Χωμ Χωμ | Βγάζοντας γλώσσα στη Μύκονο

Σπικάζ

Ακούτε Χωμ – Χωμ, ένα podcast με τον Χρήστο Χωμενίδη, δηλαδή εμένα. Με τις ιστορίες μου, το δέρμα σας ξαναβρίσκει την εφηβική του λάμψη.

Διαφημιστικό μήνυμα

Είναι ώρα να απολαύσεις τον καφέ σου μαζί με τα αγαπημένα σου Seven Days mini κρουασάνς και μπισκότα. Η πλούσια κρέμα και η αφράτη ζύμη των Seven Days mini, συνοδεύουν τέλεια τον καφέ, όλες τις ώρες της ημέρας.


Χρήστος Χωμενίδης:
Κόντευε Αύγουστος. Κόντευε ένας μήνας από τον θάνατο του μπαμπά μου κι επέμεναν κάθε απόγευμα να μας κάνουν συλλυπητήριες επισκέψεις. Πολλοί δεν έπαιρναν καν τηλέφωνο. Μας χτυπούσαν το κουδούνι -το θεωρούσαν δεδομένο ότι θα ήμασταν σπίτι, οι βαρυπενθούντες δεν πηγαίνουν βόλτες- και ότι θα έχουμε την όρεξή τους.

Μουσική

Τους έβγαζε η μαμά μου στη βεράντα, τους κέρναγε καφέ ή μπύρα, καρπούζι παγωμένο απαρεγκλίτως, στην τρίτη γουλιά βαριαναστέναζαν, «πάει ο Αλέξανδρος…» έλεγαν. Στον εαυτό τους το’ λεγαν για να χωνέψουν το δυσάρεστο. Επανέρχονταν έπειτα σε εμάς, μάς συμπονούσαν, είχαμε γίνει η χήρα και το ορφανό… Αναμειγνύονταν κι άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους, παλιοί φίλοι του πατέρα μου, μακρινοί συγγενείς. Όταν δοκίμαζε κάποιος να ελαφρύνει την κουβέντα, να μιλήσει ας πούμε για πολιτική, κάποιος άλλος τον επανέφερε στην τάξη. «Κλαίνε τον άνθρωπο τους», του έλεγε αυστηρά «τι τους νοιάζουν αυτά;»
Η μάνα μου -πιστεύω- λειτουργούσε κάπως σαν αυτόματο. Πώς αλλιώς θα άντεχε; Εάν έμπαινε στη διαδικασία να σκεφτεί τι είχε τραβήξει από τη μέρα που διαγνώστηκε ο πατέρας μου -παραμονή των Φώτων – κι αν συνειδητοποιούσε σε ποια κατάσταση βρισκόταν τώρα, θα έπρεπε να σπαράζει μέρα-νύχτα. Καλύτερα που κοιτούσε απλανώς, που μετά βίας συμμετείχε στις συζητήσεις, που σηκωνόταν ξαφνικά για να ποτίσει τα λουλούδια.
Όταν έφευγαν επιτέλους οι μουσαφίρηδες, χαλαρώναμε. Έβγαζε εκείνη τα μαύρα, φορούσε τις ωραίες καλοκαιρινές πυζάμες της. Έβαζα εγώ στο πικάπ το σάουντρακ από το «Γρανίτα από Λεμόνι» ή από το “American Graffiti” -μπλουζ και ροκ εν ρολ των 50ς που τα’χα μόλις ανακαλύψει- «μην το δυναμώσεις πολύ…» με είχε παρακαλέσει την πρώτη φορά, «δυνάμωσε το όσο θες!» είχε διορθώσει αμέσως τον εαυτό της, «πού ζούμε; σε κανένα χωριό, να σκοτιζόμαστε τι θα πουν οι γείτονες;»
Κι ας της είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι, ήταν πολύ ξεκάθαρη στις αποφάσεις της. Όχι, δεν θα πηγαίναμε να μείνουμε με τον παππού και τη γιαγιά μου. Όχι, δεν θα άλλαζα σχολείο. «Το Κολλέγιο δίνει υποτροφίες!» είχε πει σε κάποιον ξάδελφο ο οποίος αγωνιούσε δήθεν πώς θα τα φέρναμε βόλτα, φοβόταν -υποψιάζομαι- μην του ζητήσουμε δανεικά. Όχι, δεν θα καλούσε τον θείο να με δείρει άμα έκανα σκανταλιές, «τι άλλο θα ακούσω!» του είχε απαντήσει ειρωνικά. «Δεν θα αλλάξει τίποτα στον τρόπο που μεγαλώνεις», μου είχε υποσχεθεί. Και είχε -μιλάμε για το 1979- και τον νόμο ακόμα εναντίον της.
Τα χρόνια εκείνα, πριν από την αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου, μία γυναίκα που χήρευε δεν αναλάμβανε αποκλειστικά την επιμέλεια του ανήλικου παιδιού της. Το δικαστήριο διόριζε έναν άνδρα παρεπίτροπο για να την ελέγχει…
«Θέλω να σας κάνω ένα δώρο», μας είπε η Σύλβια, το Συλβάκι, που με πήγαινε -όσο βρισκόταν ο μπαμπάς μου στο νοσοκομείο- σινεμά. «Μία εβδομάδα διακοπές στη Μύκονο.» Η Σύλβια σπούδαζε ψυχολογία αλλά ο πατέρας της είχε γραφείο ταξιδίων. «Και εισιτήρια και ξενοδοχείο πληρωμένα, εμείς τα παίρνουμε κάτω του κόστους. Πείτε, σας παρακαλώ, ναι!» «Ναι!» ενθουσιάστηκα εγώ.

