Το τέλος της διαβολοδεκαετίας

γράφει ο Χ.Α.Χωμενίδης

Σε όλες τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δίνονται δύο ευκαιρίες. Οι πολίτες τις ψηφίζουν μίαφορά και άλλη μία πριν τους γυρίσουν την πλάτη, προτού τους πουν το θλιβερό εκείνο “thankyounext”. Συνέβη το 1974 και το 1977 με τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Το ’81 και το ’85 με το Πασόκ του Ανδρέα Παπανδρέου. Το ’96 και το 2000 με τον Κώστα Σημίτη. Το 2004 και το 2007 με τον Κώστα Καραμανλή… Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης την περίοδο 1989-1990 κέρδισε όχι δύο, τρεις εκλογές μέσα σε ένδεκα μήνες για να πετύχει τελικά, εξαιτίας της απλής αναλογικής, μια ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των εκατόν πενήντα ενός βουλευτών.

Ο Αλέξης Τσίπρας δεν στάθηκε εξαίρεση στον κανόνα. Οι Έλληνες τον εμπιστεύθηκαν κι εκείνον δύο φορές – τρεις αν μετρήσουμε και το δημοψήφισμα. Τις ευκαιρίες του όμως, τα «κανονάκια» του όπως τα λέγαμε μικροί που παίζαμε φλίπερ, τα έκαψε σε λιγότερο από έναν χρόνο. Μπορούσε να κάνει αλλιώς;

Μετά την δεκαεπτάωρη διαπραγμάτευση στις Βρυξέλλες και το τρίτο μνημόνιο που συμφωνήθηκε στις 13 Ιουλίου 2015, πολλοί σύντροφοι του Τσίπρα στο κόμμα του τον θεωρούσαν από δειλό μέχρι προδότη. Οι κήρυκες της ρήξης με το ευρωπαϊκό κατεστημένο, της υλοποίησης του υπερήφανου ΟΧΙ, αποχώρησαν από τον Σύριζα. Ίδρυσαν τη Λαϊκή Ενότητα. Με επικεφαλής τον Παναγιώτη Λαφαζάνη και στο πλευρό του τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Οκάποτε μέντορας του Αλέξη Τσίπρα, ο παραμερισμένος στη συνέχεια Αλέκος Αλαβάνος,τους υποστήριξε. Όπως και ο Μανώλης Γλέζος. Στη Λαϊκή Ενότητα εντάχθηκαν 25 βουλευτές. Ο Σύριζα έμεινε με 124. Μπορούσε να εξακολουθήσει να κυβερνάει;

Θεωρητικά ναι. Συνεργαζόμενοςμε τα μνημονιακά κόμματα, Νέα Δημοκρατία, Ποτάμι και Πασόκ. Στα οποία είχε στηριχτεί για να περάσει από τη Βουλή το τρίτο μνημόνιο, στην ολονύχτια συνεδρίαση της 14ης Αυγούστου. Ομολογώντας κάθε μέρα την ιδεολογική και πολιτική του ήττα. Γιατί να επιθυμεί κάτι τέτοιο ο Αλέξης Τσίπρας; «Η λαϊκή εντολή της 25ης Ιανουαρίου εξάντλησε τα όρια της» δήλωσε σε διάγγελμα στις 20 Αυγούστου. Και προκήρυξε εκλογές για τις 20 Σεπτεμβρίου.

Ένας τρίτος εκλογικός γύρος ήταν καλοδεχούμενος από πολλούς από εμάς που είχαμε σταθεί απέναντι στο απατηλό -ή αυταπατώμενο- αντιμνημονιακό μέτωπο τα τελευταία πέντε χρόνια. Που ξέραμε ότι μια χρεοκοπημένη χώρα ακούγεται τουλάχιστον γραφική όταν φωνάζει “GoBack” στους δανειστές από τους οποίους εξαρτάται. Πως τα μνημόνια δεν σκίζονται στις πλατείες των «Αγανακτισμένων» ούτε καταργούνται με έναν νόμο του ενός άρθρου. Κατά το καλοκαίρι του 2015 μάς είχε φτάσει η ψυχή στο στόμα. Είχαμε ωστόσο συστήσει ένα δικό μας μέτωπο: το «Μένουμε Ευρώπη». Που υπερέβαινε τις διαχωριστικές γραμμές των παραδοσιακών κομμάτων. Και τις φθαρμένες ηγεσίες τους. Στις συγκεντρώσεις του ΝΑΙ λίγο νοιαζόμασταν αν ο διπλανός μας δήλωνε δεξιός, φιλελεύθερος ή σοσιαλδημοκράτης. Η ανάγκη να αποφύγει η πατρίδα τον όλεθρο μάς έκανε να παραμερίζουμε διαφορές, προκαταλήψεις, ακόμα και παλιές έχθρες.

