Ο Κώστας Τσαρτσαρής αφηγείται τη ζωή του στο παρκέ στη Λέτα Γκαρέτσου

Κώστας Τσαρτσαρής: Δεν μπορώ να σκεφτώ μια μέρα που να ένιωσα άσχημα για την καριέρα μου ή για οτιδήποτε από την καριέρα μου. Πάλι θα αποφάσιζα να σταματήσω όπως σταμάτησα,γιατί το να κοιμάσαι καλά τα βράδια δεν αγοράζεται με τίποτα.

 Μουσική

Σπικάζ

Είμαι η Νικολέττα Γκαρέτσου και ακούτε το podcast Πέρα από τα όρια.

Μουσική

Κ.Τ: Κοίταξε να δεις, εγώ λόγω του ότι μεγάλωσα στην επαρχία ήμουν όλη τη μέρα μέσα σε ένα γήπεδο. Έφευγα 2 η ώρα από το σχολείο στο δημοτικό και γύρναγα 10 η ώρα στο σπίτι μου. Κλείναν τα φώτα στο γήπεδο με το που νύχτωνε και καταλήγαμε στο μπάσκετ. Ήταν η δεύτερή μου επιλογή το μπάσκετ. Μπήκα στην ομάδα του δημοτικού κατά τύχη γιατί δεν ήμουν στην ομάδα του χωριού ας πούμε τον Σύλλογο, αλλά όταν μπήκα μάλλον το είχα και από την πρώτη στιγμή ας πούμε έδειξα να έχω ένα ταλέντο, το οποίο αργότερα αξιοποίησα βήμα-βήμα και ας πούμε έφτασα εδώ που είμαι.

Σπικάζ

Ο Κώστας Τσαρτσαρής, ένας από τους πιο αγαπητούς παίκτες στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, ξεδιπλώνει αναμνήσεις, εμπειρίες και συναισθήματα σε ένα επεισόδιο γεμάτο επιτυχίες και διακρίσεις. Η πορεία του στο παρκέ τεράστια, οι τίτλοι ακόμα περισσότεροι. Ένα παιδί από την επαρχία, που με κόπο και προσπάθεια έφτασε να αγωνίζεται για 11 χρόνια στον Παναθηναϊκό, να φτάνει στην κορυφή με την Εθνική ομάδα και να γίνεται παράδειγμα προς μίμηση για τις επιδόσεις του, μα πάνω από όλα για τον χαρακτήρα και το ήθος του. Επειδή όμως τίποτα δεν το κατακτάς χωρίς θυσίες, ας ακούσουμε το στόρι του, από τότε που ξεκινάει, περίπου 27 χρόνια πριν.

Κ.Τ: Προτού παίξω μπάσκετ στη Βέροια έπαιξα πολλά αθλήματα. Έχω περάσει από το χάντμπολ, βόλεϊ, στίβο, ποδόσφαιρο, όπως όλα τα παιδιά που μεγαλώσαμε σε γειτονιές και σε αλάνες. Παρόλο που ήμουν καλός και στα υπόλοιπα αθλήματα που προανέφερα, το μπάσκετ ήταν αυτό που με τράβηξε και γι’ αυτό λέω κιόλας ότι πολλές φορές το άθλημα δεν το διαλέγουμε εμείς, μας διαλέγει αυτό. Με κάποιον μαγικό τρόπο μπαίνει και ριζώνει στο μυαλό μας και μας δίνει κάποια ερεθίσματα που δεν τα έχουμε ξαναζήσει, οπότε μας τραβάει να πάμε την επόμενη μέρα ξανά το απόγευμα και πάλι ξανά την άλλη μέρα το πρωί, και έτσι ξεκίνησα λοιπόν να παίζω το μπάσκετ και να είναι όλη μου η ζωή.

Λέττα Γκαρέτσου: Θυμάσαι τη στιγμή που οι γονείς σου, οι προπονητές σου, ή ο περίγυρος σου και εσύ ο ίδιος καταλάβατε ότι πρέπει να κυνηγήσεις το όνειρο;

Κ.Τ: Εγώ νομίζω το κατάλαβα πρώτος, διότι παίζοντας καθημερινά πολλές φορές, είτε στο σχολείο ή στην ομάδα μου, όντας και ο ψηλότερος της ηλικίας μου είχα και ένα πλεονέκτημα συν το ταλέντο φυσικά, έτσι; Και περνούσα καλά και έβλεπα ότι δεν δυσκολευόμουν τόσο πολύ όσο οι υπόλοιποι ή δεν δυσκολευόμουν τόσο πολύ όσο σε άλλα πράγματα της καθημερινότητας. Οι γονείς μου δεν θεώρησαν ποτέ -δεν θεώρησαν μάλλον μέχρι τα 16-17 ίσως- ότι θα μπορούσα να ακολουθήσω αυτό το πράγμα και να το κάνω επάγγελμα πια. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν ερχόντουσαν ποτέ σε παιχνίδια, βεβαίως ήταν πολυάσχολοι οι άνθρωποι, θέλω να πω δουλεύαν δύο δουλειές ο καθένας καθημερινά. Οπότε δεν είχαν και τον χρόνο τον απαραίτητο, αλλά και από την άλλη όταν εμφανίστηκαν κάποιες προτάσεις να πάω στον Άρη και στον ΠΑΟΚ, δεν το είχαν πάρει και πάρα πολύ σοβαρά. Δηλαδή λένε οκ τώρα να φύγει να κάνει, τι είναι αυτό, μήπως χάνει τον χρόνο του και τέτοια πράγματα.

Μουσική

Σπικάζ

Ο Κώστας Τσαρτσαρής, ένας από τους πιο αγαπητούς παίκτες στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, ξεδιπλώνει αναμνήσεις, εμπειρίες και συναισθήματα σε ένα επεισόδιο γεμάτο επιτυχίες και διακρίσεις. Η πορεία του στο παρκέ τεράστια, οι τίτλοι ακόμα περισσότεροι. Ένα παιδί από την επαρχία, που με κόπο και προσπάθεια έφτασε να αγωνίζεται για 11 χρόνια στον Παναθηναϊκό, να φτάνει στην κορυφή με την Εθνική ομάδα και να γίνεται παράδειγμα προς μίμηση για τις επιδόσεις του, μα πάνω από όλα για τον χαρακτήρα και το ήθος του. Επειδή όμως τίποτα δεν το κατακτάς χωρίς θυσίες, ας ακούσουμε το στόρι του, από τότε που ξεκινάει, περίπου 27 χρόνια πριν.

Κ.Τ: Αυτό είναι μια πολύ μεγάλη και ιδιαίτερη ιστορία. Τελειώνω το λύκειο, αποφασίζω να πάω να κάνω προπονήσεις σε ένα καμπ στην Αμερική, στο Νιου Τζέρσεϊ συγκεκριμένα, όπου ενώ ήταν μία εβδομάδα η όλη διαδικασία, κάθισα ακόμα μία παίρνοντας υποτροφία σαν ο καλύτερος παίκτης. Εκεί προπονητής -και προπονητής της ομάδας της Ισλανδίας- ήταν ένας άνθρωπος, λοιπόν, όπου μου έκανε επιτόπου την πρόταση. Δεν νομίζω ότι θα ήταν και ποτέ η πρώτη μου επιλογή για να πάω Ισλανδία, είχα άλλα στο μυαλό μου, να ξεκινήσω στην Ελλάδα έστω από την δεύτερη κατηγορία ή και να κυνηγήσω το όνειρο μου για παραπέρα. Οπότε η απάντησή μου ήταν ότι γυρνάω Ελλάδα βλέπω τις προτάσεις μου, τις ζυγίζω και αποφασίζω. Γυρνώντας Ελλάδα, είδα ότι οι επιλογές μου ήταν περιορισμένες και έβρισκα και πρόβλημα με την τοπική ομάδα που είχε τα δικαιώματά μου, οπότε αποφάσισα να πάω να παίξω και δεν σου κρύβω ότι για μένα ήταν ίσως και το μεγαλύτερο μάθημα ζωής. Φεύγοντας σαν 17χρονος από το σπίτι, πρώτη φορά από μια επαρχιακή πόλη, να πάω τόσο μακριά, φαντάσου πόσο δύσκολο ήταν αλλά και πόσο καλό μου έκανε στο να ζήσω σαν Κώστας, σαν άνθρωπος μόνος μου, να αυτοσυντηρηθώ και να γνωρίσω νέες εμπειρίες.

Λ.Γ: Φεύγεις στα 17 μόνος ή έρχονται και οι γονείς μαζί;

Κ.Τ: Μόνος, ολομόναχος, δεν ήρθανε, δεν μπορούσαν να έρθουν. Αφενός διότι δούλευαν, αφετέρου τα έξοδα ήταν τεράστια και όπως είπα ήμουν από μια φτωχή οικογένεια. Έζησα 8 φανταστικούς μήνες, σκεφτόμουν τρόπους να μην ξαναγυρίσω στην Ελλάδα, ούτε καν για τις διακοπές μου.

