Χωμ Χωμ | Ίσως να λέγεται νεότητα
Σπικάζ
Ακούτε Χωμ – Χωμ, ένα podcast με τον Χρήστο Χωμενίδη, δηλαδή εμένα. Με τις ιστορίες μου, το δέρμα σας ξαναβρίσκει την εφηβική του λάμψη.
Διαφημιστικό μήνυμα
Είναι ώρα να απολαύσεις τον καφέ σου μαζί με τα αγαπημένα σου Seven Days mini κρουασάνς και μπισκότα. Η πλούσια κρέμα και η αφράτη ζύμη των Seven Days mini, συνοδεύουν τέλεια τον καφέ, όλες τις ώρες της ημέρας.
Χρήστος Χωμενίδης: Το 1986 ήμασταν είκοσι χρονών. Δευτεροετείς στη Νομική, συχνότερα μάς έβρισκες στα στέκια γύρω από τη Σχολή παρά στα αμφιθέατρα. Στις καφετέριες των οδών Σόλωνος, Μασσαλίας και Σκουφά, οι οποίες ζούσαν αποκλειστικά σχεδόν από τους φοιτητές.
Δυό-τρεις μιμούνταν τα παρισινά μπιστρό. Μιά άλλη είχε rock’n’roll δήθεν αέρα. Στους τοίχους της αφίσες με τον Τζέιμς Ντιν, τον Μάρλον Μπράντο και τη Μέριλιν Μονρόε, στον κατάλογο μιλκ-σέικ και μπέργκερ, οι θαμώνες Αμερικάνοι του Βαλκανικού Νότου, τα κορίτσια με αλογοουρές, τα αγόρια με πέτσινα μπουφάν και με φαβορίτες. Μέσα στο πολυώροφο πάρκινγκ της οδού Ιπποκράτους λειτουργούσε κι ένα κλασσικό κυλικείο, το οποίο σέρβιρε ούζο με μεζέ κι έπαιζε λαϊκά στο κασετόφωνο. Εκεί πήγαιναν οι πιό εναλλακτικοί, με τα αμπέχωνα και τα βαριά ελληνικά τσιγάρα, “Sante” ή “Δελφοί”.
Τι τα θες όμως; Παντού μάς καταδίωκαν οι νεολαίες των κομμάτων. Δαπίτες επεδίωκαν να μας προσηλυτίσουν δελεάζοντάς μας με εκδρομές στη Μύκονο. Κνίτες μάς προσκαλούσαν σε φεστιβάλ και σε συναυλίες του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Οι Αριστερές Συσπειρώσεις έταζαν καταλήψεις και οδομαχίες με τα ΜΑΤ. Για να τους αποφύγουμε, περνούσαμε την πόρτα του Ηλία του Ρωχάμη.
Ρωχάμης ήταν το παρατσούκλι που είχε μόνος του υιοθετήσει, θεωρώντας ότι μοιάζει -αν όχι στην όψη, στο ήθος- με τον διάσημο ληστή. Με το αξύριστο σκαμμένο πρόσωπό του, με τα χρυσά του δόντια και τα δαχτυλίδια, έδινε πράγματι την εντύπωση του υποκοσμιακού τύπου σε εμάς τουλάχιστον, τα φοιτητάκια που δεν είχαν βγει καλά-καλά από το αβγό. Καθόταν όλη μέρα πίσω από ένα μεταλλικό γραφείο και μάς έσπαγε τα κατοστάρικα σε δεκάρικα για να τα ρίχνουμε στις σχισμές των φλίπερ, των πάκμαν και των λοιπών ηλεκτρονικών παιχνιδιών που γέμιζαν το μαγαζί του. Έβγαζαν κάλους τα δάχτυλά μας σφίγγοντας τους μοχλούς. Καθένας είχε αποκτήσει μια ειδικότητα – άλλος να προσγειώνει εικονικά αεροπλάνα, άλλος να βάζει τρίποντα στην ψηφιακή προσομοίωση μπάσκετ, άλλος να στέλνει τις μεταλλικές μπίλιες στις τρύπες τους, να πετυχαίνει χάι σκορ στο φλίπερ κι εκείνο να τον επιβραβεύει με μια δωρεάν παρτίδα. Ο Ηλίας Ρωχάμης εγκατέλειπε πότε-πότε τη θέση του και τριγυρνούσε ανάμεσά μας σχολιάζοντας και εμψυχώνοντας. “Καλά το πας, Ρωχαμόπουλο!” έκανε με ύφος προπονητή, “άμα περάσεις πίστα, κερνάω μπύρα!” Τον ίδιον δεν το είχαμε δει -εννοείται- ποτέ να παίζει…