Το ΝΑΙ βεβαίως είχε κατά κράτος ηττηθεί στο δημοψήφισμα. Είχε όμως συγκεντρώσει ένα 38,69%. Εκείνο το διόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό μπορούσε να γίνει η μαγιά για κάτι καινούργιο. Αρκεί να ξεπερνούσε τις παθογένειες της Μεταπολίτευσης.

Διατυπώσαμε την ιδέα, την επιθυμία μας, ευθαρσώς από τον τύπο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου, τα παλιά κόμματα να αποσυρθούν και να δώσουν τη θέση τους σε μια ενιαία παράταξη του ΝΑΙ. Που στα ψηφοδέλτιά της θα συμπεριλάμβανε όσους είχαν βάλει το κεφάλι τους στον ντορβά, είτε επαγγελματίες πολιτικούς είτε απλούς πολίτες. Όσους είχαν στην πράξη αποδείξει την προσήλωσή τους στο ευρωπαϊκό ιδεώδες.

Προφανώς δεν εισακουστήκαμε. Τι να φτουρήσουν κάποιοι σαν εμάς απέναντι σε κομματικούς μηχανισμούς και βαρωνίες; Σιγά μην έβαζαν στο ίδιο πιάτο τα κουκιά τους ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης και η Φώφη Γεννηματά! Το Πασόκ ιδίως είχε πανάκριβα πληρώσει τη σύμπλευσή του με τη Νέα Δημοκρατία, την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, είχε τερματίσει έβδομο, με 4,68%. Είχε πιάσει το ιστορικό χαμηλό του. Άμα επέμενε στην ίδια ρότα, κινδύνευε να εξαφανιστεί.

Τα κόμματα, συνεπώς, κατέβηκαν τον Σεπτέμβριο όπως περίπου τα ξέραμε.

Μετά την παραίτηση του Αντώνη Σαμαρά το βράδυ του δημοψηφίσματος, το τιμόνι της Νέας Δημοκρατίας κρατούσε ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης. Παλιά καραβάνα ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, ωραίος τύπος, λαϊκός, βγαλμένος -λες- από ταινία της «Φίνος Φιλμς». Ο καλοσυνάτος θείος με τη φαλάκρα και το μουστάκι που τα λέει ντρόμπρα και σταράτα. «Ρομαντικό παιδί ο Αλέξης, με ωραίες ιδέες, στην πράξη όμως τα έκανε σκατά. Εμπιστευθείτε εμένα. Θα βάλω τάξη. Θα τρέξω τη χώρα όπως θα έτρεχα ένα μαγαζί…» Δεν ακουγόταν δα και τόσο άσχημο. Η μοναδική φορά που εξεράγη ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης ήταν όταν σε ένα ντιμπέιτ στην τηλεόραση τον έδειχναν στο ίδιο ύψος με τον Τσίπρα. «Είμαι ψηλότερος! Του ρίχνω τουλάχιστον μισό κεφάλι!» διαμαρτυρήθηκε έντονα.