Λ.Γ: Τον πρώτο καιρό, την πρώτη εβδομάδα που φτάνεις εκεί, σου πέρασε καθόλου από το μυαλό ότι «ώπα έκανα λάθος»;

Κ.Τ: Ε, ναι, ναι! Η πρώτη εβδομάδα όπως είπες. Καταρχήν με το που φτάνω, ήταν μέσα Σεπτέμβρη, πήγα με κοντομάνικο, με σορτσάκι, κύριος… είχε 30 βαθμούς η Ελλάδα. Με το που φτάνω και με παραλαμβάνουν οι άνθρωποι της ομάδας μου λενε έχεις κανένα μπουφανάκι εύκαιρο στην βαλίτσα ψηλά; Λέω ναι έχω, αλλά δεν μπορούσε να περάσει από το μυαλό μου ότι θα έκανε τόσο κρύο. Βγαίνοντας λοιπόν κατάλαβα τι εστί Ισλανδία, μια πολύ βόρεια χώρα ας πούμε, με ιδιαίτερα πολικές συνθήκες. Ένα παιδί, το οποίο είχε την οικογένεια του, είχε τους φίλους του, είχε τις συνήθειές του, ξαφνικά αλλάξαν όλα άρδην, βρέθηκα ξανά στο μηδέν και γι’ αυτό, όπως είπες και εσύ πολύ σωστά, η πρώτη εβδομάδα ήταν πολύ δύσκολη και κάνοντας ένα τηλέφωνο λοιπόν στο σπίτι λέω στη μητέρα μου, «επιστρέφω, δεν μπορώ». Και η απάντηση της μητέρας μου ήταν και το κλειδί. Μου λέει «εντάξει αγόρι μου, άμα δεν μπορείς έλα, γύρνα πίσω». Και εκεί μπήκε το πείσμα που συνέχισε να υπάρχει από τότε μέχρι τώρα και λέω όχι δεν θα μου πεις να γυρίσω τώρα, να τα παρατήσω δηλαδή αυτό εννοείς, ότι είναι εύκολο και αποφάσισα λοιπόν να μείνω, να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία και πραγματικά χαίρομαι που το έκανα γιατί ήταν εξωπραγματική εμπειρία τελικά.

Μουσική

Λ.Γ: Θεωρείς ότι σήμερα, το 2020, ένας αντίστοιχος νέος, θα το έκανε αυτό; Να πάει να παίξει σε μια ομάδα στην Ισλανδία προκειμένου να κυνηγήσει το όνειρο ή θεωρείς ότι έχουν αλλάξει τα δεδομένα και όλοι στοχεύουν απευθείας στο νούμερο ένα;

Κ.Τ: Κοίταξε, με κίνδυνο να περιαυτολογήσω, θεωρώ ότι για να κάνεις τέτοιες κινήσεις χρειάζεται να είσαι και μια ιδιαίτερη πάστα ανθρώπου, η οποία θα σε ακολουθήσει κιόλας και σε όλη σου την καριέρα και θα σε ξεχωρίσει από τους απλούς αθλητές και θα σε κάνει πρωταθλητή, έτσι;
Πρέπει να έχεις εγωισμό, πείσμα, στόχο, προσήλωση στο στόχο, σε ακραίο βαθμό όμως. Δεν αρκεί το να λες απλά ότι οκ είμαι ένας αθλητής που θέλει να κάνει κάτι. Θα πρέπει να παρατήσεις τα υπόλοιπα, πρέπει να κάνεις θυσίες πολλές. Το να πας Ισλανδία μπορεί να μην είναι τόσο μεγάλη θυσία τελικά γιατί οι υπόλοιπες μετά που έρχονται είναι πολύ μεγαλύτερες, οπότε προφανώς αν ένα παιδί έχει αυτά τα στοιχεία θα πάει. Ναι, σίγουρα θα πάει δεν θα το σκεφτεί δεύτερη φορά. Οι υπόλοιποι θα πούνε «μήπως να πάω σε μια πιο προηγμένη χώρα ή να μείνω εδώ, δεν πειράζει μωρέ, ας μείνω σε μια μικρότερη ομάδα εδώ και βλέπουμε…».

Λ.Γ: Η επόμενη μέρα μετά την Ισλανδία πού σε βρίσκει;

Κ. Τ: Με βρίσκει να κατεβαίνω Αθήνα για να δοκιμαστώ στην Νήαρ Ηστ Καισαριανή, τότε που ανέβηκε από την Α2 στην Α1. Προπονητής ο Πολίτης, ο ευρω-κόουτς λοιπόν. Είχα την τύχη να παίζει σε αυτήν την ομάδα ένας φίλος μου από την Βέροια, ο Σάββας Κυριακίδης, ο οποίος μου έκανε την ερώτηση αν ήθελα να δοκιμαστώ, διότι κάνουν δοκιμαστικά για παιδιά κ.λπ. Παρευρέθη λοιπόν στις προπονήσεις, 30 παιδιά ήταν εκεί, ήταν πάρα πολλά τα παιδιά ειλικρινά. Και από την πρώτη στιγμή, από το πρώτο μισάωρο με τράβηξε στην άκρη ο κύριος Πολίτης, μου λέει για πες μου «από πού είσαι, τι κάνεις, ποιο είναι το καθεστώς εκεί με την ομάδα σου». Λοιπόν, αφού του τα είπα, η μεταγραφή έκλεισε επί τόπου…

Μουσική

Σπικάζ

Έτσι, λοιπόν, το 1998 ο Κώστας Τσαρτσαρής άρπαξε την ευκαιρία και άρχισε να παίζει σε ελληνικά πλέον γήπεδα. Από εκείνη τη στιγμή το μέλλον του επιφύλασσε ευχάριστες εκπλήξεις.

Λ.Γ: Κεφάλαιο Περιστέρι. Τι σου έρχεται πρώτο πράγμα στο μυαλό από την παραμονή σου στο Περιστέρι;

Κ.Τ: Στο Περιστέρι έζησα πράγματα που δεν μπορούσα να ζήσω στην Καισαριανή και στην Ισλανδία, δηλαδή μια πάρα πολύ οργανωμένη ομάδα, με υψηλούς στόχους, υψηλό μπάτζετ. Τεράστια πόλη, πάρα πολύς κόσμος να την ακολουθεί. Ομάδα που διεκδίκησε τίτλους πραγματικούς τίτλους. Τη δεύτερή μου χρονιά κιόλας με τον αείμνηστο Αλφόνσο Φόρντ, Μπάιρον Ντκίνγκς, Παπαμακάριο, Πελεκάνο, είχαμε γενικότερα πάρα πολλούς και καλούς παίκτες, φτάσαμε λοιπόν να διεκδικούμε το πρωτάθλημα και το χάσαμε στις λεπτομέρειες. Εμπειρίες οι οποίες για μένα ήταν πάρα πολύ χρήσιμες στη συνέχεια και στην μεταπήδησή μου στο επόμενο λέβελ που ήταν ο Παναθηναϊκός.

Λ.Γ: Κάνε μου εικόνα τη μέρα εκείνη του καλοκαιριού που πήγες στη ΒΙΑΝΕΞ να υπογράψεις το συμβόλαιο -ορόσημο για την καριέρα σου.

Κ.Τ: Αγχωτικό καλοκαίρι, διότι το Περιστέρι περνούσε μια περίοδο οικονομικών δυσκολιών. Με τις πληρωμές, ξέρεις, πολλά παιδιά δυσανασχετούσαν, οπότε ήταν αβέβαιο το μέλλον στην ομάδα…

Μουσική

…παρ’ όλα αυτά εγώ έβλεπα τον Κώστα στην ομάδα να έχει καλύτερο, μεγαλύτερο ρόλο, να παίζει περισσότερο, να κάνει μεγαλύτερα πράγματα. Ένιωθα καλύτερα. Παρόλα αυτά όμως όταν ήρθε η πρόταση του Παναθηναϊκού κάτι μέσα μου φτερούγισε, διότι ήμουν Παναθηναϊκός.
Δεν σημαίνει βέβαια αυτό -να κάνω μια παρένθεση για να το ξέρει ο κόσμος- ότι αν είχα πρόταση από τον Ολυμπιακό, θα πήγαινα και στον Ολυμπιακό διότι οι επαγγελματίες πρέπει να σκέφτονται και επαγγελματικά όχι μόνο ρομαντικά. Έτυχε λοιπόν να πάω στην ομάδα που αγαπούσα μετά από μια εξαιρετική χρονιά της ομάδας, όπου κέρδισαν το Ευρωπαικό στην Μπολόνια. Δεν ξέρω αν μπορώ να περιγράψω γενικότερα τα συναισθήματα, για μένα ήταν ορόσημο να φτάσω εκεί που στόχευα εξαρχής. Να φτάσω δηλαδή να παίζω στον Παναθηναϊκό, στην ομάδα που αγαπούσα, δίπλα σε ανθρώπους που έβλεπα στην τηλεόραση και θαύμαζα, όπως ήταν ο Φράγκι ας πούμε.