Βγαίναμε παραζαλισμένοι από’ του Ρωχάμη. Είχαμε χάσει την παράδοση Πολιτικής Δικονομίας και Ειδικού Ενοχικού, κατηφορίζαμε αναποφάσιστοι τη Σόλωνος, ο Γιώργος κι εγώ. Είχε έναν λαμπρό χειμωνιάτικο ήλιο, θα αποτελούσε ήττα να επιστρέψουμε στα σπίτια μας, στα στρωμένα τραπέζια των μαμάδων μας – άσε που σε τέσσερις ώρες είχαμε ραντεβού με τα κορίτσια μας έξω από τον κινηματογράφο “Αττικόν”, πού να πηγαίνεις πέρα-δώθε με το τρόλεϊ, Κυψέλη-Σταδίου;
Το κυριότερο ωστόσο ήταν πως η Αθήνα μάς φαινόταν μαγική. Κοιτάζαμε τους διαβάτες και λαχταρούσαμε να τους γνωρίσουμε όλους. Να τους ακολουθήσουμε στις διαδρομές τους, να εξακριβώσουμε πού μένουν, πώς ζουν. Κάθε άνθρωπος -το πιστεύαμε ακράδαντα- αποτελούσε έναν ολόκληρο, συναρπαστικό κόσμο, δονούνταν από πάθη κι από δράματα, έκρυβε μυστικά.
Ζαχαρώναμε δίχως σπουδαία ανταπόκριση τις πωλήτριες που έβγαιναν από τα πολυκαταστήματα για ένα τσιγάρο στο πεζοδρόμιο. Παρατηρούσαμε αρκετά αδιάκριτα τους καστανάδες και τους κουλουρτζήδες – ο Γιώργος τούς λυπόταν, φρονούσε πως ίσα που τα ‘φερναν βόλτα ξεροσταλιάζοντας στις γωνίες, εγώ αντιθέτως είχα την εντύπωση ότι -δίφραγκο το δίφραγκο- τα κονομούσαν μια χαρά. “Άσε που είναι οι περισσότεροι” του έλεγα, μεταφέροντας πληροφορία από την αριστερή μου οικογένεια, “άσε που είναι οι περισσότεροι χαφιέδες της αστυνομίας…”. “Θες να τον περιμένουμε να σχολάσει, να δούμε πού θα πάει;” Στο μισάωρο πάνω είχαμε βαρεθεί – “αυτός μπορεί να μείνει εδώ μέχρι το βράδυ, να μπει έπειτα στο αυτοκίνητο του και να τον χάσουμε…” “Λες να έχει και αυτοκίνητο;” “Τουλάχιστον μοτοσυκλέτα με καλάθι. Για να βάζει μέσα τον σάκο με τα απούλητα κάστανα.”
Μουσική
Κάναμε μεταβολή προς την Ομόνοια. Οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας ήταν μονίμως πηγμένοι – το μετρό δεν είχε καν σκαφτεί. Γύρω από κάθε περίπτερο, δυό-τρεις τουλάχιστον λαθραναγνώστες διάβαζαν τους τίτλους των κρεμασμένων εφημερίδων. Η έντυπη δημοσιογραφία αποτελούσε τη βασική πηγή ενημέρωσης, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο ελεγχόταν από την κυβέρνηση – ούτε ο 9,84 δεν είχε ανοίξει ακόμα – ηχούσε επαναστατικό να μιλάς για ελεύθερη ραδιοφωνία – ο υπουργός Τύπου άφριζε και απειλούσε ότι θα κατέρριπτε τους δορυφόρους, οι οποίοι θα εξέπεμπαν, κατά την άποψή του, από τη στρατόσφαιρα το αλογόκριτο πρόγραμμα. Στους τοίχους ξεθώριαζαν τα συνθήματα από τις εκλογές της προηγούμενης χρονιάς. Κουρέλιαζαν οι αφίσες των υποψηφίων βουλευτών. Ένα μονάχα σύνθημα παρέμενε ανεξίτηλο επί δεκαετίες: “Κατς = Σικέ = Όλα Απάτη”. Το διαβάζαμε έξω από το οβελιστήριο της Ακαδημίας κι έξω από την Λυρική Σκηνή κι έξω από το πορνοσινεμά “Αλάσκα” στα Χαυτεία. Αναρωτιόμασταν ποιός να είχε τέτοια λύσσα με το κατς.