Πολλοί στη θέση του Αλέξη Τσίπρα, μετά την κωλοτούμπα, θα έμοιαζαν με βρεγμένες γάτες. Όχι εκείνος. Εκείνος είχε ύφος ήρωα, που έπεσε στις επάλξεις, μαχόμενος μέχρι την ύστατη στιγμή για τον λαό του. «Εσύ στη θέση μου θα τα κατάφερνες καλύτερα;» ρωτούσε εμμέσως τον μέσο ψηφοφόρο. Και διατηρούσε τη συμπάθειά του. Την ορμή του άλλωστε, την επιθετικότητά του, που δεν είχε αποδειχθεί ικανή να λυγίσειτη Μέρκελ και το ΔΝΤ, ο Τσίπρας την έβγαζε τώρα εναντίον του ντόπιου κατεστημένου. «Στις 20 του Σεπτέμβρη ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν!» έλεγε και ξανάλεγε, δίχως να διευκρινίζει ποιους ακριβώς θα τελείωνε και πώς.

Η τακτική του απέδωσε. Οι απώλειες του Σύριζα στις κάλπες ήταν αμελητέες, λιγότερο από 1%. Η Νέα Δημοκρατία κέρδισε μόλις 0,28%, έπιασε το 28,09%. Το Ποτάμι έχασε δυό μονάδες από τη δύναμή του, όσες σχεδόν κέρδισε το Πασόκ της Φώφης Γεννηματά, το οποίο κατέβηκε με τον τίτλο «Δημοκρατική Συμπαράταξη». Το λυπηρό ήταν ότι η Χρυσή Αυγή παρέμενε τρίτο κόμμα με 6,99%. Όσο δε για τη Λαϊκή Ενότητα των ανυπότακτων αντιμνημονιακών, δεν κατάφερε καν να μπει στη Βουλή. Τζάμπα το -χαριτωμένο ομολογουμένως- βίντεο που έδειχνε τον Παναγιώτη Λαφαζάνη να σταματάει ένα ταξί και να λέει στον οδηγό «Νομισματοκοπείο!» Μόλις το 2,86% των Ελλήνων θα τον ακολουθούσε.

Κάποιοι έτριβαν τα μάτια τους με τα αποτελέσματα της 20ης Σεπτεμβρίου. «Όχι απλώς δεν έκανε ο Τσίπρας τίποτα από όσα είχε υποσχεθεί αλλά έριξε σχεδόν και τη χώρα στα βράχια! Προκάλεσε τα κάπιταλ κοντρόλ!Ανάγκασε τους Έλληνες να στέκονται σε ουρές μπροστά στα ΑΤΜ! Κι εκείνοι τον ξαναψήφισαν;» «Εάν τον μαύριζαν» τους απαντούσαν οι πιο ψύχραιμοι «θα ήταν σαν να παραδέχονται πως τον καιρό που τον αποθέωναν είχαν πιαστεί κορόιδα των κούφιων συνθημάτων του.Θα ήταν σαν να μουτζώνουν τους εαυτούς τους. Σιγά-σιγά θα του γυρίσουν την πλάτη.»

Η πρόβλεψη επιβεβαιώθηκε. Στις εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας, στις 10 Ιανουαρίου 2016, επικράτησε το αουτσάιντερ. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Δεν διέθετε ισχύ στη κοινοβουλευτική ομάδα και στον κομματικό μηχανισμό. Κατάφερε όμως να απευθυνθεί πειστικά στους πολίτες που είχαν στο δημοψήφισμα υποστηρίξει το ΝΑΙ. Χιλιάδες γράφτηκαν στη Νέα Δημοκρατία για να τον ψηφίσουν. Κέρδισε, με άλλα λόγια, ο Κυριάκος Μητσοτάκης το κέντρο. Το κέντρο, που όποιος το έχει μαζί του, γίνεται στην Ελλάδα πρωθυπουργός.

Ένα χρόνο μετά τη δεύτερη εκλογή του, το φθινόπωρο του 2016, ο Τσίπρας είχε θετική δημοτικότητα μόλις 25%. Οι αρνητικές γνώμες για το πρόσωπό του έφταναν το 75%. Στις δημοσκοπήσεις του Δεκεμβρίου του 2016, η Νέα Δημοκρατία συγκέντρωνε το 30,8% ενώ ο Σύριζα είχε πάρει την κάτω βόλτα, βρισκόταν στο 18,5%. Ποτέ δεν θα επανέκαμπτε. Θα εξαντλούσε εντούτοις σχεδόν την τετραετία, θα κυβερνούσε μέχρι το καλοκαίρι του 2019.