Λ.Γ: Όταν υπέγραψες και έφυγες, είχες σκεφτεί ότι θα κρατήσει τόσα χρόνια;

Κ.Τ: Όχι. Κάθε φορά που τελείωνε το συμβόλαιο πάντα υπήρχε το ίδιο άγχος, εκτός από τις τελευταίες χρονιές όπου αποφασίζαμε και συμφωνούσαμε νωρίτερα. Κοίταξε ήταν ένα μεγάλο ταξίδι, όντως 11 χρόνια είναι πάρα πολλά. Είναι όμορφο ταξίδι όμως, διότι αυτές οι ομάδες δεν είναι εντελώς απρόσωπες. Φεύγοντας εγώ από το Περιστέρι είχα το άγχος ότι αν θα φύγω από μια οικογενειακή ομάδα όπως είναι το Περιστέρι, με ένα κλίμα τόσο όμορφο, αν θα πήγαινα σε μια ομάδα όπου ήταν τα πάντα ψυχρά. Παρόλα αυτά αντιμετώπισα κάτι παρόμοιο σε μεγαλύτερο βαθμό. Πολύς περισσότερος κόσμος να ασχολείται με την ομάδα, μέσα στην ομάδα. Το μόνο που άλλαξε ήταν οι στόχοι και η πίεση που υπήρχε διότι -κακά τα ψέματα- στην Ελλάδα η πίεση που έχει ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός δεν μπορεί να την βιώσει κάποιος άλλος στο εξωτερικό.

Μουσική

Λ.Γ: Πώς ήταν η πρώτη φορά που συνάντησες τον Ομπράντοβιτς;

Κ.Τ: Η πρώτη φορά ήτανε στο αεροδρόμιο. Η προετοιμασία του Παναθηναϊκού είχε ξεκινήσει όταν εγώ υπέγραψα, οπότε το ραντεβού μας είχαμε…ναι, νομίζω είχαμε πει στο αεροδρόμιο, για να φύγουμε για Σερβία για φιλικά παιχνίδια, μπράβο. Εκεί λοιπόν συναντηθήκαμε, είπαμε τις πρώτες κουβέντες, από εκεί και πέρα τα υπόλοιπα μου τα εξήγησε μέσα στο γήπεδο, με τον τρόπο του, με το πρώτο του ψάρωμα στην πρώτη προπόνηση και πάει λέγοντας.

Λ.Γ: Πώς είναι ένας αθλητής να έχει προπονητή τον Ομπράντοβιτς;

Κ.Τ: Κοίταξε, μην νομίζεις ότι είναι κανένας μπαμπούλας. Είναι ένας εξαιρετικός άνθρωπος, ο οποίος έχει φοβερές γνώσεις, φοβερή μεταδοτικότητα, ένας άνθρωπος που γνωρίζει ανά πάσα στιγμή τι σκέφτεται ο αθλητής, γιατί κι αυτός ήταν μεγάλος αθλητής, οπότε όταν πέρασε στην αντίπερα όχθη, είχε την ψυχολογία ήδη του παίκτη.
Μπορεί μέσα στο γήπεδο πολλές φορές να φαίνεται ότι κοκκινίζει, φωνάζει, κάνει, αλλά ό,τι κάνει και ό,τι λέει, το λέει για το καλό της ομάδας και του παίκτη του συγκεκριμένου. Ποτέ δεν θα προσβάλει τον αθλητή, γνωρίζουμε πολύ καλά πως ό,τι έλεγε το έλεγε με αγάπη, ποτέ δεν ήθελε λοιπόν να μας ρίξει ή να μας κάνει να νιώσουμε άσχημα, απλά αυτό που ζητούσε ήταν να κάνουμε αυτό που κάναμε στις προπονήσεις, αυτό που του έχουμε δείξει. Δεν ζητούσε τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο. Ήταν τελειομανής μεν, αλλά ήξερε ότι ο Κώστας μπορούσε να φτάσει μέχρι εκεί, ο Δημήτρης ο Διαμαντίδης μέχρι εκεί, και πάει λέγοντας.

Ήχος από το γήπεδο

“Με τον αριθμό 12 Κώστας Τσάρ, τσα, ρης!”
Κώστα ψυχάρα για πάντα τριφυλάρα, τα πρώτα δευτερόλεπτα που γίνεται η υποδοχή….

Μουσική

Σπικάζ

Αγωνίστηκε για 11 ολόκληρα χρόνια φορώντας τη φανέλα με το τριφύλλι. Μια σχέση ζωής, ένας παίκτης διαρκείας. Σήμερα, θέλω να μάθω τα πάντα. Τι ήταν αυτό που έκανε το ρόστερ του Παναθηναϊκού τότε τόσο δυνατό και πώς κατάφερναν άνθρωποι που συνυπήρχαν για χρόνια ολόκληρα να διατηρούν μια άψογη σχέση, με στόχο το καλό της ομάδας, αφήνοντας εκτός εγωισμούς και συμφέροντα.

Λ.Γ: Πώς έγινε και τόσο έντονες προσωπικότητες συνεργάστηκαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο;

Κ.Τ: Θεωρώ ότι ήταν επίτευγμα του προπονητή. Ο κύριος Ομπράντοβιτς είναι πραγματικά εξαιρετικός προπονητής, είναι μάστερ στην ψυχολογία και στο πώς μπορεί να έχει μια ομάδα να ισορροπεί σε όλα τα επίπεδα. Υπήρξαν και χρονιές όπου το ρόστερ της ομάδας θα μπορούσαν να ναι όλοι πρωτοκλασάτοι παίκτες σε οποιαδήποτε άλλη ομάδα του πρωταθλήματος της Ευρώπης. Παρόλα αυτά όμως ο Ομπράντοβιτς με την προσωπικότητά του, με την εμπειρία του, με τις γνώσεις του και με τα τρικ που εφάρμοζε συχνά-πυκνά, μας κρατούσε όλους προσγειωμένους. Μας επίστησε την προσοχή να ήμαστε πρώτα από όλα καλοί συμπαίκτες και μετά να κοιτά ο καθένας τον εαυτό του και νομίζω είναι και το βασικό συστατικό για να έχει επιτυχία μια ομάδα. Ο καθένας λοιπόν να σκέφτεται το εμείς και όχι το εγώ.

Λ.Γ: Ξέρεις τι σκέφτομαι, ότι ήσουν τόσα χρόνια στην ίδια ομάδα, με τους ίδιους ανθρώπους, νομίζω αποκλείεται σε ένα τέτοιο επίπεδο να μην έπεσε καμία ψιλή χωρίς να το πήρε χαμπάρι κανείς. Πώς τα καλύπτατε, δηλαδή εσύ, έχεις μείνει στον κόσμο ως το καλό παιδί. Δεν υπήρξαν στιγμές που και εσύ λίγο…

Κ. Τ: Ψιλές δεν έριξα, ούτε έφαγα, στο ξεκαθαρίζω (γέλια). Κοίταξε για να είναι μια ομάδα επιτυχημένη προφανώς υπάρχουν και αυτά τα πράγματα μέσα στην σεζόν. Υπάρχουν προστριβές, υπάρχουν αντιπαραθέσεις, φωνές… Ψιλές, όχι δεν θα το έλεγα.
Παρόλα αυτά όμως ναι, υπήρξαν στιγμές που μαζευτήκαμε όλοι μαζί στα αποδυτήρια και στο γραφείο του προπονητή για να τα πούμε λιγάκι χοντρά, για να ισορροπήσουν τα πράγματα. Πώς το ξεπερνάμε, πρώτα απ’ όλα, σφραγίζουμε τ’ αποδυτήρια. Ό,τι συμβαίνει μες στο σπίτι μας μένει μες στο σπίτι μας και δεν βγαίνει παραέξω, γιατί ο κόσμος έξω ψοφάει για τέτοια, και πολύ εύκολα μπορεί να γυρίσει ύστερα και να σου κάνει όλη την ομάδα άνω-κάτω. Αυτό ήταν λοιπόν ένα μεγάλο επίτευγμα του κ. Ομπράντοβιτς και της διοίκησης τότε του Παναθηναϊκού, όπου δεν έβγαινε τίποτα από τα αποδυτήρια.

Λ.Γ: Το 2012, σε έναν Παναθηναϊκό που άλλαζε ριζικά, εσύ και ο Διαμαντίδης ήσασταν οι δύο παίκτες που παραμείνατε ως βασικός κορμός.