Μουσική
Στην οδό Αθηνάς υπήρχαν μαγαζιά με πολύ φθηνά ρούχα. Νάυλον πουκάμισα, μάλλινα σώβρακα, γραβάτες ένα κατοστάρικο οι τρεις. Είχαν και κράχτες στημένους στην είσοδο – “θα σε ντύσω γαμπρό, παλικάρι!”, σου έλεγαν άμα κοντοστεκόσουν και σε έπιαναν από το μπράτσο. Εκεί ακριβώς είχε ο Γιώργος την έμπνευση. “Θα μπούμε εμείς στα σπίτια!” αναφώνησε ξαφνικά. “Πώς;” “Θα παραστήσουμε τους δημοσιογράφους. Ότι κάνουμε -δήθεν- ένα ρεπορτάζ. Ή μια δημοσκόπηση…” “Θα μάς ανοίξουν;” “Πας στοίχημα;”
Μουσική
Ο πατέρας του Γιώργου είχε μανία με την τεχνολογία. Ταξίδευε ως δικηγόρος ναυτιλιακών εταιρειών κι αγόραζε ό,τι δεν είχε φτάσει ακόμα στην Ελλάδα. Είχε φέρει cd player από την Ολλανδία το 1983 και μάς το έδειχνε όλος καμάρι – “λειτουργεί με ακτίνες λέιζερ!” μάς εξηγούσε. “Δυστυχώς δεν πουλιούνται ακόμα δισκάκια εδώ…” Είχε εγκαταστήσει στην ταράτσα τους την κεραία ενός επαγγελματικού ασυρμάτου, φορούσε τα ακουστικά κι άκουγε με τις ώρες τις κουβέντες των ναυτικών από τα πλοία που διέσχιζαν το Αιγαίο, ίσως και τη Μαύρη Θάλασσα.
“Μα λένε κάτι τόσο ενδιαφέρον;”
Με κοίταξε σαν ανόητο.
“Το θέμα είναι ότι μπορώ και τους πιάνω! Χωρίς παράσιτα!” Το πιό πρόσφατο απόκτημά του ήταν μια βιντεοκάμερα. Ζύγιζε ίσαμε δέκα κιλά και δεν είχε ενσωματωμένη την κασέτα – έπρεπε να κουβαλάς και ένα βαλιτσάκι, συνδεδεμένο με καλώδιο, σε εκείνο γινόταν η εγγραφή. Η μπαταρία φορτιζόταν επί οκτώ ώρες και άδειαζε μέσα σε δύο. Φορτώθηκα εγώ το βαλιτσάκι, ο Γιώργος την κάμερα και βγήκαμε στο δρόμο.
Μουσική
Παγκράτι, Καισαριανή, Βύρωνας… Περιπλανιόμασταν από γειτονιά σε γειτονιά και κάθε τόσο σταματούσαμε στην είσοδο κάποιας πολυκατοικίας, διαβάζαμε προσεκτικά τα ονόματα στα κουδούνια, διαλέγαμε όποιο μας ενέπνεε. “Ποιος είναι;” ακουγόταν μια φωνή από το θυροτηλέφωνο. “Από την τηλεόραση! Για μια έρευνα κοινής γνώμης!” Ο Γιώργος είχε δίκιο. Οι μισοί σχεδόν άνοιγαν, μάς έλεγαν και σε ποιόν όροφο να ανέβουμε.
