και ο ίδιος στο περιθώριο, είτε για να μην τον πούνε φλώρο ας πούμε ή ότι δεν πάει με το ρεύμα».

Ι.Π.: «Ναι».

Β.Τ.: «Και υπήρχαν, ας πούμε, χυδαίες εκφράσεις. “Θα σε μαχαιρώσουμε όταν πατήσεις το πόδι σου στα Ψαχνά”. Απλά επειδή έβγαλα άτομο από ομαδική. Που υπήρχε και λόγος, έτσι; Αλλά και λόγος να μην υπήρχε, δεν είχε νόημα».

Ι.Π.: «Νομίζω ότι πρέπει να καταστήσουμε σαφές ότι πάντα κάποια στιγμή στη ζωή μας θα συναντήσουμε ανθρώπους παραβατικούς ή που θα φέρονται όχι με και τον πιο σωστό τρόπο. Αλλά η δύναμη αυτών των ανθρώπων πιστεύω ότι είναι όλοι οι υπόλοιποι που δεν αντιδρούν. Διότι αν βρεθεί έστω και ένας και να αντιδράσει στη συμπεριφορά αυτού του ανθρώπου, πιστεύω ότι θα αναθεωρήσει και ή θα εγκαταλείψει ας πούμε τον σκοπό του και τις σκέψεις του».

Β.Τ.: «Αυτό ακριβώς».

Ι.Π.: «Οπότε θέλω να πω ότι και οι υπόλοιποι έχουν ευθύνη. Ακόμα και όταν σιωπούν, ακόμα και όταν δεν κάνουν τίποτα. Εκείνη τη στιγμή όταν βλέπεις κάτι τέτοιο -άσχετα από το, από τους λόγους που μπορεί να συμβαίνει-, θα πρέπει να πάρεις θέση. Γιατί είναι κοινωνικό θέμα. Δηλαδή μας αφορά όλους, δεν αφορά προσωπικά κάποιον. Όταν μπήκαμε στο στούντιο, μου είπες ότι εχθές βρισκόσουν στη Θεσσαλονίκη».

Β.Τ.: «Ναι».

Ι.Π.: «Ξέρω ότι ο ΠΑΟΚ σε κάλεσε στον ποδοσφαιρικό αγώνα με την ΑΕΚ και ανέβασε στους λογαριασμούς του στα social media και ένα βίντεο για το παιχνίδι, που έφτιαξες εσύ ως κινηματογραφιστής».

Β.Τ.: «Ναι».

Ι.Π.: «Πες μου λίγο γι’ αυτό».

Β.Τ.: «Ε ήτανε εμπειρία ζωής. Αρχικά ο ΠΑΟΚ ήρθε σε επικοινωνία μαζί μου μετά την έκταση που πήρε η υπόθεσή μου και με προσκάλεσαν σε όποιον αγώνα ήθελα. Και μάλιστα λίγες μέρες μετά, μου είπαν ότι από τη στιγμή που έχω παρελθόν με τον κινηματογράφο και μου αρέσει, ότι άμα ήθελα, θα μπορούσα να αναλάβω και την παρακάμερα αυτού του αγώνα, να φτιάξω ένα βίντεο. Εννοείται δέχθηκα. Και το βιντεάκι που ανέβηκε χθες, δυόμισι λεπτών διάρκεια, είναι κάτι το οποίο επιμελήθηκα εγώ, μόνταρα εγώ. Και ήτανε μεγάλη μου η χαρά να κάνω για την αγαπημένη μου ομάδα ένα βίντεο για το επίσημο κανάλι της».

Ι.Π.: «Τι σχόλια εισέπραξες γι’ αυτό;».

Β.Τ.: «Πολύ καλά, χάρηκα. Χάρηκα πάρα πολύ. Γενικά από τη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε, έχω πάρει μόνο καλά σχόλια. Και νομίζω ότι αυτό είναι και το νόημα. Ότι είναι απελευθερωτικό να εξωτερικεύεις κάτι τέτοιο. Διότι είναι σαν να φεύγει ένα βάρος από πάνω σου και να το μοιράζεσαι με άλλους ανθρώπους. Και φάνηκε ότι υπάρχουν άτομα πρόθυμα να σε στηρίξουν, να σε βοηθήσουν, να κάτσουν να σε ακούσουν. Και ήτανε, αλήθεια, πολύ συγκινητικό αυτό το πράγμα».

Ι.Π.: «Σίγουρα υπάρχουν και αυτό είναι και κάτι που θα πρέπει κάποιος να το ‘χει στο μυαλό του, όταν βρίσκεται σε μία τόσο δύσκολη θέση».

Β.Τ.: «Ναι».

Ι.Π.: «Για να καταλάβει ότι όταν υπάρχουνε ένας, δύο ή πέντε άνθρωποι που τον ενοχλούν, ότι υπάρχουν απέναντι άλλοι εκατό και διακόσιοι που μπορούν να τον στηρίξουν και να τον βοηθήσουν».