Κ.Τ: Ναι

Λ.Γ: Πώς το βίωσες τότε, και τώρα στον τωρινό Παναθηναϊκό, που αλλάζει κι αυτός…

Κ.Τ: Ναι

Λ.Γ: … ριζικά. Ποιοι πιστεύεις ότι είναι οι αντίστοιχοι Τσαρτσαρής και Διαμαντίδης;

Κ.Τ: Το 2012, λοιπόν, ήταν πολύ δύσκολο καλοκαίρι. Έφυγε ο κύριος Ομπράντοβιτς, ακόμη και διοικητικά άλλαξε σκυτάλη από τους πρεσβύτερους πέρασαν τα… ηνία της ομάδος στον κ. Δημήτρη, πάρα πολλοί παίχτες φύγανε, έμεινα εγώ με τον Δημήτρη μονάχα. Δεν θέλω να πω γιατί και πώς μείναμε, όπως μπορεί να καταλάβει ο καθένας είναι πολύ δύσκολο να στηθεί μια ομάδα, να φτιάξει μια χημεία, πρωταγωνίστριας και πρωταθλήτριας ομάδος έχοντας λευκή κόλλα χαρτιού, έτσι; Κι έχοντας απλά δύο λέξεις εκεί πέρα μέσα. Ο κύριος Πεδουλάκης όμως έκανε εξαιρετική δουλειά εκείνο το καλοκαίρι, δουλέψαμε ατελείωτες ώρες μες στο γήπεδο, δεν ήταν εύκολα τα πράγματα, διότι υπήρξαν και παιχνίδια που ο κόσμος δυσανασχέτησε, ας πούμε, και μας γιούχαρε, που δεν το είχαμε ζήσει νωρίτερα. Παρόλα αυτά όμως καταφέραμε, σηκώσαμε κεφάλι, κάναμε μια ομάδα που έπαιζε ωραίο, αποδοτικό μπάσκετ, φέρναμε νίκες στον σύλλογο και φτάσαμε να διεκδικήσουμε και την είσοδό μας στο Final Four -για ένα σουτ δεν έγινε αυτό- παρόλα αυτά κερδίσαμε το νταμπλ στην Ελλάδα και εξελίχθηκε μια πολύ επιτυχημένη σεζόν.

Μουσική

Τώρα αν υπάρχουν Τσαρτσαρήδες ή Διαμαντίδηδες. Διαμαντίδηδες δεν υπάρχουν, το ξεκαθαρίζουμε. Εεε… Τσαρτσαρήδες ναι, υπάρχουν και θα βγούνε, έτσι, γιατί δεν θεωρώ ότι είμαι κάποιος αθλητής ο οποίος έκανε τα φοβερά πράγματα, οκ, απλά έκανα αυτά που ζητούσε ο προπονητής, ήμουν καλός συμπαίκτης, προσπαθούσα κάθε βράδυ να δίνω το 100%.
Έχει παιδιά, όπως ο Ντίνος ο Μήτογλου, ο οποίος έχει φοβερά προσόντα για να μπορέσει να προχωρήσει στη ζωή του και την καριέρα του, πρέπει μόνος του να το διεκδικήσει, μόνος του να δουλέψει, να είναι τυχερό το παιδί να μην έχει τραυματισμούς, και μακάρι να τον καμαρώσουμε και να περάσει και τον Τσαρτσαρή, να περάσει τον Φώτση, να περάσει οποιονδήποτε άλλον μπορεί.

Μουσική

Λ.Γ: Στη φετινή σεζόν θεωρείς ότι ο κόσμος του Παναθηναϊκού ίσως να μην αντέξει που η ομάδα δεν θα στοχεύει στο Final Four;

Κ.Τ: Ο κόσμος του Παναθηναϊκού, όπως και ο φίλαθλος κόσμος της Ελλάδας γενικότερα, ζει πολλές φορές με το παρελθόν και πολύ δύσκολα το προσπερνάει κιόλας. Το ένδοξο αυτό και καλό παρελθόν που είχε η ομάδα του Παναθηναϊκού τη δεκαετία του 2000 και λίγο απ’ το ’10 και μετά, δεν μπορείς να το φέρεις πίσω, για πολλούς και διάφορους λόγους. Ο κόσμος έχει συνδυάσει την ομάδα με κορυφή, έχει συνδυάσει την ομάδα με Final Four, με τίτλους, με μεγάλους παίκτες να απαρτίζουνε όχι μόνο την πεντάδα αλλά τη δωδεκάδα. Ας μην ξεχνάμε το ’07 και το ’09, ας πούμε, οι ομάδες οι οποίες ήτανε all star ομάδες πραγματικά και πολύ δύσκολα λοιπόν βλέπει την ομάδα να μην τα καταφέρνει χρόνο με τον χρόνο να βρίσκεται πάλι εκεί που θα ήθελε και γι’ αυτό υπάρχουνε και πολλές φορές μουρμούρες, οι οποίες φτάνουνε δυστυχώς και μέχρι το παρκέ μέσα και στα αποδυτήρια και δημιουργούνε πρόβλημα.
Η φετινή χρονιά έχει πάλι μία ιδιαιτερότητα, φεύγει η οικογένεια Γιαννακόπουλου οριστικά πια, ο κύριος Δημήτρης έκανε αυτή την 8ετία που ήταν στο τιμόνι της ομάδας πολύ μεγάλες προσπάθειες για να την κρατήσει ψηλά, παρόλα αυτά κι αυτουνού το χέρι μέχρι ένα σημείο μπορούσε να φτάσει, κι όχι να διεκδικήσει τα πρωτεία όπως η ΤΣΣΚΑ, οι Ρώσοι, οι Τούρκοι και οι Ισπανοί.
Φέτος λοιπόν, βλέπουν τον Δημήτρη Διαμαντίδη σε κάτι διαφορετικό, ο Φράγκι κι αυτός αναλαμβάνει περισσότερα πράγματα, από ‘κει και πέρα θα πρέπει ο κόσμος να καταλάβει ότι η ομάδα περνάει σε ένα διαφορετικό mode αυτή τη στιγμή, μιας αυτοσυντήρησης, ώστε να μπορέσει αύριο μεθαύριο, αν θα μπορέσει να βρει κεφάλαια από κάποιον ιδιώτη ή από διάφορους χορηγούς, να μπορέσει να επενδύσει και να φτιάξει την ομάδα που θα θέλανε. Ενδεχομένως και οι ίδιοι οι παράγοντες διατυμπανίζουν δεξιά αριστερά ότι δεν πάμε για πρωτάθλημα και πολύ σωστά κάνουν, δεν πάμε για ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, δεν ξέρω τι σκέφτονται για το ελληνικό, αλλά, ενδεχομένως να μην έρθει ούτε αυτό.
Θα πρέπει λοιπόν να στηρίξει ναι μεν την προσπάθεια πηγαίνοντας στο γήπεδο, από την άλλη όμως να καταλάβει ότι το ταβάνι έχει χαμηλώσει λιγάκι σε σχέση με τις προηγούμενες σεζόν, και κάνοντας υπομονή ελπίζω τα επόμενα χρόνια να ορθοποδήσουμε και να φτάσουμε εκεί που ήμασταν.

Μουσική

Λ.Γ: Μου ανέφερες τον Διαμαντίδη και τον Αλβέρτη. Τον τελευταίο καιρό στα social media υπάρχουν πάρα πολλά σχόλια γιατί δεν είναι δίπλα ο Τσαρτσαρής. Τι έχεις να πεις γι’ αυτά τα σχόλια;

Κ.Τ: Εντάξει, έχει γίνει ένας προγραμματισμός στην ομάδα, ο οποίος προγραμματισμός περιλάμβανε αυτά τα δύο παιδιά για… Εγώ κάνω κάποια πράγματα στη ζωή μου, να τα λέμε όλα απ’ την αρχή. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα αυτή τη στιγμή να πάω στον Παναθηναϊκό. Θα ‘πρεπε να αλλάξω τη ζωή μου ριζικά, διότι ενώ περίμενα τόσα χρόνια, δεν έγινε (γέλια) και έπρεπε και ‘γω να συνεχίσω τη ζωή μου, να κάνω κάποια άλλα πράγματα.
Αν υπάρξει και έρθει η πρόταση, θα το σκεφτόμουν, προφανώς, δεν ξέρω αν θα υλοποιούνταν όμως.

Σπικάζ

Αγωνίστηκε για 11 ολόκληρα χρόνια φορώντας τη φανέλα με το τριφύλλι. Μια σχέση ζωής, ένας παίκτης διαρκείας. Σήμερα, θέλω να μάθω τα πάντα. Τι ήταν αυτό που έκανε το ρόστερ του Παναθηναϊκού τότε τόσο δυνατό και πώς κατάφερναν άνθρωποι που συνυπήρχαν για χρόνια ολόκληρα να διατηρούν μια άψογη σχέση, με στόχο το καλό της ομάδας, αφήνοντας εκτός εγωισμούς και συμφέροντα.