Ήτανε τόσο χαμηλή η εγκληματικότητα εκείνα τα χρόνια; Διέθετε η ιδιότητα του δημοσιογράφου τέτοιο κύρος, ώστε ακόμα και η αντιποίησή της να λειτουργεί σαν μαγικό κλειδί; Προφανώς και τα δύο. Με το που μάς έβλεπαν δε στο κατώφλι τους, με την επιβλητική κάμερα ανά χείρας, σενιαρισμένους και καθαρούς -“παιδιά από σπίτι”- εξανεμίζονταν και τα ύστατα ψήγματα καχυποψίας. “Κοπιάστε!” μάς έβαζαν στα σαλόνια τους.
Τις πρώτες φορές πράγματι τους μαγνητοσκοπούσαμε, μετά -για λόγους οικονομίας στην μπαταρία- πατούσαμε το κουμπί “rec” επιλεκτικά, μόνο όταν ακούγαμε κάτι αληθινά ενδιαφέρον. Ο ένας μας παρίστανε εκ περιτροπής τον ρεπόρτερ, ο άλλος τον εικονολήπτη. Ξεκινούσαμε ρωτώντας κοινοτοπίες. “Πώς κρίνετε την πορεία της οικονομίας;” “Θα αποφύγουμε το καλοκαίρι τις πυρκαγιές;” Κανέναν δεν θυμάμαι να απαντάει λακωνικά. Όλοι -μετά την τρίτη φράση- ξέφευγαν από το θέμα κι άρχιζαν να διηγούνται ιστορίες, να μιλούν για τα προσωπικά τους ή να αμπελοφιλοσοφούν.
Όποτε είχα το μάτι κολλημένο στον φακό, έφευγα από το πρόσωπο του συνεντευξιαζόμενου και απαθανάτιζα γωνιές του σπιτιού. Το σύνθετο, παραφορτωμένο κατά κανόνα με μπιμπελό. Τη βιβλιοθήκη με τις εγκυκλοπαίδειες, οι οποίες φανέρωναν στοιχεία για τους κατόχους τους – οι πιό μορφωμένοι είχαν τον “Ήλιο”, οι κάπως εύποροι τη “Δομή”, οι κουκουέδες τη “Μεγάλη Σοβιετική”¨. Τις φωτογραφίες, κάδρα στους τοίχους και ασημένιες κορνίζες σε τραπεζάκια, γιαγιάδες με τσεμπέρια, φαντάροι με μπερέδες, νιόπαντρα ζευγάρια σε σκαλιά εκκλησίας. “Τουλάχιστον μια από αυτές θα καταλήξει” δεν απέφευγα τη σκέψη, θα καταλήξει “σε κάποιον τάφο…” Τις μπουγάδες που κρέμονταν στο μπαλκόνι – σου μιλούσε η οικοδέσποινα κι έβλεπες να ανεμίζουν πίσω από την πλάτη της τα εσώρουχά της.
Υπήρχε πράγματι μια διάχυτη αθωότητα. Ή είχαμε εμείς πολύ αθώο βλέμμα.
Το γεγονός ήταν ότι μέσα σε μια βδομάδα που κάναμε εκείνη τη δουλειά, μπήκαμε σε δεκάδες σπίτια. Μαζέψαμε ισάριθμα χαρτάκια με τηλέφωνα – να τους ειδοποιήσουμε όταν θα παιζόταν η εκπομπή. Δοκιμάσαμε καφέδες και γλυκίσματα, πατροπαράδοτες -λέει- συνταγές από τη Νάξο, από το Σουφλί κι από τα Ζαγοροχώρια, “να σας δώσω τη συνταγή να σας τη φτιάχνει η μανούλα σας!” Η δίψα μας όμως ελάχιστα ξεγελάστηκε. Σπανίως ακούγαμε ή βλέπαμε κάτι το οποίο να παρουσιάζει αληθινό ενδιαφέρον, που να ξεφεύγει από τα αναμενόμενα.