Δεν γνώριζα τίποτα για τη Μύκονο εξόν από τον Πέτρο τον πελεκάνο.

Μουσική

Είχα δει τη φωτογραφία του σε ένα περιοδικό. Περιφερόταν -λέει- στα στενά κι ο κόσμος τον κερνούσε ψαράκια, τα οποία άρπαζε λαίμαργα μα δεν τα έχαβε αμέσως, τα αποθήκευε στο προγούλι που είχε κάτω από το ράμφος του. Ούτε η μάνα μου ήξερε -πιστεύω- πολύ περισσότερα κι ας τραγουδούσε τους στίχους του Γκάτσου σε μουσική Χατζιδάκι «στον εικοστό αιώνα, στην Μύκονο, είδα τον Ροβινσώνα με δίκανο…»
Δύο πλοία έκαναν τότε τη γραμμή. Το «Ναϊάς», που είχε κομψότατο σουλούπι και μια καμπάνα στην πλώρη – να τη χτυπάς, φαντάζομαι, σε ώρα κινδύνου. Και το «Απόλλων», που δεν ήταν καν φέρι-μποτ, έδενε κατά μήκος της αποβάθρας, οι επιβάτες μπαινόβγαιναν από μια πλαϊνή μπουκαπόρτα.
Πήραμε το «Ναϊάς» στον πηγαιμό και το «Απόλλων» στην επιστροφή. Με το που ξεμακρύναμε από τον Πειραιά, μαγεύτηκα. Δεν είχα ξαναταξιδέψει στο Αιγαίο. Θαύμαζα τα πάντα. Τους γλάρους που μάς ακολουθούσαν γαβγίζοντας.
( ήχοι από κρώξιμο γλάρων)

Μουσική

Τα υπολείμματα των χίπηδων, κάτι παρέες με μακριά μαλλιά και γένια που κουβαλούσαν όλα τους τα υπάρχοντα στην πλάτη -από τους σάκκους τους κρέμονταν μέχρι κατσαρολικά- και άραζαν στο κατάστρωμα και έπαιζαν κιθάρα και οι κοπέλες τους δεν φορούσαν σουτιέν, το μπλουζάκι κολλούσε στο στήθος τους όπως και το βλέμμα μου, δεκατριών χρονών ήμουν, σε μια καλπάζουσα εφηβεία.
Η Μύκονος όταν την πρωτοείδα μού φάνηκε σαν την πεντάμορφη του παραμυθιού μεταμορφωμένη σε νησί.