Λ.Γ: Πώς είναι να αγωνίζεσαι για τη σημαία;

Κ. Τ: Με την Εθνική ομάδα περάσαμε από χίλια κύματα, περάσαμε από σεζόν όπου δεν ήμασταν σε καμία διοργάνωση, οπότε αναγκαζόμασταν να πάμε να παίζουμε δεξιά κι αριστερά κάποια τουρνουά, ενώ οι άλλοι παίζανε για τον τίτλο. Περάσαμε με πολλούς προπονητές διαφορετικούς, με γκρίνιες, μέχρι που ήρθε ο κ. Γιαννάκης, έσπασε αυγά, έδιωξε την παλιά φρουρά από την ομάδα, πήρε την απόφαση να συνεχίσει με τους νεότερους, εμείς θεωρώ ότι τον βγάλαμε ασπροπρόσωπο, παρ’ όλο που πιστεύω ότι μπορούσαμε να καταφέρουμε περισσότερα πράγματα, αλλά κάναμε κάποια μεγάλα πράγματα για την Εθνική ομάδα, για τη φανέλα, και για τους εαυτούς μας κατ’ επέκταση. Το 2005 και το 2006 στο Τόκυο ταυτόχρονα, ήτανε νομίζω δύο από τις σημαντικότερες σεζόν που είχε η Εθνική ομάδα έβερ, θα μπορούσε να συνεχίσει όλο αυτό το πράγμα, αν το 2007, ήμασταν λιγάκι πιο ψύχραιμοι και ‘γω προσωπικά (γέλια) με τους Ισπανούς στον… ημιτελικό, και φυσικά το 2008, αν ήμασταν λιγάκι πιο συγκεντρωμένοι στα σημαντικά παιχνίδια το χιαστί.

Λ.Γ: Τι πιστεύεις ότι έκανε την Εθνική του κόουτς Γιαννάκη τόσο ξεχωριστή, σε αντιπαράθεση με την Εθνική του τώρα που ψάχνει ακόμα να βρει τον τρόπο και τον δρόμο για να φτάσει ψηλά.

Κ. Τ: Πρέπει να συνυπολογίσουμε πολλά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα ο κύριος Γιαννάκης είναι ένας φοβερός άνθρωπος και ψυχολόγος σε θέμα τακτικής προφανώς είναι πολύ καλός, και γι’ αυτό έπαιρνε πάντα το 100% απ’ τον καθένα. Πρέπει ταυτόχρονα να δούμε πώς ήταν εκείνη η εποχή για έναν Έλληνα αθλητή και πώς είναι τώρα.
Τότε δεν υπήρχαν τα social media, υπήρχε ένα Facebook που ήταν ακόμα στην αρχή, ακόμα η μετοχή είχε 30$ (γέλια). Τώρα έχουνε να κάνουνε με 15 διαφορετικές πλατφόρμες, όπου αναλώνουν πολλή από την καθημερινότητά τους μέσα εκεί, κι όχι μόνο αυτό, διαβάζουν και τα σχόλια αυτά τα παιδιά. Διαβάζουν τα θετικά σχόλια που τους ανεβάζουνε στον ουρανό, που μπορεί να μην αξίζουν κιόλας, και διαβάζουν και τα άλλα σχόλια λοιπόν, που τους κατεβάζουν στα τάρταρα που πάλι δεν τ’ αξίζουν κι αυτά, οπότε η ψυχολογία τους κάνει ένα roller coaster και δεν νομίζω ότι στην ηλικία αυτή τα παιδιά μπορούν να το διαχειριστούν. Και δεν υπάρχει και υποδομή στην Ελλάδα, να διαχειριστούν οι αθλητές τέτοιες καταστάσεις. Δεν βλέπουμε λοιπόν τμήματα ψυχολογίας στις ομάδες, δεν βλέπουμε γενικότερα ενημέρωση των αθλητών για το τι θα αντιμετωπίσουν, οπότε βλέπουμε ότι πολλά παιδιά έχουν χάσει το μυαλό τους, έχουν χάσει τον προσανατολισμό τους και τον στόχο τους…

Λ.Γ: Θεωρείς ότι η δική σου γενιά σε σχέση με τα παιδιά τώρα, ήτανε μια πολύ πιο ταπεινή… πάστα παικτών;

Κ. Τ: Μπορεί να ήμασταν πιο ταπεινοί, αλλά ίσως να παίζουν ρόλο κι αυτά που προείπαμε, έτσι, ότι δεν είχαμε μάνατζερς από 10 χρονών, ότι δεν είχαμε τα social media να μας φουσκώνει τα μυαλά ο καθένας, κοριτσάκια από ‘δω, από ‘κει… Κι όλα αυτά παίζουν τον ρόλο τους.

Λ.Γ: Εσένα τα μυαλά σου δεν πήραν ποτέ αέρα; Σε όλη την πορεία; (γέλια).

Κ.Τ: Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, δεν μπορώ να το ξέρω. Θεωρώ ότι οι υπόλοιποι μπορούν να το πουν αυτό, που με βιώσανε, που με βιώνουν, που ξέρουν τον Κώστα από μικρό και μέχρι τώρα που έχω γκριζάρει.

Λ.Γ: Έχεις κερδίσει το Ευρωπαϊκό και με την Εθνική και με τον Παναθηναϊκό. Συγκρίνεται το συναίσθημα;

Κ. Τ:Με την Εθνική είναι που ενώνει όλη τη χώρα κι επειδή είναι κάτι το οποίο δεν το κερδίζεις και κάθε μέρα κι είχαμε κι εμείς πολλά χρόνια να το βιώσουμε αυτό και υπήρξαν και πολλές άκαρπες προσπάθειες. Με τον σύλλογο, με τον Παναθηναϊκό, είναι που παλεύεις έναν ολόκληρο χρόνο, δηλαδή είσαι 8, 9 μήνες με τους συμπαίκτες σου και με τους προπονητές, παλεύεις από την προετοιμασία, με τα ταξίδια, τα παιχνίδια, είναι πάρα πολύς ο καιρός όπου παλεύεις γι αυτό το κομμάτι και όταν φτάνεις λοιπόν στην πηγή και πίνεις νεράκι, όντως έχει πολύ ιδιαίτερη γεύση κι είναι φοβερή η χαρά. Οπότε, ναι μεν έχουν ίδια βαρύτητα, αλλά για διαφορετικούς λόγους.

Λ.Γ: Θεωρείς ότι ήσουνα… ο άριστος ο παίκτης τεχνικά, αθλητικά και τα λοιπά…

Κ.Τ: Όχι, όχι, όχι…

Λ.Γ: Ή ήταν ο χαρακτήρας σου ή κάποια άλλα πιθανόν προσόντα που σε ‘καναν να έχεις μια τόσο μεγάλη διάρκεια;

Κ. Τ: Δεν είχα ποτέ το Άριστα σε τίποτα, έτσι πιστεύω εγώ, έτσι μπορεί να σου πει ένας προπονητής που με είχε ας πούμε, να πει ότι είχε απλά δεν το λέει. Οκ, εγώ θεωρώ ότι δεν είχα το άριστα σε τίποτα. Δεν έπαιρνα μηδέν και σε τίποτα άλλο. Έπαιζα σ’ ένα υψηλό επίπεδο, και το έπαιζα κάθε βράδυ. Προσπαθούσα να δώσω στην ομάδα πράγματα τα οποία δεν ήταν διατεθιμένοι να τα δώσουν άλλοι. Δηλαδή να κάνω και 5 φάουλ αν χρειαζόταν, να μαρκάρω δηλαδή τον αντίπαλο καλό παίκτη, να θυσιαστώ, να κάνω 5 φάουλ σκληρά, να τα νιώσει ο αντίπαλος ο καλός ο παίκτης και να μην μπορέσει να σουτάρει. Μου άρεσε να πασάρω, μπορούσα να σουτάρω και μπορούσα να παίξω και πολύ καλά στο λόου ποστ, μπορούσα να κάνω πράγματα για την ομάδα και αν τα ζητούσε η ομάδα ένα βράδυ, ναι θα τα έκανα, θα βγαινα και πρώτος σκόρερ. Αλλά δεν ήταν πρωταρχικός μου στόχος μπαίνοντας στο παιχνίδι να βάλω ή 15 ή 20 πόντους, απλά ήθελα να δω πώς θα βοηθήσω την ομάδα να φτάσει στη νίκη. Τελείωνα παιχνίδια με 0 πόντους κι έφευγα ο πιο χαρούμενος απ όλους.
Παρόμοιες ιστορίες έχω και με τον Διαμαντίδη. Παίζαμε παιχνίδια που επειδή είχαμε και το σπόρμπορντ, τον πίνακα στο ΟΑΚΑ που είχε τους πόντους, και τύχαινε εγώ με τον Διαμαντίδη να μην έχουμε βάλει πόντο και να γυρνάει ο Ομπράντοβιτς και να λέει Τσαρτσαρής Διαμαντίδης ζίρο πόιντς, θέλετε να παίξετε; Και μεις λέγαμε όχι, ας πούμε, δεν είναι ότι κυνηγούσαμε τα γαλόνια, τους πόντους έτσι στατιστικά… Αυτό θεωρώ λοιπόν για τον Κώστα τον Τσαρτσαρή ότι είναι ένας παίκτης, ο οποίος ναι μεν έκανε πολλά πράγματα, δεν τα έκανε όμως σε άριστο βαθμό αλλά ήτανε κάθε βράδυ εκεί.