Β.Τ.: «Ναι. Κάτι επίσης που δεν έχω ξαναπεί είναι ότι από φίλους μου, από άτομα του περιβάλλοντός μου, από τη στιγμή που ξεκίνησα την αγωγή, την αντικαταθλιπτική, αυξήθηκαν τα κιλά μου χωρίς να οφείλεται σε αύξηση κατανάλωσης φαγητού. Και υπήρχε και μεγάλη δυσκολία να τα χάσω, παρότι μπορεί να προσπαθούσα από δίαιτες και τέτοια. Και δεχόμουνα και σχόλια όπως “πάχυνες” ή “γιατί δεν τα χάνεις;”, “πότε θα τα χάσεις;”. Εντάξει, βέβαια, δεν γνώριζαν οι άνθρωποι τι κρύβεται από πίσω και… Να μην κρίνουμε κάποιον για το οποιοδήποτε θέμα, διότι δεν μπορούμε να ξέρουμε που μπορεί να οφείλεται. Δηλαδή κάποιος όταν το ‘κανε, οκ, δεν λέω προφανώς να το κάνουν με κακία ή με σκοπό να με στεναχωρήσουν, αλλά θα λέγανε “α, τρώει παραπάνω” ή “δεν γυμνάζεται”, το οποίο δεν είχε καμία απολύτως σχέση. Και οι ίδιοι άνθρωποι είναι που σοκαρίστηκαν όταν μάθανε τι κρυβόταν από πίσω και μου ζήταγαν και συγγνώμη και… Να μην κρίνουμε τον οποιοδήποτε για το οτιδήποτε. Δεν μπορούμε να ξέρουμε ποτέ πώς νιώθει μέσα του, τι κρύβεται από πίσω».

Ι.Π.: «Πιστεύω ότι σίγουρα θα βοηθούσε αν κάποιος ήξερε».

Β.Τ.: «Ναι, ναι».

Ι.Π.: «Τον πραγματικό λόγο. Και ίσως ήταν λίγο πιο διακριτικός».

Β.Τ.: «Ναι».

Ι.Π.: «Αλλά πιστεύω ότι ήτανε σχόλια από δικούς σου ανθρώπους που σε νοιάζονται και ανησυχούσαν για σένα».

Β.Τ.: «Ναι, ναι. Ναι. Δεν είπα ότι έγινε με κακία, αλλά αυτό. Ότι ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις τι γίνεται».

Ι.Π.: «Αυτό είναι αλήθεια. Λίγο περισσότερη διακριτικότητα».

Β.Τ.: «Ναι».

Ι.Π.: «Και ίσως και μία δεύτερη και τρίτη σκέψη για το τι μπορεί να συμβαίνει».

Β.Τ.: «Ειδικά σε ζητήματα όπως κιλά, βάρος, τέτοιου τύπου».

Ι.Π.: «Ποιο είναι το μήνυμα που θέλεις να στείλεις για το μπούλινγκ, αλλά και γενικότερα για τις συμπεριφορές των ανθρώπων; Δηλαδή ποιο είναι αυτό που πιστεύεις ότι θα βοηθούσε να το ακούσει κάποιος και να το γνωρίζει, μέσα απ’ την εμπειρία σου;».

Β.Τ.: «Ο λόγος που συνεχίζω να βγαίνω να μιλάω είναι ότι καθημερινά δέχομαι όλο και περισσότερα μηνύματα από άτομα που μου λένε ότι αισθάνονται συγκίνηση ακούγοντάς με, θυμούνται δικά τους περιστατικά από το παρελθόν που οι ίδιοι δεν αντέδρασαν ή δεν έκαναν κάτι, νιώθουν θάρρος. Και αυτό είναι τεράστια τιμή για μένα, να μου λένε τέτοια πράγματα, ότι αποτελώ παράδειγμα γι’ αυτούς, για τη φωνή τους. Οπότε νιώθω κατά κάποιον τρόπο ότι έχω χρέος και υποχρέωση να μη φανώ ασυνεπής σε όλους όσους νιώθουν όλα αυτά τα πράγματα ακούγοντας την ιστορία μου. Επίσης, κατά την περίοδο κιόλας που ήτανε σε έξαρση η κατάθλιψη ή κι όταν επέστρεφε, διότι πολλά απ’ τα μηνύματα που είπα ότι στελνόντουσαν μετά με ξαναρίχνανε παρότι μπορεί να είχα ισορροπήσει, ότι μπορεί να πήγαινα ας πούμε σε ένα μαγαζί, να μίλαγα με τον οποιοδήποτε υπάλληλο για κάτι σχετικό και, αν ήταν ευδιάθετος ο άλλος, έστω και για ένα λεπτό γινόμουν καλύτερα. Οπότε είναι κάτι που ‘χω κρατήσει, ότι σε οποιαδήποτε συναναστροφή έχω, να προσπαθώ να ‘μαι όσο πιο χαρούμενος, όσο πιο ευγενικός και ευδιάθετος γίνεται. Διότι κάποιος που έχεις απέναντί σου δεν ξέρεις τι μπορεί να έχει, τι μπορεί να κουβαλάει μέσα του. Και έστω ένα χαμόγελο να δώσεις, μπορεί για λίγες στιγμές να τον κάνεις να νιώσει και καλύτερα».