“Φταίει μάλλον που βγαίνουμε τα πρωινά” παρατήρησε ο Γιώργος. “Οι άντρες και οι γυναίκες που έχουν ζουμί εργάζονται αυτές τις ώρες. Συνέχεια σε νοικοκυρές πέφτουμε, τι να περιμένεις;” Κωλώναμε -ήταν αλήθεια- να αντιμετωπίσουμε τον κάθε πάτερ-φαμίλια, ο οποίος θα ‘χε μόλις επιστρέψει απ τη δουλειά του ή θα τον είχαμε σηκώσει από τη σιέστα του και θα ‘ταν νευρικός, έτοιμος να ξεσκεπάσει την απάτη μας και να μας πετάξει έξω με τις κλωτσιές… Ελπίζαμε έπειτα ότι κάποτε θα μάς άνοιγε και καμιά ταμπεραμεντόζα τριαντάρα -σαραντάρα έστω- και θα μάς ορεγόταν ως αρσενικά και θα μας έμπαζε στην κρεβατοκάμαρά της. “Έτσι δεν γίνεται στο σινεμά;” “Όχι στις κανονικές ταινίες. Στα πορνό” με προσγείωνε ο Γιώργος.
Μουσική
Την όγδοη μέρα που βγήκαμε στο δρόμο, κατευθυνθήκαμε προς τα Εξάρχεια. Εάν εξαιρέσεις την πλατεία -η οποία λαμπάδιαζε τακτικά από το βράδυ της δολοφονίας του Καλτεζά-η συνοικία διατηρούσε στο ακέραιο τον μεσοαστικό της χαρακτήρα. Ήταν απολύτως -μέχρι πλήξης σχεδόν- φιλήσυχη. Και ας πουλιούνταν εκεί τα περισσότερα τεύχη του περιοδικού “Αντί” και της “Προλεταριακής Σημαίας”. Κι ας σύχναζαν στα καφενεία τροτσκιστές και μαοϊκοί, πολεμόχαροι στα λόγια, ειρηνικότατοι στην πράξη.
Ανηφορίσαμε την Ασκληπιού. “Για δες! Ένα κουδούνι με γυναικείο επίθετο!” θαύμασε ο Γιώργος. Οι γυναίκες, ακόμα κι όταν κατοικούσαν μόνες, σπανιότατα έβαζαν το δικό τους όνομα στην πόρτα – για λόγους ασφαλείας έγραφαν του πατέρα τους κι ας είχε πεθάνει… “Καμιά γιατρίνα θα ναι” πιθανολόγησα.
Η μαχμουρλίδικη φωνή από το θυροτηλέφωνο καθόλου δεν παρέπεμπε σε άσπρη μπλούζα. “Ποιός; Η τηλεόραση; Ποιά τηλεόραση; Καλά, ανεβείτε στον πέμπτο…” είπε ανάμεσα σε δύο χασμουρητά, μάλλον επειδή δεν άντεχε να συνεχίσει την κουβέντα.
Μάς άνοιξε με μία στραβοκουμπωμένη ρόμπα, με την τσίμπλα στο μάτι, με αχτένιστες ξανθωπές τούφες. Ήταν βία μια δεκαετία μεγαλύτερή μας κι είχε αναμφίβολα παραπιεί την προηγούμενη. Και παραξενυχτήσει. Μας κοίταξε σαν φαντάσματα. Της επαναλάβαμε το παραμύθι μας. “Δεν είστε δηλαδή πλασιέδες…” συνεπέρανε. “Έχετε ένα τσιγάρο; Ξέμεινα…”. Της έδωσα και της άναψα. “Αράξτε κι εγώ φτιάχνω καφέ.”
Μουσική
Επρόκειτο για το κλασσικό φοιτητικό διαμέρισμα της εποχής. Το χωλ υποκαθιστούσε το σαλόνι – το πάτωμα, μωσαϊκό, ήταν σπαρμένο με μαξιλάρες. Στους τοίχους πόστερ από ταινίες κολλημένες με σελοτέιπ. Μπροστά στην μπαλκονόπορτα μίνι-στερεοφωνικό, ένα αμπαζούρ φτιαγμένο από μπουκάλα -δίλιτρη- μαυροδάφνη, παντού τασάκια με γόπες και βιβλία που είχαν διαβαστεί πολλές φορές, ψυχολογία, μαρξισμός για αρχάριους, επιστημονική φαντασία. Η οικοδέσποινά μας πρόβαλε στο κατώφλι της μικροσκοπικής κουζίνας με μια αχνιστή κούπα στα χέρια, “τελείωσε ο νεσκαφές” απολογήθηκε “θα βολευτείτε με ελληνικό ή θα πάτε να φέρετε; πουλάει στο ψιλικατζίδικο…” Φοβηθήκαμε πως μέχρι να επιστρέψουμε, θα είχε καλοξυπνήσει και δεν θα μας ξανάνοιγε. Αρκεστήκαμε στο νερό.