Λ.Γ: Θεωρείς, με βάση την όλη σου εμπειρία στο μπάσκετ, ότι μπορούν να ξεπεραστούν τα ανθρώπινα όρια, όντας μπασκετμπολίστας σε αυτό το επίπεδο;

Κ. Τσ: Θεωρώ ότι όρια δεν έχει ο άνθρωπος, απλά έχει όριο στους στόχους. Αυτό και μόνο. Αν βάλεις στόχο οτιδήποτε, μπορείς να το καταφέρεις. Ενδεχομένως κάθε άνθρωπος έχει όμως και κάποιες αντοχές ή κάποια ταβάνια σωματικά. Εγώ δεν θα μπορέσω ποτέ να τρέξω το 9, 16 ας πούμε στο κατοστάρι, όμως αυτό που έχω αποφασίσει να κάνω και που έχω βάλει σαν στόχο, μπορώ να το πετύχω. Δεν υπάρχει όριο σε αυτό. Εγώ ξεκίνησα να παίζω μπάσκετ επειδή μου άρεσε και απλά να είναι μέρος της ζωής μου το μπάσκετ και ξαφνικά κατάφερα να είμαι εδώ μαζί σας και να μιλάμε για την καριέρα μου.

Λ.Γ: Ποιά ήταν έτσι η πρώτη φορά που είπες στον εαυτό σου, εγώ σήμερα ξεπέρασα τον εαυτό μου.

Κ.Τ: Στις προετοιμασίες. Δεν μπορούσα το τρέξιμο με τίποτα και όταν μας έβαζε αυτά τα τρεξίματα ο γυμναστής, έλεγα αποκλείεται να το βγάλω αυτό, δεν το έχω κάνει ποτέ στη ζωή μου και τελικά το κατάφερα και το έκανα, βέβαια με αντίκτυπο απίστευτη κόπωση ας πούμε και τσαντίλα.

Μουσική

Λ.Γ: Γιατί δυστυχώς στην Ελλάδα ένας μπαμπάς και μια μαμά φοβούνται να πάρουν το παιδί τους και να πάνε σε ένα ντέρμπι Ολυμπιακού-Παναθηναϊκού στο γήπεδο;

Κ. Τ: Γιατί τα έχουμε κάνει σαν τα μούτρα μας. Και διοικητικά από τις ομοσπονδίες ή και μάλλον να το πάω πιο ψηλά κιόλας, από την πολιτεία, στις ομάδες λοιπόν, μετά οι διοικήσεις και μετά οι ίδιοι οι παίκτες φταίμε γι’αυτό, έτσι; Διότι όταν αυτά συνέβαιναν μπροστά μας, όταν περνούσαν οι κροτίδες μπροστά από τα πρόσωπά μας ή και κάποιες φορές χτυπούσαν τα πρόσωπά μας, δεν κάναμε τίποτα. Ντάξει, οκ, θα μου πεις κάποιος τώρα, πολύ ωραία τα λες ρε Τσαρτσαρή 40 χρονών φευγάτος, τότε δεν έκανες κάτι, τι μας το παίζεις μάγκας; Συμφωνώ. Δεν μπορώ να πω κάτι, δεν έκανα, και είναι κάτι το οποίο με πικραίνει και το σκέφτομαι, αλλά για να γίνει η αλλαγή σε όλο αυτό το κομμάτι πρέπει να συνεργαστούν όλοι αυτοί οι φορείς λοιπόν που προανέφερα, να γίνει μια ενημέρωση, να μάθουν τα παιδιά πώς να είναι σωστοί φίλαθλοι, τι είναι αθλητισμός, τι πρεσβεύει ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός, όχι αυτά που νομίζουνε όλοι οι οργανωμένοι. Είναι κάτι περισσότερο, κάτι διαφορετικό για να μπορέσουν τελικά αυτοί ο γονείς να πάρουν τα παιδάκια τους και να πάνε ανενόχλητοι και να περάσουν κανά δίωρο καταπληκτικό.

Λ.Γ: Πιστεύεις όμως ότι στην Ελλάδα, που έχει τις βάσεις που έχει και την νοοτροπία και την κουλτούρα που έχει, μπορεί κάποια στιγμή να εξαλειφθούν τα φαινόμενα της βίας και του χουλιγκανισμού;

Κ.Τ: Φυσικά μπορούν. Εδώ ολόκληρη Αγγλία που σκοτώνονταν μέσα στο γήπεδο καθημερινά, κατάφερε και το άλλαξε. Δεν θα μπορέσουμε εμείς; Απλά χρειάζεται να να ρίξουμε μπουνιά στο μαχαίρι.

Λ.Γ: Θα φανταζόσουν τον εαυτό σου σε έναν ενεργό ρόλο στην ομοσπονδία;

Κ.Τ: Κοίταξε, είναι κάτι που με ενδιαφέρει και θα μου άρεσε, ναι, δεν το κρύβω. Η ομοσπονδία πια έχει φτάσει σε ένα σημείο που χρειάζεται μια αλλαγή. Το ελληνικό μπάσκετ επιζητάει και διψάει για κάτι διαφορετικό. Κι εγώ είμαι της άποψης ότι πρέπει να μπει νέο αίμα, πρέπει να μπουν άνθρωποι οι οποίοι έχουν νέες ιδέες, να κάνουν διαφορετικά πράγματα, χωρίς να παραβλέπουμε φυσικά τα θετικά που έχουν προσφέρει οι προηγούμενοι, έτσι; Γιατί ο κύριος Βασιλακόπουλος έφερε πάρα πολύ ψηλά το ελληνικό μπάσκετ και του το οφείλουμε αυτό, αλλά πρέπει να κατανοήσουμε ότι χρειάζεται και αλλαγή. Κι αν κάποιος αποφασίσει αύριο μεθαύριο να μου πει: «Κώστα να έρθεις μαζί μας να πορευτούμε», θα το κάνω με μεγάλη μου χαρά.

Μουσική

Λ. Γ: Ποιος είναι ο αγαπημένος σου συμπαίκτης;

Κ. Τ: Έχω συνεργαστεί με τον Διαμαντίδη επί 10 χρόνια, 9 χρόνια. Με έκανε καλύτερο παίκτη, με έκανε και μάγκα πολλές φορές. Συγχρόνως και γω νομίζω τον βοήθησα σε πολλά στοιχεία του παιχνιδιού. Νομίζω ότι ο Δημήτρης ήταν αυτός με τον οποίο συνεργάστηκα καλύτερα. Είχαμε την καλύτερη επικοινωνία, αλλά θα ήταν άδικο να βγάλω από τη συζήτηση όμως και πολλά άλλα παιδιά, τα οποία με βοήθησαν ή που πέρασα και καταστάσεις που πραγματικά ήταν ανεξίτηλες.

Λ.Γ: Ο πιο περίεργος συμπαίκτης που είχες, που να ήταν τίγκα στους ψυχαναγκασμούς, να μην ήτανε νορμάλ η κατάσταση…

Κ. Τ: Κοίταξε, άμα λες για ψυχαναγκασμούς είναι ο Σπανούλης, δεν υπάρχει άλλος. Νομίζω, είναι αποδεκτό από όλους τώρα πια. Δεν είχα συμπαίκτες που δεν θα ήθελα να ξαναδώ μπροστά μου. Με όλους συνεργάστηκα καταπληκτικά, όλοι τους ήταν φοβερά παιδιά και για αυτό έχω να λέω πάντα, ότι τα παιδιά του μπάσκετ είναι τα καλύτερα που μπορείς να βρεις. Σίγουρα υπάρχουν εκεί έξω περίεργοι τύποι, αλλά εγώ αυτούς που έζησα δεν μπορώ να πω τίποτα για κανέναν από όλους αυτούς.

Λ.Γ: Δεν θέλω να χρησιμοποιήσω τη λέξη χειρότερος, ίσως κάποιος που δεν σε ευνόησε, που δεν σου έδωσε τόσα πράγματα. Ποιον προπονητή θα διάλεγες ως αυτόν που εν τέλει στο τέλος της συναναστροφής σας δεν πήρες πολλά πράγματα.

Κ.Τ: Κανένας. Από όλους πήρα κάτι, ακόμα και από τον Ιωαννίδη που με έκοψε τελευταία στιγμή από την Εθνική ομάδα και με πίκρανε πάρα πολύ. Από τον Κασλάουσκας που συνεργάστηκα μια χρονιά στην Εθνική ομάδα και ενώ είχαμε καλή ομάδα δεν τα καταφέραμε, πήρα πράγματα από αυτόν. Δεν νομίζω όμως να είχα προπονητή που δεν θα ήθελα να του μιλήσω αν τον έβρισκα στον δρόμο ή να μην σηκώσω το τηλέφωνο να δω τι κάνει. Δεν ξέρω ίσως να είμαι από τους τυχερούς ανθρώπους να έχω και καλούς συμπαίκτες και καλούς προπονητές ή εγώ είμαι πολύ βολικός, δεν ξέρω (γέλια).