Τι μένει από τη θητεία του Αλέξη Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου;

Εκείνο, πρώτον, για το οποίο τον ευγνωμονούν οι «έχοντες και κατέχοντες», το ελληνικό κατεστημένο. Εφάρμοσε το τρίτο μνημόνιο ευλαβικά. Τήρησε τους όρους της συμφωνίας με τους δανειστές χωρίς την ελάχιστη τσιριμόνια. Οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση θα είχε λυγίσει υπό το βάρος των απεργιών, των διαδηλώσεων. Ο Σύριζα, διατηρώντας ακόμα το «ηθικό πλεονέκτημα», το φωτοστέφανο της «Πρώτη Φορά Αριστεράς»,μπορούσε να περνάει και το πιο αντιλαϊκό μέτρο σε συνθήκες κοινωνικής ειρήνης.

«Ε όχι και αντιλαϊκά μέτρα!» θα διαμαρτύρονταν οι Συριζαίοι υπουργοί. «Για εμάς λαός, λαϊκά στρώματα, είναι όσοι πράγματι κερδίζουν λιγότερα από δέκα χιλιάδες ευρώ τον χρόνο. Εκείνους τους φροντίσαμε πολλαπλώς, με απαλλαγές, με επιδόματα… Εάν εννοείτε τους δικηγόρους, τους γιατρούς, τους έμπορους, τους κυρ-Παντελήδες γενικά, καιρός δεν ήταν να τους ξεβολέψουμε;» Δεν τους ξεβόλεψαν απλώς. Τους αλάλιασαν στους φόρους και στις ασφαλιστικές εισφορές. Με τον διαβόητο νόμο Κατρούγκαλου κατάντησε ασύμφορο να αυξάνεις τον κύκλο εργασιών σου. Από ό,τι παραπάνω έβγαζες, τη μερίδα του λέοντος την έπαιρνε το κράτος.

Δεν χτύπησε ο Σύριζα και τη διαπλοκή; Δεν δυσκόλεψε τη ζωή των επιχειρηματιών που έκαναν πολιτικό παιχνίδι μέσω των μήντια; Ο νόμος για τις τηλεοπτικές άδειες αυτό δεν είχε σκοπό; Να βάλει τάξη στο τηλεοπτικό τοπίο.Να αναγκάσει τους καναλάρχες να πληρώνουν για να εκπέμπουν.Οι κακές γλώσσες θα πουν ότι η «Πρώτη Φορά Αριστερά» ήθελε απλώς να εκτοπίσει τους παλιούς νταβατζήδες -όπως τους είχε αποκαλέσει ο Κώστας Καραμανλής- και να τους αντικαταστήσει με δικούς του. Η πρωτοβουλία, έτσι κι αλλιώς, που με τέτοια ζέση ανέλαβε ο Νίκος Παππάς κρίθηκε αντισυνταγματική από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ματαιώθηκε.

Οι κακές γλώσσες θα προσθέσουν ότι η «Πρώτη Φορά Αριστερά» ποτέ δεν συγκρούστηκε ουσιαστικά με τους αληθινούς πυλώνες της εξουσίας.Ούτε με το μεγάλο κεφάλαιο, στο οποίο προσέφερε αρκετές διακριτικές εξυπηρετήσεις… Ούτε με την Εκκλησία.Ο Αλέξης Τσίπρας είχε αναπτύξει στενή σχέση με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο – στον βωμό της θυσίασε τον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη. Η δε συμφωνία Πολιτείας-Εκκλησίας που παρουσίασε τον Νοέμβριο του 2018, από πολλές απόψεις εξυπηρετούσε τη δεύτερη.