“Για πείτε μου λοιπόν απ’ την αρχή τι ακριβώς ζητάτε…”. “Τη γνώμη σας για την επικαιρότητα” τής απάντησα εγώ. Σαν να σκοτείνιασε αίφνης, σαν να μπήκε σε βαθιές σκέψεις. “Τη γνώμη μου… Δεν έχω γνώμη!” χαχάνισε στο τέλος βραχνά.
Μες στην επόμενη ώρα, είχαμε μάθει ότι λεγόταν Βάσω, ότι σπούδαζε -κάποτε- αρχιτέκτονας μα εδώ και χρόνια εργαζόταν ως γραφίστρια σε κατασκευαστικό γραφείο, πως ο πατέρας της ήταν δασικός υπάλληλος στον Όλυμπο, ότι με τον καλό της είχαν χωρίσει προ μηνός μα πιθανόν και να τα ξαναέβρισκαν… Ανταλλάσσαμε ματιές με τον Γιώργο – ποιος θα αποχωρούσε διακριτικά για να αφήσει το πεδίο ελεύθερο στον φίλο του; Κανείς δεν προτίθετο να φανεί τόσο γενναιόδωρος. Και η Βάσω δεν έλεγε να πάει στην τουαλέτα ώστε να την παίξουμε, κατά την απουσία της, κορώνα-γράμματα. Ούτε έδειχνε σημείο προτίμησης στον έναν απ’ τους δυο μας. Ήταν εξάλλου δώδεκα το μεσημέρι – από πού βγάζαμε το συμπέρασμα πως η κοπέλα είχε την παραμικρή διάθεση για φλερτ;
Μουσική
Άνοιξε ξάφνου η τζαμόπορτα κι εμφανίστηκε μια δεύτερη Βάσω, κάπως ψηλότερη, αισθητά πιό τσουπωτή. “Τα παιδιά είναι δημοσιογράφοι…”, μας σύστησε η αδελφή στην αδελφή της. “Σιγά μην είναι και βουλευτές! Στη Νομική πηγαίνουν, τους έχω πετύχει συχνά να κωλοβαράνε στο “Σόλωνος και Μαλακίας”! Σου μοιάζουν τώρα σοβαρά αυτά τα κουτάβια για δημοσιογράφοι;” “Γιατί; Πώς είναι δηλαδή οι δημοσιογράφοι;” αντεπιτέθηκε ο Γιώργος, που ονειρευόταν τον εαυτό του στα σαράντα τουλάχιστον πρωθυπουργό και ας απαξιούσε να ακολουθήσει την αρμόζουσα διαδρομή. “Πώς είναι οι δημοσιογράφοι; Έλα μου ντε;” έβαλε τα γέλια η Αντωνία και παρέσυρε και την αδελφή της.
Μουσική
Στις δύο, ακούγαμε κασέτες των Πινκ Φλόυντ και των Στόουνς.
Στις τρεις, πίναμε τσίπουρο και ξεκοκαλίζαμε ένα σουβλιστό κοτόπουλο που είχα φέρει από την κοντινή ψησταριά, επιστρέφοντας ψώνισα και δυό κουτιά προφυλακτικά.