Λ.Γ: Υπάρχει κάποια στιγμή όμως αγωνιστικά που να σε βαραίνει τα βράδια; Κάποια λάθος κίνηση;

Κ. Τ: Ναι υπάρχουν, ναι. Το 2007 στον ημιτελικό με τους Ισπανούς έχασα την ψυχραιμία μου σε μια σημαντική στιγμή για την ομάδα και το παιχνίδι, όπου θεωρώ ότι στοίχησε στην μετέπειτα πορεία, όπου τσακώθηκα και με τον Καλντερόν και με κανά δυό ακόμα. Ψιλές δεν πέσανε, επαναλαμβάνω. Ένα είναι αυτό, ένα είναι πάλι με τους Ισπανούς, το 2006, έναν χρόνο νωρίτερα στον τελικό, όπου μαζί με όλη την ομάδα βέβαια, δεν κατεβήκαμε στον τελικό για να παίξουμε. Δεν κατέβηκαμε για να μην παραφράζει ο κόσμος, πήγαμε, αλλά δεν ήμασταν νοητικά εκεί, πνευματικά δεν ήμασταν, όπου διαλυθήκαμε. Δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο, έτσι; Προφανώς θα μπορούσα να αλλάξω πράγματα αν γυρνούσα πίσω, αλλά εντάξει είναι, στον αθλητισμό υπάρχουν και τα λάθη, υπάρχουν και διάφορες καταστάσεις.

Μουσική

Σπικάζ

Το 2013 ο Κώστας αποφασίζει να βάλει τέλος στην μπασκετική του καριέρα, προκαλώντας στεναχώρια σε όλους τους φίλους του Παναθηναϊκού. Ο παίκτης-ορόσημο του Συλλόγου, κρεμάει τη φανέλα, βγάζει τα παπούτσια του και αποχωρεί από το παρκέ αφήνοντας πίσω μια πλούσια ιστορία.

Ηχητικό από τη βράβευση του Κώστα Τσαρταρή

«Πρόκειται για ένα παίκτη που συνέβαλε τα μέγιστα στην ομάδα (βροχή από χειροκροτήματα)
Απόψε σταματάει την ενεργό δράση στην ομάδα της καρδιάς του! Κώστα Τσαρτσαρή σε ευχαριστούμε!»

Το φινάλε ήτανε κάτι που το επεξεργαζόσουνα μέσα σου για καιρό, ή απλά μια μέρα σηκώθηκες και είπες «Ήταν μέχρι εδώ, εγώ σταματάω».

Κ.Τ: Ένα χρόνο. Ακριβώς από το προηγούμενο καλοκαίρι, το ‘χα πάρει απόφαση, είπα θα μείνω τελευταία χρονιά, τώρα που έγιναν οι αλλαγές εδώ, ο μόνος που το ξερε ήταν ο Διαμαντίδης, ο οποίος προσπαθούσε πάντα να μου πει ότι λέω χαζομάρες, οκ, θα αλλάξω γνώμη και λοιπά… αλλά δεν άλλαξα ούτε στο ελάχιστο και δεν μετανιώνω καθόλου, αφενός γιατί ήταν μια ειλημμένη απόφαση και τελείωσε όπως θα ήθελα. Αφετέρου τελείωσε έχοντας παίξει ένα καλό παιχνίδι, μέσα στο γήπεδο του Ολυμπιακού, νικήσαμε, με καλή εμφάνιση δική μου και πήραμε και το πρωτάθλημα. Νομίζω ήταν μια ιδανική λοιπόν συγκυρία, όπου μ΄έκανε να κοιμάμαι ακόμα καλύτερα τα βράδια…

Λ.Τ: Είναι κάτι το οποίο σε βαραίνει… δηλαδή τώρα τα χρόνια που ‘χουνε περάσει το σκέφτεσαι να πεις ότι σταμάτησα σε μια φάση της ζωής μου που ήμουνα σε πολύ καλή φόρμα, θα μπορούσα να ‘χω κι άλλο. Έφυγες με το κεφάλι ψηλά, δεν σε βαραίνει το τι θα γινόταν αν είχες παραμείνει λίγο ακόμη;

Κ. Τ: Κοίταξε, μόνο χειρότερα θα μπορούσαν να γίνουν φαντάζομαι, διότι ήδη έπαιρνα τον μπασκετικό κατήφορο. Το πικ είχε περάσει, έβλεπα τον Κώστα ότι δεν μπορούσε να τρέξει όπως έτρεχε παλιότερα, να πηδήξει όπως πηδούσε παλιότερα, η εμπειρία είναι πολύ σημαντικό κομμάτι παρόλα αυτά το άθλημα εξελίσσεται, γίνεται πιο γρήγορο και ο Κώστας δεν μπορούσε να ακολουθήσει πολύ καλά αυτές τις τάσεις και δεν ήθελα επ ουδενί να ακούσω έστω κι έναν άνθρωπο απ᾽ την κερκίδα να πει «πού πας τώρα με τον Κώστα Τσαρτσαρή, τον παππού ας πούμε, που δεν μπορεί να τρέξει», αυτό θα ‘ταν για μένα μαχαιριά στην καρδιά, και δεν θα μπορούσα να ζήσω και να το ξεπεράσω εύκολα. Οπότε αποφάσισα να το κάνω εκείνη τη δεδομένη στιγμή, που ακόμα ήμουνα σε ένα καλό σημείο και για να μην με λυπηθεί κανένας. Και να μην είμαι ο Κώστας που κουνάει την πετσέτα στην άκρη του πάγκου.

Λ. Γ: Πώς είναι η επόμενη μέρα που από το παρκέ και την πρώτη γραμμή, πας πίσω από την γραμμή και αρχίζεις και προπονείς νέα παιδιά;

Κ. Τ: Θα το πάω λίγο πιο πίσω, πριν ξεκινήσω να προπονήσω. Με το που τελειώνει η καριέρα του αθλητή, σπάει η φούσκα, βγαίνεις στην πραγματική ζωή και αρχίζεις να αντιμετωπίζεις λοιπόν καταστάσεις που δεν ήξερες ότι υπήρχαν. Να πληρώνεις λογαριασμούς, να κάνεις, να ράνεις, που όλα αυτά ήταν πάνω-κάτω λυμένα ή ήταν πολύ πιο εύκολα γιατί υπήρχε και το εισόδημα. Δεύτερον, βλέπεις τι γίνεται κάθε απόγευμα από τις 4 μέχρι τις 9 το βράδυ, δεν ήξερα τι υπήρχε αυτήν την ώρα, διότι εκείνη η ώρα ήταν για μένα στο γήπεδο. Τι είχε η τηλεόραση. Δεν περνούσε η ώρα. Γκρίνια, μουρμούρα, σπίτι, ξέρεις όλα αυτά που γίνονται, νομίζω είναι φυσική συνέχεια και απόρροια του ότι χάνεις ένα μεγάλο κομμάτι της καρδιάς σου και της καθημερινότητάς σου.
Αυτό είναι ένα δύσκολα διαχειρίσιμο κομμάτι, λοιπόν, που λύθηκε εν μέρει όταν ξαναμπήκα στο παρκέ, σαν προπονητής αυτήν την φορά, το οποίο είναι διαφορετικό κομμάτι από τον αθλητή. Πρέπει να σκέφτεσαι διαφορετικά, όμως έχει να κάνει με ένα συγκεκριμένο, με το ίδιο μάλλον αντικείμενο, με το ίδιο πράγμα. Με την πορτοκαλί μπάλα. Για το άθλημα που μεγάλωσα, που πήρα πολλές εμπειρίες, που πήρα πολλά από αυτό το άθλημα και προσπαθώ να τα δώσω πίσω στα παιδιά αυτήν την φορά με τον δικό μου τρόπο. Καλό ή κακό συνεχίζω έτσι.

Λ.Γ: Πετυχαίνεις παιδάκια με τα οποία μπορείς να ταυτιστείς, να δεις τον εαυτό σου χρόνια πριν;

Κ. Τ: Ναι! Ναι υπάρχουν παιδάκια που βλέπω την ίδια διάθεση, την ίδια σπίθα στο μάτι τους. Μου αρέσει πάρα πολύ να ξεκινάω από το σπίτι μου και να ξέρω ότι θα έχω αυτά τα παιδιά στην προπόνηση σήμερα, διότι βλέπω ότι το υπεραγαπούν, έχουν τρέλα. Αυτό χρειάζεται λοιπόν ένα παιδί για να μπορέσει να προχωρήσει και όταν το βλέπω αυτό στα παιδιά αυτά, έχουν δεν έχουν ταλέντο, είναι χαρά μου να κάνω τις προπονήσεις.