Ποια υπήρξε η μελανότερη και ποια η πιο φωτεινή στιγμή της διακυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα;

Για το πρώτο δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Η αποφράδα μέρα στάθηκε η 23η Ιουλίου 2018. Η πυρκαγιά στο Μάτι, που στοίχισε τη ζωή σε παραπάνω από εκατό ανθρώπους. Σε κάθε χώρα συμβαίνουν συμφορές, ολέθρια γεγονότα με αθώα θύματα. Για την εκατόμβη στο Μάτι θα μπορούσε κανείς να ενοχοποιήσει την κακή ρυμοτομία της περιοχής, τις χρόνιες παθογένειες της Πυροσβεστικής και της Αστυνομίας, τις εξαιρετικά δυσμενείς πράγματι καιρικές συνθήκες. Εκείνο που καταδίκασε την κυβέρνηση στη συνείδηση της κοινής γνώμης ήταν η φούρια της να διαχειριστεί επικοινωνιακά το γεγονός. Να συσκοτίσει την αλήθεια. Να αποσείσει τις ευθύνες της. Η εικόνα του Πάνου Καμμένου να επιπλήττει τους κατοίκους της περιοχής, να ρίχνει σε εκείνους την ευθύνη, προξενεί ακόμα ντροπή.

Και η φωτεινότερη στιγμή; Παρά τις πρόσφατες εξελίξεις, εξακολουθώ να πιστώνω στον Σύριζα τη Συμφωνία των Πρεσπών. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το «Μακεδονικό» είχε ξανανοίξει. Είχε γίνει μια πληγή που κατά καιρούς πυοροούσε. Το ότι ο Αλέξης Τσίπρας βρήκε τις κατάλληλες συνθήκες αλλά και το πολιτικό θάρρος να έρθει σε συννενόηση με τους γείτονες, να καπνίσει την πίπα της ειρήνης με τον Ζόραν Ζάεφ,καταγράφεται στα υπέρ του. Και ας μην του το συγχώρεσε η συντηρητικότερη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας. Και ας οργανώθηκαν συλλαλητήρια, στο ογκωδέστερο των οποίων μίλησε -σε βαθύτατο γήρας- ο Μίκης Θεοδωράκης…

Γιατί ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν υποστήριξε τις Πρέσπες; Διότι προφανώς θα δίχαζε το κόμμα του. Δεν είχε κανένα λόγονα το κάνει στην τελική ευθεία προς τις εκλογές. Ας έβγαζε ο Τσίπρας το φίδι από την τρύπα…

Στις 22 Ιουνίου του 2018, στο Ζάππειο, ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια. Για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του φορούσε γραβάτα -κόκκινη-, όπως είχε βάλει στοίχημα. Την έλυσε και την ανέμισε. Ο σκοπός του είχε επιτευχθεί. Η χώρα είχε βγει από την εντατική. Δεν ήταν πλέον διασωληνωμένη, εξαρτημένη για την κάθε ανάσα της από τους δανειστές.

Η Διαβολοδεκαετία που ξεκίνησε με την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Που οδήγησε το ελληνικό κράτος στη χρεοκοπία το 2010. Που μείωσε το ΑΕΠ κατά 25%, όσο ποτέ, πουθενά σε περίοδο ειρήνης. Που εκτίναξε την ανεργία και ανάγκασεμυριάδες Έλληνες -νέους κυρίως- να μεταναστεύσουν. Που δίχασε βαθιά την κοινωνία, συγκλόνισε τα κόμματα εξουσίας της Μεταπολίτευσης, έφερε στο προσκήνιο νέες δυνάμεις, κάποιες δημιουργικές, άλλες τερατώδεις. ΗΔιαβολοδεκαετία που άλλαξε άρδην την καθημερινότητα μας και γκρέμισε τους ζωτικότερους μύθους μας είχε τελειώσει. Με αμφιθυμίες και παλινωδίες, με άλματα αλλά και τρεκλίσματα, η πατρίδα είχε καταφέρει να ξανασταθεί στα πόδια της.

Φτύναμε τον κόρφο μας. Θυμόμασταν τις συμπληγάδες από τις οποίες περάσαμε. Τολμούσαμε -δειλά στην αρχή, είναι αλήθεια- να κάνουμε σχέδια για το μέλλον. Να ελπίσουμε ξανά στο καλύτερο.

Είχαμε διδαχθεί από τη Διαβολοδεκαετία; Και αν ναι, τι ακριβώς; Αυτό το ερώτημα είναι που παραμένει επίκαιρο. Πιο επίκαιρο ίσως από ποτέ, έξι χρόνια μετά.-

Χ.Α.ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ, 22/05/2024

Εγγραφή στο Newsletter