Με διακατείχε ένα συναίσθημα θριάμβου. Δικαίωσης πιό σωστά. “Έτσι πρέπει να ‘ναι η ζωή” σκεφτόμουν. “Να χτυπάς πόρτες και να σου ανοίγουν δεσποσύνες, πρόθυμες για όλα!” Πρόθυμες για όλα; Ήταν πράγματι πρόθυμες; Για όλα;
Μουσική
“Κι όλη αυτή τη σκηνοθεσία, ρε παίδες, με την κάμερα και το μικρόφωνο την κάνετε για να γαμήσετε;” μάς κάρφωσε απροειδοποίητα στο δόξα-πατρί η Αντωνία. “Μπας και γαμήσουν…” το χειροτέρεψε η Βάσω. “Πενία τέχνας κατεργάζεται – τι να κάνουν; Ας δείξουμε κατανόηση. Αποδίδει εν πάση περιπτώσει; Σάς κάθεται καμία;” Γιατί είχε γίνει ξαφνικά σχεδόν σαδιστική; Ποιος γκόμενος τη βασάνιζε, την είχε να ξεροσταλιάζει, και πληρώναμε εμείς, τα κουτάβια, τα σπασμένα;
Πήγα εγώ να αμυνθώ κατά τον ορθόδοξο τρόπο – “ο κόσμος” της είπα “μάς προξενεί τρομερή περιέργεια. Λαχταρούμε να τους γνωρίσουμε όλους, να μπούμε στα σπίτια τους, να ακούσουμε πώς σκέφτονται, να δούμε πώς ζουν… Έχουμε εξάλλου γκόμενες…” “Ναι, θέλουμε να γαμήσουμε!” με διέκοψε ο Γιώργος. “Κακό είναι;” “Τώρα μιλάς!” σήκωσε το ποτήρι η Αντωνία και τού το τσούγκρισε. “Και γιατί εμάς, παρακαλώ;” “Διότι, απλούστατα, η αδελφή σου μάς άνοιξε την πόρτα” μπήκα στο πνεύμα. “Κι αν σας πετάξουμε έξω, θα χτυπήσετε το επόμενο κουδούνι;” “Προφανώς!” “Μεγάλη ταλαιπωρία για μιά μέρα… Σας έχουμε άλλωστε ήδη μοιράσει…”
Μουσική
Έχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια από εκείνο το μεσημέρι, που με έβαλε η Αντωνία στην κάμαρά της κι έβγαλε από το συρτάρι του κομοδίνου τα δικά της προφυλακτικά και προτού ξεκουμπώσει το πουκάμισο – “δεν τα ζεις όλα αυτά” μού διευκρίνισε “τα ονειρεύεσαι.”
Έχουν περάσει τριαντατέσσερα χρόνια και δεν έχω ξεχάσει ούτε την ελάχιστη λεπτομέρεια, τι σχέδια είχαν τα σεντόνια της, πώς κουνούσε το σώμα της. Επιμένω δε να πιστεύω πως έτσι ακριβώς θα έπρεπε να είναι οι άνθρωποι, να ανοίγονται, να σμίγουν χωρίς πολλά-πολλά, να μπαίνει ο ένας μέσα στον άλλον κι ό,τι κερδίσει ο καθείς κι ό,τι κρατήσει…
Το μόνο που μου μοιάζει πλέον εντελώς ξένο είναι η ενέργεια που είχαμε, το πείσμα, να τριγυρνάμε ζαλωμένοι με μια πρωτόγονη βιντεοκάμερα και με το βαλιτσάκι της στην πόλη, κάθε τόσο να σταματάμε και να οσμιζόμαστε τον αέρα σαν κυνηγιάρικα σκυλιά. Ίσως να λέγεται νεότητα.-
Μουσική
Αυτό ήταν το Χωμ Χωμ. Η καλύτερη ώρα για να με ακούτε είναι κόβοντας τα νύχια σας. Αλλά αν θέλεις στη ζωή σου να προκόψεις, τα νύχια σου Τετάρτη και Παρασκευή μην κόψεις.
Τη μουσική γράφει ο Χρήστος Σούμκας. Μπορείτε επίσης να με ακούτε κάθε ώρα και στιγμή στο Spotify, στα Apple podcast ή όπου αλλού ακούτε podcast, από το κινητό σας.
Διαφημιστικό μήνυμα
Είναι η ώρα που θέλω κάτι, κάτι συναρπαστικό και απολαυστικό μαζί με τον καφέ μου. Τα Seven Days mini
Croissants, με γεύση κακάο και μιλφέιγ. Yπέροχες κρέμες μέσα σε αφράτο mini croissant συμπληρώνουν τέλεια τη γεύση του καφέ.
Μουσικό σήμα
Pod.gr Το καλό να ακούγεται