Λ. Γ: Αν είχες μια θέση, στην οποία έπρεπε να στελεχώσεις το ροστερ ομάδας μιας με νεαρούς, και είχες απέναντι σου έναν σούπερ αθλητικό ταλαντούχο, με φυσική κατάσταση και από την άλλη ένα παιδάκι όχι και τόσο αθλητικό, με όχι μεγάλο ταλέντο αλλά με πολύ μεγάλη αντίληψη. Σε ποιον θα πόνταρες;

Κ Τ: Πρέπει να δούμε ποιες είναι οι τάσεις στο μπάσκετ. Αυτή τη στιγμή οι τάσεις στο μπάσκετ έχουν να κάνουν με την αθλητικότητα, για παιδιά που τρέχουν το γήπεδο πολύ γρήγορα, που μπορούν να πηδήξουν και να καρφώσουν την μπάλα, ή να αμυνθούν ψηλά στο καλάθι. Βέβαια ένα παιδί που έχει αντίληψη, που όταν λέμε αντίληψη τότε μιλάμε για ταλέντο, δηλαδή που πρέπει να παίρνει σωστές αποφάσεις, γιατί αυτό είναι το ταλέντο επί της ουσίας, δεν είναι αυτός που βάζει τα τρίποντα συνέχεια. Ταλέντο είναι αυτός που παίρνει σωστές αποφάσεις. Νομίζω ότι θα πήγαινα στον παίκτη λοιπόν που θα έπαιρνε πάντα σωστή απόφαση για τον ίδιο και για τους συμπαίκτες του.

Λ.Γ: Να κάνουμε ένα άλλο σενάριο; Αν ο Ομπράντοβιτς αναλάμβανε μια ομάδα εκτός Ελλάδας και σου έλεγε «Κώστα έχω αυτή τη θέση», έναν ρόλο ενεργό, που θα τον ήθελες, θα το σκεφτόσουν να αφήσεις την ζωή στην Ελλάδα και να πας δίπλα στον Ομπράντοβιτς σε έναν ενεργό ρόλο;

Κ. T: Κοίταξε, το θέμα Ελλάδα δεν με απασχολεί τόσο, για το εξωτερικό, γιατί το ‘χω ζήσει και στην ακραία του μορφή και γνωρίζοντας ότι η ζωή του αθλητή μπορεί να είναι στη χώρα του, μπορεί να είναι κάπου αλλού, κάθε χρόνο μπορεί να είναι διαφορετικά, εντελώς διαφορετική η στέγαση. Ο κύριος Ομπράντοβιτς προφανώς από μόνος του αποτελεί κίνητρο, διότι ξέρεις ότι θα γίνει μια πολύ σοβαρή δουλειά, θα πας σε μια ομάδα η οποία θα διεκδικεί κάτι και φυσικά δίπλα του μπορεί να πάρεις και πράγματα. Φυσικά και θα το σκεφτόμουν, αλλά κι αν δεν μου έβαζες τον Ομπράντοβιτς πάλι στην πρόταση, πάλι θα το σκεφτόμουν εξίσου σοβαρά αυτό, ναι.

Λ.Γ: Λοιπόν, πες ότι τώρα, στην ηλικία που είσαι, μας ζητάνε να φτιάξουμε την ιδανική 5άδα με Έλληνες, για να πάτε να πάρετε έναν βαρβάτο τίτλο. Όχι όμως να το πάμε χρόνια πριν, όπως είναι τα δεδομένα τα τωρινά. Ποιους θα έβαζες στην ομάδα;

Κ.Τ: Ποιους θα έβαζα ε; Πωωωω. Λοιπόν, θα έβαζα Διαμαντίδη, Σπανούλη, Παπαλουκά, Φώτση, Μπατίστ και μετά θα είχα μια 7άδα με Τσαρτσαρήδες… (γέλια)

Λ.Γ: Και προπονητή; Ή μόνοι σας θα κάνατε κουμάντο;

Κ.Τ: Προπονητή; Χρειάζεται και προπονητή αυτή η ομάδα;

Λ.Γ: Ε, δεν θα χρειαστεί;

Κ.Τ: Θα χρειάζεται λες; (γέλια)

Λ.Γ: Μπορεί, δεν υπάρχουν στιγμές που θα θολώσετε κι εσείς;

Κ.Τ: Εντάξει, οποιοσδήποτε. Οποιοσδήποτε προπονητής απ’ αυτούς που συνεργάστηκα, θα μπορούσε πραγματικά να κουμαντάρει εξαιρετικά αυτή την ομάδα. Ναι, νομίζω θα κέρδιζε τίτλους αυτή η ομάδα.

Λ.Γ: Τι χρώμα θα είχε αυτή η ομάδα;

Κ.Τ: Γαλανόλευκο (γέλια)

Λ.Γ: Έχεις κάποιο μπασκετικό απωθημένο;

Κ.Τ: Δεν δοκίμασα ποτέ το κομμάτι της Αμερικής, δηλαδή το να πάω να δοκιμάσω να προπονηθώ εκεί κι αν μπορέσω να με επιλέξουν έχει καλώς. Αλλά εντάξει δεν είναι ότι δεν κοιμάμαι τα βράδια επειδή δεν έκανα αυτό, να λέμε και την αλήθεια.

Μουσική

Σπικάζ

Το 2013 ο Κώστας αποφασίζει να βάλει τέλος στην μπασκετική του καριέρα, προκαλώντας στεναχώρια σε όλους τους φίλους του Παναθηναϊκού. Ο παίκτης-ορόσημο του Συλλόγου, κρεμάει τη φανέλα, βγάζει τα παπούτσια του και αποχωρεί από το παρκέ αφήνοντας πίσω μια πλούσια ιστορία.

Λ.Γ: Τι τίτλο θα έβαζες αν παρομοίαζες την καριέρα σου με μια ταινία;

Κ.Τ: Ωωω, αυτό θέλει σκέψη τώρα ρε συ. Κάπου θα υπάρχει ένας τίτλος πιασάρικος, έτσι που μπορεί να αντικατοπτρίζει, αλλά μάλλον θα πρέπει να το περιγράψουμε κάπως. Ίσως το βρούμε με κάποιον τρόπο: λοιπόν ένα παιδί ξεκινώντας λοιπόν από τα χαμηλά, από μικροαστική οικογένεια, κατάφερε να ξεπεράσει τα όνειρα του, κατάφερε να επιτευχθούν όλοι οι στόχοι του και να τους ξεπεράσει ενδεχομένως. Ένας άνθρωπος που δεν έβγαζε μάτια κάθε μέρα στο γήπεδο, αλλά αλλά για κάποιο λόγο ήταν πάντα στο υψηλό επίπεδο.

Μουσική

Λ.Γ: Αν απ’ όλη σου την μπασκετική πορεία, έπρεπε να συγκρατήσεις ένα ματς ή μια στιγμή, που θα την είχαμε σε ένα dvd και θα την έδειχνες στα παιδιά σου για να σε θαυμάσουν ή να τους πεις «να τι έκανα», ποια θα διάλεγες;

Κ.Τ: Φαντάζομαι θα ήταν το τελευταίο μου παιχνίδι ή μάλλον η τελευταία μου εμφάνιση στο γήπεδο, όπου κάναμε τη φιέστα στο γήπεδο του Ολυμπιακού Σταδίου, για να πανηγυρίσουμε μάλλον την κατάκτηση του τίτλου. Και κει ήταν που ανακοίνωσα κι όλας ότι σταματάω την καριέρα μου, όπου ήταν πολύ ιδιαίτερη και συγκινητική στιγμή για μένα σαν ημέρα, έχοντας δίπλα μου τόσους συμπαίκτες και τόσους φίλους που πορευτήκαμε όλα αυτά τα χρόνια μαζί. Κι επειδή ήτανε ταυτόχρονα, συγγνώμη ήτανε μαζί εκείνη την ημέρα και όλοι άνθρωποι της διοίκησης που με στηρίξανε, από τον κύριο Παύλο δηλαδή μέχρι τον κ. Δημήτρη.

Ηχητικό από την βράβευση

(Μιλά ο Κώστας Τσαρτσαρής) Ευχαριστώ πάρα πολύ, για την τιμή τη σημερινή. Περάσαμε 11 καταπληκτικά χρόνια, με πολλές χαρές, λιγότερες λύπες, ευχαριστώ πάρα πολύ για την στήριξη την προσωπική, αλλά περισσότερο για την στήριξη την ομαδική. Η ομάδα αυτή είναι καμάρι της Παναθηναϊκής οικογένειας (θερμά χειροκροτήματα) και πρέπει να τη στηρίζουμε πάντοτε. Ευχαριστώ πάρα πολύ! Θα είστε πάντα η οικογένειά μου!”

Σπικάζ

Αυτή ήταν η ιστορία του Κώστα Τσαρτσαρή, ενός μπασκετμπολίστα πρώτης γραμμής, που δίδαξε τι θα πει ευ αγωνίζεσθαι και έκανε όλον τον κόσμο ανεξαρτήτως ομάδας να τον χειροκροτήσει.

Ακολούθησέ με στο pod.gr και στη σελίδα μου στο fb πέρα από τα όρια podcast για να δεις φωτογραφίες του Κώστα, από τη μέρα της ηχογράφησης.