Ι.Π.: «Αυτό είναι πολύ σημαντικό και όντως λειτουργεί».

Β.Τ.: «Ναι».

Ι.Π.: «Θέλω λίγο να θυμηθείς τη στιγμή που είδες αυτό το μήνυμα στον τοίχο γραμμένο, ότι “όλοι σε θέλουν νεκρό”. Ποια ήταν η πρώτη σου… τα συναισθήματά σου, το πρώτο σου συναίσθημα και η πρώτη σου αντίδραση; Τι έκανες;».

Β.Τ.: «Καταρχήν εγώ ήμουνα που το είδα πρώτος. Και ίσως και να ‘ταν καλύτερα να το δω εγώ και να μην το ‘βλεπε κάποιος απ’ την οικογένειά μου, γιατί μπορεί να ήταν ακόμα χειρότερα ψυχολογικά. Τρόμος ήταν το συναίσθημα, ακόμα και φόβος για τη ζωή μου μπορώ να πω, και των δικών μου ανθρώπων. Διότι αν κάποιος έρθει τόσο κοντά στο σπίτι σου κάνοντας κάτι τέτοιο, φοβάσαι ποιο μπορεί αν είναι το επόμενο βήμα και… Κι ένα “γιατί”, γιατί κάποιος να το κάνει αυτό το οποίο δεν περιλάμβανε αποκλειστικά εμένα, παρότι το μήνυμα ήταν από το τραγούδι. Αλλά αγχώνεις και άλλους πολλούς ανθρώπους εκείνη την ώρα. Τον παππού μου, τη γιαγιά μου, τη μητέρα μου. Πήρα κατευθείαν την Αστυνομία, ήρθανε. Μου είπαν ότι θα ‘ταν δύσκολο να βρεθεί ποιος το ‘κανε, διότι υπήρχε έλλειψη από κάμερες ασφαλείας, είναι και ως χωριό αραιοκατοικημένη περιοχή. Εντάξει, τοποθετήθηκαν πλέον στο σπίτι μου κάμερες μετά απ’ αυτό, δεν γινόταν και αλλιώς. Αλλά θα μείνει και κατά κάποιον τρόπο ίσως κι ένα κενό, ένα μυστήριο στο ποιος μπορεί να το έκανε, τι μπορεί να σκεφτόταν, τι μπορεί να επιδίωκε».

Ι.Π.: «Από νομικής πλευράς και δικαστικής, σε τι σημείο βρίσκεστε τώρα;».

Β.Τ.: «Στο θέμα του μηνύματος, έχουμε καταθέσει μήνυση κατά αγνώστων και κατά απειλών για τη ζωή και φθοράς περιουσίας. Και στην άλλη υπόθεση, προχωράει και θα έχουμε σύντομα εξελίξεις από όσο γνωρίζω, αν και τα περισσότερα απ’ τα νομικά τα γνωρίζει ο δικηγόρος μου».

Ι.Π.: «Εσύ τι θα επιθυμούσες ιδανικά να συμβεί με αυτή την ομάδα των παιδιών;».

Β.Τ.: «Δεν είμαι δικαστής και αυτό θα το αποφασίσει η δικαιοσύνη. Την εμπιστεύομαι, τη σέβομαι. Αλλά η μεγαλύτερη δικαίωση για μένα θα είναι η δικαστική».

Ι.Π.: «Σου εύχομαι να πάνε όλα καλά».

Β.Τ.: «Ευχαριστώ».

Ι.Π.: «Να μην χρειαστεί ξανά να αντιμετωπίσεις κάτι τόσο άσχημο».

Β.Τ.: «Μακάρι, μακάρι».

Ι.Π.: «Και μακάρι το θάρρος σου και το παράδειγμά σου να είναι παράδειγμα για όποιο άλλο παιδί βρεθεί σε αυτήν την πολύ δύσκολη θέση. Σε ευχαριστώ πάρα πολύ».

Β.Τ.: «Εγώ ευχαριστώ».

Μουσική

Ήταν το podcast “ΙΩΑΝΝΑ”, με την Ιωάννα Παλιοσπύρου.
Παραγωγή – Επιμέλεια: Γιούλα Ράπτη.
Στους ήχους ο Γιώργος Βαβανός.
Οι συγκλονιστικές ιστορίες συνεχίζονται με νέους καλεσμένους στα επόμενα επεισόδια. Μπορείτε να στέλνετε τα μηνύματά σας για την Ιωάννα στο email: ioanna@pod.gr.
Μια παραγωγή του pod.gr. Αναζητήστε τα podcast που σας ενδιαφέρουν στο pod.gr, apple podcast, google podcast και σε οποιαδήποτε άλλη εφαρμογή ακούτε podcast από το κινητό σας.