‘Μουσική

Όχι τα άσπρα σπίτια με τα μπλε παράθυρα. Όχι οι ανεμόμυλοι. Και τα μουλάρια ακόμα, και η μυρωδιά της καβαλίνας τους, συνάρπαζε τις αισθήσεις μου! Φτάσαμε μεσημέρι. Μας έκανε εντύπωση που οι δρόμοι ήταν σχεδόν άδειοι, αν εξαιρέσεις τους ντόπιους και τις γριές στα κατώφλια. Δεν υποψιαζόμασταν ότι διακοπές εκεί σήμαινε να κοιμάσαι αφού έχει χαράξει και να ξυπνάς καλό απόγευμα και να κάνεις πράγματα αδιανόητα για τη μικροαστική ή και τη μεσοαστική αντίληψη.
Βγήκαμε βόλτα το βραδάκι. Μου ’φυγε το κλαπέτο.
Κατάλαβα πως ένιωθε ο Οδυσσέας δεμένος στο κατάρτι, με τις σειρήνες να τον τριγυρίζουν και να τον κολάζουν. Το δικό μου κατάρτι ήταν η ηλικία μου. Και η μάνα μου που με κρατούσε από το χέρι.
Καθίσαμε σε ένα μπαρ, στη Μικρή Βενετία. Ένας Άραβας με κελεμπία -θα νομίζετε τώρα ότι σας λέω ψέμματα, σας ορκίζομαι όμως σε ό,τι έχω ιερό!- ένας Άραβας μού χάρισε ένα ρολόι. «Δώσ’ το αμέσως πίσω! Αμέσως!» ούρλιαξε σχεδόν η μάνα μου. Κοιτούσε γύρω της αλαφιασμένη. Ήταν πολύ ωραία στα σαράντα της – ποιος ξέρει πόσοι θα της έκλειναν το μάτι, ίσως και να της έπιαναν τον κώλο, δίχως εγώ να παίρνω χαμπάρι. Άλλη στη θέση της, θα με είχε αρπάξει και θα είχαμε φύγει με το επόμενο καράβι. Η μαμά μου όχι. Μπορεί να έσφιγγε τα δόντια αλλά δεν μάσαγε.
Βρεθήκαμε έξω από ένα μπαρ που το έλεγαν “Piero’s”. Στα σκαλιά του γινόνταν drag show. Κάτι εντυπωσιακότατες, πανύψηλες γυναίκες χόρευαν κατά τον πιο προκλητικό τρόπο. Δεν μου περνούσε από τον νου ότι δεν ήταν ακριβώς γυναίκες. Παρακάτω, σε μια πλατεΐτσα, είχε μαζευτεί κόσμος και χειροκροτούσε δυο σκυλιά που ζευγάρωναν…
«Θέλω να πάμε στο Σούπερ Παραντάιζ!» «Μα είναι πλαζ γυμνιστών!» «Και τι πρόβλημα έχεις εσύ; Ο μπαμπάς θα με πήγαινε!» «Δεν δέχονται ανήλικους!» μου είπε μπας και με κάμψει. «Εδώ με βάζουν στα ακατάλληλα έργα στον κινηματογράφο! Είμαι 1,75!» Πώς επιβάλλεσαι σε έναν μουρλαμένο πιτσιρικά; Η μάνα μου είχε επιλέξει τον τρόπο της σιωπής. Έλεγε «όχι» και δεν ξανάνοιγε το στόμα της. Και πόνταρε στο ότι εγώ δεν θα τολμούσα να την αγνοήσω στην πράξη. Και κέρδιζε…
Μετά τη δεύτερη μέρα, δεν είχα ιδιαίτερη όρεξη να κατεβαίνουμε στην πόλη. Τι νόημα έχει να αναπνέεις το όργιο αν δεν μπορείς να συμμετέχεις; Κολυμπούσαμε στην παραλία του συμπαθούς ξενοδοχείου, ανεχόμασταν την παρέα και το παλαιομοδίτικο φλερτ ενός κοτσονάτου στρατηγού, διαβάζαμε. Ένα παιδάκι, ντόπιο, με έμαθε να ψαρεύω με πετονιά. «Αυτό μάλιστα! Είναι η περιπέτεια που σού ταιριάζει!» επικρότησε η μαμά μου βλέποντάς με να δολώνω. Γύλους βγάζαμε και σπάρους, τους πηγαίναμε στην κουζίνα να μας τους τηγανίσουν. Κάποια στιγμή η πετονιά μου τεντώθηκε, τράβηξε δυνατά, είχα αγκιστρώσει κάτι μεγάλο. Με την τύχη μάλλον του πρωτάρη παρά από μαεστρία, ρυμούλκησα στον μώλο μία γλώσσα επτακόσια γραμμάρια. Την κοίταζα και δεν το πίστευα! Είχα πιάσει κάτι που θα το σέρβιραν και στην καλύτερη ταβέρνα! Μπορούσα να κάνω το τραπέζι στη μαμά μου!
Έτσι λοιπόν, τον Αύγουστο του 1979, έβγαλα γλώσσα στη Μύκονο.-

Μουσική

Αυτό ήταν το Χωμ Χωμ. Η καλύτερη ώρα για να με ακούτε είναι κόβοντας τα νύχια σας. Αλλά αν θέλεις στη ζωή σου να προκόψεις, τα νύχια σου Τετάρτη και Παρασκευή μην κόψεις.
Τη μουσική γράφει ο Χρήστος Σούμκας. Μπορείτε επίσης να με ακούτε κάθε ώρα και στιγμή στο Spotify, στα Apple podcast ή όπου αλλού ακούτε podcast, από το κινητό σας.

Διαφημιστικό μήνυμα

Είναι η ώρα που θέλω κάτι, κάτι συναρπαστικό και απολαυστικό μαζί με τον καφέ μου. Τα Seven Days mini
Croissants, με γεύση κακάο και μιλφέιγ. Yπέροχες κρέμες μέσα σε αφράτο mini croissant συμπληρώνουν τέλεια τη γεύση του καφέ.

Μουσικό σήμα

Pod.gr Το καλό να ακούγεται